Η περαιτέρω ενίσχυση των σχέσεων Ελλάδας και Βόρειας Μακεδονίας, οι εκκρεμότητες της Αθήνας με τα Τίρανα για τα θαλάσσια σύνορα, τα ελληνοτουρκικά και η ευρωπαϊκή προοπτική των Δυτικών Βαλκανίων βρέθηκαν στο επίκεντρο τραπεζιού στο συνέδριο του Economist, με τη συμμετοχή δύο Βαλκάνιων πρωθυπουργών, των κ. Ζάεφ και Ράμα, αλλά και δύο μελών του ελληνικού Κοινοβουλίου και πρώην υπουργών Εξωτερικών, της Ντόρας Μπακογιάννη και του Γιώργου Κατρούγκαλου.
Αναφορικά με τις σχέσεις Αθηνών και Σκοπίων, ο πρωθυπουργός της Βόρειας Μακεδονίας δήλωσε πως είχε την ευκαιρία να συζητήσει με την Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τον πρωθυπουργό τα θέματα για την ονομασία των προϊόντων σημειώνοντας ότι «θα έχουμε σύντομα συνάντηση εμπειρογνωμόνων για να βρούμε λύση», ενώ για τα βιβλία επισήμανε ότι είναι ένα θέμα για το οποίο «δουλεύουμε από κοινού», εκφράζοντας την πεποίθησή του ότι θα βρεθούν λύσεις «το συντομότερο δυνατό».
Ταυτόχρονα ο κ. Ζάεφ υπογράμμισε τη σημασία που έχει η χώρα μας για τη Βόρεια Μακεδονία επισημαίνοντας ότι «η Ελλάδα είναι τα τελευταία χρόνια ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Βόρειας Μακεδονίας και ο τρίτος μεγαλύτερος επενδυτής.
»Μετά τη Συμφωνία των Πρεσπών αυξήσαμε το εμπόριό μας κατά 20%», πρόσθεσε.
Από την πλευρά της, η κ. Μπακογιάννη σημείωσε πως «παρότι δεν υποστηρίξαμε τη Συμφωνία των Πρεσπών, χαρήκαμε από την επανεκλογή Ζάεφ», στο πλαίσιο της ευρύτερης αντιπαράθεσης με τις δυνάμεις του λαϊκισμού και του ακραίου εθνικισμού στα Βαλκάνια.
Στον αντίποδα, ο Γ. Κατρούγκαλος είπε πως θεωρεί «ιδιαίτερα σημαντική την αναγνώριση της ιστορικής, θετικής σημασίας της Συμφωνίας (σ.σ. των Πρεσπών) και από την κυβέρνηση της ΝΔ, που έχει ξεπεράσει όσα έλεγε κατά την κύρωση της και δεν επικαλείται καν την αδυναμία ακύρωσης της.
»Δεν μπορώ όμως», συνέχισε, «παρά να παρατηρήσω σημαντικές καθυστερήσεις που υπάρχουν ως προς την εφαρμογή της, ιδίως σε ό,τι αφορά τα σχολικά βιβλία και τα εμπορικά σήματα. Ας ελπίσουμε ότι θα ξεπεραστούν».
Για το ευρύτερο θέμα της ευρωπαϊκής προοπτικής των Δυτικών Βαλκανίων, η κ. Μπακογιάννη αναγνώρισε πως «η Ελλάδα έχει την ευθύνη να προωθήσει όσο το δυνατόν περισσότερο τις υποψηφιότητες των δύο χωρών στην Ε.Ε.», όμως από την άλλη, σημείωσε εμφατικά, «υπάρχει η ευθύνη εκ μέρους των εταίρων μας, να προχωρήσουν όλες αυτές οι αλλαγές που πρέπει να πραγματοποιηθούν προκειμένου να εγκαθιδρυθεί η δημοκρατία με πιο σαφή τρόπο, να καταπολεμηθεί η διαφθορά (…) πιστεύω ότι με αυτούς τους ηγέτες που έχουμε αυτή τη στιγμή στα δυτικά Βαλκάνια και υπό τη γερμανική Προεδρία πως θα κάνουμε την απαραίτητη πρόοδο», ανέφερε σε άλλο σημείο της παρέμβασής της.