Την έντονη αντίδραση των αρχαιολόγων προκαλεί η δημοσίευση του τελικού κειμένου του υπουργείου Πολιτισμού για τις αλλαγές στην οργάνωση των Εφορειών Αρχαιοτήτων.
Ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων προαναγγέλλει κινητοποιήσεις αφού όπως περιγράφει στην ανακοίνωσή του η εφαρμογή των ρυθμίσεων αυτών αποτελεί “μαύρη ημέρα” για την αρχαιολογία στην χώρα μας.
Ολόκληρη η ανακοίνωση του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων:
Έχουν περάσει τρία χρόνια από τον Σεπτέμβριο του 2011, οπότε και ξεκίνησαν οι προσπάθειες για αιφνιδιαστική αλλαγή του Οργανισμού του Υπουργείου, χωρίς καμία διάθεση από την πλευρά όλων των πολιτικών ηγεσιών να κάνουν διάλογο με τους καθ’ ύλην αρμόδιους, που είναι οι εργαζόμενοι.
Το προωθούμενο νέο Οργανόγραμμα είναι εμφανές ότι δεν συντάχθηκε με στόχο να υπηρετήσει ούτε τις πραγματικές ανάγκες των μνημείων, ούτε τη θεραπεία δυσλειτουργιών του υφιστάμενου Οργανισμού. Μετά από τρία ολόκληρα χρόνια, θεωρούμε ανεπίτρεπτο ότι τελικά στη σύνταξη του νέου Οργανισμού κυριάρχησαν:
● Η προχειρότητα και η αποσπασματική προσέγγιση.
● Η λογική της οριζόντιας συρρίκνωσης των υπηρεσιακών δομών με βάση τις απαιτήσεις του Μνημονίου, χωρίς να αποδεικνύεται κατά κανένα τρόπο ότι θα υπάρξει πραγματική εξοικονόμηση στον κρατικό προϋπολογισμό.
● Η εσκεμμένη αποδυνάμωση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας ως δημόσιου φορέα προστασίας και ανάδειξης της πολιτιστικής κληρονομιάς.
● Η επιλεκτική μεταχείριση των προβεβλημένων και πλέον προσοδοφόρων τομέων του Πολιτισμού, με διαφαινόμενο στόχο την αποκοπή τους από τη διοικητική ιεραρχία και την αποδέσμευσή τους από τη διαρκή λογοδοσία, σε συνδυασμό με την υποβάθμιση κάθε λειτουργίας που δεν «πουλάει» ή «εμποδίζει» τη στρεβλή, τριτοκοσμικού τύπου, ανάπτυξη που επαγγέλλεται η κυβέρνηση εις βάρος του αστικού, φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος.
● Η τάση για την διατήρηση και αύξηση του ασφυκτικού ελέγχου κάθε υπηρεσιακής δράσης από την πολιτική ηγεσία, προφανώς για την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων πολιτικών και στόχων, που δεν ταυτίζονται πάντοτε με το δημόσιο συμφέρον της προστασίας και ανάδειξης της πολιτιστικής κληρονομιάς (πρβλ. το πρόσφατο παράδειγμα των αρχαιοτήτων στο Μετρό Θεσσαλονίκης).
● Η απουσία οποιασδήποτε παρέμβασης για την ουσιαστική βελτίωση της λειτουργίας της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, παρότι έχει υπάρξει πλήθος προτάσεων και από τον Σύλλογο Ελλήνων Αρχαιολόγων. Προτάσεις για τη μείωση του διοικητικού βάρους για τους πολίτες, καθώς και προτάσεις για την ανάπτυξη τομέων που σήμερα υστερούν, όπως τα έσοδα από την αξιοποίηση της πολιτιστικής κληρονομιάς με την παραγωγή πωλητέων και ευρύτερα με μια σύγχρονη κατεύθυνση για το ΤΑΠΑ, δυστυχώς όλες αγνοήθηκαν.
● Η απουσία οποιουδήποτε διαλόγου με τους θεσμικούς κοινωνικούς συνομιλητές και τα αρμόδια επιστημονικά όργανα. Η σύνταξη του νέου Οργανισμού έγινε εν κρυπτώ και παραβύστω, χωρίς να ζητηθεί η άποψη κανενός από αυτούς που θα κληθούν να εφαρμόσουν το νέο μοντέλο λειτουργίας.
Παράλληλα, τονίζουμε ότι η συγκεκριμένη χρονική περίοδος στην οποία θα επέλθουν οι αλλαγές που φέρνει ο νέος Οργανισμός, κυρίως στις Εφορείες Αρχαιοτήτων, θα προκαλέσει τεράστια αναστάτωση στα 600 έργα ΕΣΠΑ με συνολικό προϋπολογισμό 744 εκ. ευρώ και στις εκατοντάδες σωστικές ανασκαφές στο πλαίσιο έργων τρίτων, που εκτελούνται αυτή τη στιγμή από τις υπηρεσίες του ΥΠΠΟΑ, με βάση και την αρνητική εμπειρία αλλαγής φορέων υλοποίησης των έργων του ΤΔΠΕΑΕ το 2013.
Η ευθύνη για τα σημαντικά προβλήματα που θα ανακύψουν, για τις καθυστερήσεις και για την οικονομική επιβάρυνση (μετακομίσεις υπηρεσιών, αρχείων κλπ) βαρύνει εξ ολοκλήρου την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου και την Κυβέρνηση, η οποία θα πρέπει να ξανασκεφτεί την εφαρμογή του νέου Οργανισμού του ΥΠΠΟΑ πριν τη λήξη της τρέχουσας προγραμματικής περιόδου στα τέλη του 2015.
Γενική αποτίμηση
Το σχέδιο που μας δόθηκε από το Γραφείο Υπουργού, ουσιαστικά δεν διαφέρει από προηγούμενες εκδοχές του, όπως είχαν γίνει γνωστές, τις οποίες ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων έχει σχολιάσει εκτενώς με σειρά σχετικών ανακοινώσεων, αλλά και αποφάσεων διαδοχικών συνελεύσεων.Όπως έχει επισημανθεί και στο παρελθόν, ο Οργανισμός δεν αποτελεί ένα ουδέτερο τεχνοκρατικό νομοθέτημα που αφορά “οργανωτικά ζητήματα”. Πρόκειται για τον “καταστατικό χάρτη” της λειτουργίας του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού και αποτυπώνει την πολιτική που πρόκειται να ασκηθεί στον πολιτισμό τις επόμενες δεκαετίες.
Το προωθούμενο νέο Οργανόγραμμα, έχει σαφή πολιτική στόχευση: να μεταλλάξει τις δομές και τις αρμοδιότητες του Υπουργείου σύμφωνα με τις μνημονιακές επιταγές για ένα «μικρό επιτελικό κράτος», προκειμένου να εφαρμοστούν συγκεκριμένες νεοφιλελεύθερες πολιτικές: δημοσιονομική λιτότητα, εκποίηση της δημόσιας περιουσίας, ιδιωτικοποιήσεις, εκχώρηση αρμοδιοτήτων του δημοσίου σε ιδιώτες, υποβάθμιση των κοινωνικών αγαθών και ακύρωση κάθε δυνατότητας της δημόσιας διοίκησης να ασκεί ρυθμίσεις δημοσίου συμφέροντος.
Οι στόχοι αυτοί επιτυγχάνονται μέσα από:
1. Ενίσχυση της παρέμβασης της πολιτικής ηγεσίας στο έργο των υπηρεσιών. Οι ελάχιστες νέες Διευθύνσεις, Τμήματα και Αυτοτελείς Υπηρεσίες που προβλέπονται στον προτεινόμενο ο Οργανισμός υπάγονται απευθείας στον Υπουργό και τον Γενικό Γραμματέα! Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι ενώ καταργούνται τα Τμήματα των Μουσείων που έχουν αρμοδιότητα την προβολή και τις δημόσιες και διεθνείς σχέσεις τους, την ίδια στιγμή ιδρύεται “Ειδική Υπηρεσία Προβολής και Αξιοποίησης Πολιτιστικής Κληρονομιάς και Σύγχρονης Δημιουργίας” υπαγόμενη απευθείας στον Υπουργό.
2. Συρρίκνωση (μέσω της συγχώνευσης υπηρεσιών και της κατάργησης μονάδων ή αρμοδιοτήτων) των Περιφερειακών και Ειδικών Περιφερειακών Υπηρεσιών, που είναι η πραγματική ραχοκοκκαλιά της προστασίας και της ανάδειξης της πολιτιστικής κληρονομιάς. Παράλληλα, ενώ συρρικνώνονται οι υπηρεσίες που βρίσκονται κοντά στα μνημεία, με συνέπεια την υποβάθμιση και απαξίωση του ελεγκτικού και διαχειριστικού τους ρόλου, γιγαντώνεται ο ρόλος των κεντρικών υπηρεσιών του Υπουργείου. Με τον τρόπο αυτό, όμως, οι όποιες υπαρκτές παθογένειες όχι μόνο δεν θεραπεύονται αλλά, αντίθετα, επιδεινώνονται.
3. Μηχανιστική αντιμετώπιση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και των κλάδων που τη στελεχώνουν με αμιγώς “διοικητικά” κριτήρια, που υποβαθμίζουν τον επιστημονικό – ερευνητικό χαρακτήρα ενός δημόσιου φορέα που υπηρετεί τη μνήμη μέσα από την προστασία και την ανάδειξη των υλικών μαρτυριών του παρελθόντος. Το σχέδιο Οργανισμού μοιάζει να θεωρεί ότι η βασική αποστολή του ΥΠΠΟΑ δεν είναι η επιστημονική μελέτη, έρευνα, προστασία και ανάδειξη των αρχαιοτήτων αλλά η γραφειοκρατική διαχείρισή τους. Σε τι άλλο αποσκοπεί η κατάργηση των Αρχαιολογικών Ινστιτούτων χωρίς ούτε καν πρόβλεψη για το πέρασμα των αρμοδιοτήτων τους στις κατά τόπους Εφορείες;
4. Συρρίκνωση ειδικά κάθε υπηρεσίας ή αρμοδιότητας για την οποία έχει εκδηλωθεί “ενδιαφέρον” από τον ιδιωτικό τομέα. Αντί να δίνεται έμφαση στο μέλλον της προστασίας και της προβολής της πολιτιστικής κληρονομιάς, δημιουργώντας δομές που θα αντιστοιχούν στις νέες ανάγκες (άνοιγμα προς το κοινό, ψηφιακές τεχνολογίες κλπ), ο νέος Οργανισμός συρρικνώνει αντικείμενα, δημιουργώντας το υπόβαθρο ώστε οι υποστελεχωμένες υπηρεσίες να μη μπορούν να παράξουν δημιουργικό έργο, παρά μόνο να λειτουργούν ως διοικητικοί διαχειριστές προγραμμάτων και έργων των ιδιωτών.
Αυτή η προσπάθεια είναι, άλλωστε, σε εξέλιξη εδώ και πολύ καιρό: από τα προσκόμματα στην αυτεπιστασία (βλ. προβλήματα για τις προσλήψεις προσωπικού, γραφειοκρατία των ΠΥΣ, καθυστερήσεις στη χρηματοδότηση) έως τις έμμεσες προσπάθειες να περάσουν στους εργολάβους ακόμη και οι σωστικές ανασκαφές.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα Μουσεία με την κατάργηση εκείνων των τμημάτων που έχουν ως αρμοδιότητα το σχεδιασμό εκθέσεων και τα εκπαιδευτικά προγράμματα, προφανώς με σκοπό την εκχώρησή τους σε ιδιώτες, που ήδη προετοιμάζονται για αυτό.
Όπως έχει αποδειχτεί ήδη από παρόμοιες εμπειρίες σε άλλους τομείς, αυτού του τύπου η μερική ιδιωτικοποίηση παράγει πολύ χειρότερο αποτέλεσμα με πολύ μεγαλύτερο τελικά κόστος για το δημόσιο.
Επίσης, τι άλλο σημαίνει η ίδρυση «Τμήματος Φύλαξης» στην Κεντρική Υπηρεσία, παρά τη δυνατότητα να εκχωρηθεί μαζικά η φύλαξη των αρχαιολογικών χώρων στους ιδιώτες που καραδοκούν, με το τμήμα αυτό να έχει την ευθύνη διενέργειας των σχετικών διαγωνισμών;
Τέλος, είναι προφανές ότι στόχος πλέον για τα μεγάλα μουσεία της χώρας είναι η μετατροπή τους σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, ώστε να είναι άμεσα ελεγχόμενα από την εκάστοτε κυβέρνηση μέσω των διορισμένων ΔΣ, κατά το παράδειγμα του Μουσείου της Ακρόπολης.
Το προωθούμενο νέο Οργανόγραμμα του ΥΠΠΟΑ αντί να διατυπώσει νέες, ουσιαστικές και σύγχρονες αρμοδιότητες, εστιάζει αποκλειστικά στη μείωση του αριθμού των υπηρεσιών – άλλωστε οι οδηγίες που δόθηκαν από το ΥΔΜΗΔ αφορούσαν τη μείωση οριζόντια κατά 40% των υπηρεσιακών μονάδων των Υπουργείων.
Ως εκ τούτου, ενδεχόμενη εφαρμογή του θα αποτελέσει το μεγάλο και αποφασιστικό βήμα για τη συρρίκνωση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, ανοίγοντας το δρόμο για την ουσιαστική υποβάθμιση της προστασίας των αρχαιοτήτων και κυρίως για την αλλαγή στο μοντέλο προστασίας, διαχείρισης και προβολής της πολιτιστικής κληρονομιάς, της «βαριάς βιομηχανίας της χώρας» όπως την έχουν αποκαλέσει.
Αποκαλυπτική για το προωθούμενο μοντέλο, αλλά και για τις επιπτώσεις για τους εργαζόμενους, είναι η τελευταία έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, σύμφωνα με την οποία η «μεταρρύθμιση» και ο «εξορθολογισμός» του Δημοσίου θα προκύψουν μέσα από τη συρρίκνωση του μεγέθους (downsizing) και την εκχώρηση δραστηριοτήτων στον ιδιωτικό τομέα (outsourcing), με παράλληλη κατάργηση θέσεων και απόλυση του προσωπικού.
Ασφαλώς και δεν είναι σύμπτωση ότι, τελευταία, έχει πυκνώσει η προπαγάνδα γύρω από τη διαχείριση των μνημείων.
Αλλεπάλληλα δημοσιεύματα εκφράζουν αγανάκτηση για το γεγονός ότι «το ελληνικό κράτος εκμεταλλεύεται με το χειρότερο τρόπο τα αρχαία μας». Άλλα διαφημίζουν τις προσπάθειες τουριστικών επιχειρήσεων να μετατρέψουν σε εμπόρευμα την ίδια την αρχαιολογική έρευνα.
Ο Υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης έχει υποστηρίξει δημοσίως ότι η φύλαξη αρχαιολογικών χώρων και μουσείων πρέπει να παρέχεται από τον ιδιωτικό τομέα.
Προφανώς η ίδια τύχη επιφυλάσσεται και για τις ανασκαφές, τα έργα συντήρησης, τις αναστηλώσεις, τις μουσειακές εκθέσεις, τις εκπαιδευτικές δράσεις, ακόμα και το διοικητικό έργο των υπηρεσιών του ΥΠΠΟΑ, υπονομεύοντας την συνταγματική επιταγή για την κρατική μέριμνα που χρήζουν οι αρχαιότητες.
Περιφερειακές και Ειδικές Περιφερειακές Υπηρεσίες (Εφορείες Αρχαιοτήτων)Η πιο μεγάλη αλλαγή που επιφέρει το προωθούμενο Οργανόγραμμα στη Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς είναι η ενοποίηση ανά Περιφερειακή Ενότητα των Εφορειών Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων (ΕΠΚΑ) και των Εφορειών Βυζαντινών Αρχαιοτήτων (ΕΒΑ). Ανεξαρτήτως των απόψεων που έχουν διατυπωθεί για το ζήτημα αυτό, ο τρόπος που γίνεται η ενοποίηση, ουσιαστικά συρρικνώνει και αποδυναμώνει την περιφερειακή οργάνωση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, τα κύτταρα προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς που είναι οι Εφορείες Αρχαιοτήτων.
Συγκεκριμένα, ο αριθμός τους από 79 Υπηρεσίες σε όλη την Ελλάδα μειώνεται σε 62 (συμπεριλαμβανομένων των Μουσείων).
Το πρώτο προφανές συμπέρασμα είναι ότι η μείωση των θέσεων των Διευθυντών κατά 17, σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί «εξοικονόμηση», ιδιαίτερα σε σύγκριση με την διοικητική αναστάτωση και την οικονομική επιβάρυνση του να τροποποιούνται όλες οι Περιφερειακές Υπηρεσίες σε όλη την Ελλάδα!
Η υποκρισία γίνεται ακόμη πιο ανάγλυφη όταν γίνει η σύγκριση με την Κεντρική Υπηρεσία και τις υπηρεσίες που υπάγονται απευθείας στην πολιτική ηγεσία, όπου δεν παρατηρείται αντίστοιχη συρρίκνωση, αντίθετα σε κάποιες περιπτώσεις υπάρχει αύξηση οργανικών μονάδων.
Είναι εμφανές λοιπόν τι θεωρείται “περιττό”: οι μάχιμες υπηρεσίες, ιδιαίτερα της περιφέρειας, που είναι στην πρώτη γραμμή της προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς (ανασκαφές, αναστηλώσεις, σωστικά έργα, παρακολούθηση οικοδομικής δραστηριότητας, επαφή με το κοινό, εξωστρέφεια, προβολή των μνημείων, παραγωγή πρωτότυπου επιστημονικού έργου, ίδρυση μουσείων και εκθέσεων, εκπαιδευτικά προγράμματα και πολλές άλλες δραστηριότητες). Άλλωστε, είναι εμφανώς παράλογο ότι, ενώ καταργείται η περιοδολόγηση στις Περιφερειακές Υπηρεσίες (Προϊστορικά – Κλασικά και Βυζαντινά – Μεταβυζαντινά), διατηρείται ως έχει στην Κεντρική Υπηρεσία, ακόμη κι αν αυτό θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη γραφειοκρατία!
Δύο μέτρα και δύο σταθμά, που δείχνουν ότι ο πραγματικός στόχος δεν είναι κανένας εξορθολογισμός αλλά η αποδυνάμωση των περιφερειακών υπηρεσιών.
Αυτό που (εξωτερικά) παρουσιάζεται ως “διοικητικός εξορθολογισμός” συγχώνευση ΕΠΚΑ και ΕΒΑ) αφίσταται από τις πραγματικές ανάγκες λειτουργίας των υπηρεσιών, αλλά και τις επιστημονικές απαιτήσεις του έργου τους.
Μπορεί οι προτεινόμενες νέες Εφορείες Αρχαιοτήτων να έχουν ταυτόσημες αρμοδιότητες, όμως παρουσιάζουν ακραίες διαφορές ως προς το φόρτο εργασίας, με αποτέλεσμα σε πολλές περιπτώσεις να τεθεί σύντομα σε αμφισβήτηση η αποτελεσματικότητά τους, προετοιμάζοντας το έδαφος για την πλήρη απαξίωση της λειτουργίας τους.
Ο ισχυρισμός ότι “θα εξυπηρετηθεί καλύτερα ο πολίτης” είναι μια φενάκη, αφού δεν προβλέπεται ούτε μία νέα θέση εργασίας στην ήδη υποστελεχωμένη Αρχαιολογική Υπηρεσία! Αντιθέτως, υπήρξε ειδική μέριμνα για “αναβάθμιση” της εξυπηρέτησης των επενδυτών και των μεγάλων έργων (με δύο νέα τμήματα στην Κεντρική Υπηρεσία).
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα για τα παραπάνω αποτελεί η πρόταση δημιουργίας της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αθηνών.
Πρόκειται για την Εφορεία που δημιουργείται από την Α΄ και τμήματα της Β΄ και Γ΄ ΕΠΚΑ καθώς και της 1ης ΕΒΑ.
Θα είναι μια ολοφάνερα μη λειτουργική υπηρεσία, που, πέραν του δυσθεώρητου όγκου εργασίας, πρόκειται να έχει εσωτερική δυσλειτουργία λόγω του τεράστιου εύρους των αρμοδιοτήτων της. Παράλληλα με την προστασία των μνημείων και την εξυπηρέτηση των πολιτών στο σωστικό ανασκαφικό έργο του πολεοδομικού συγκροτήματος των Αθηνών και των όμορων Δήμων (που αντιστοιχούν σε πληθυσμό εκατομμυρίων), καλείται να ανταποκριθεί στο ιδιαίτερα απαιτητικό έργο της λειτουργίας του κορυφαίου σε επισκεψιμότητα μνημείου της Ακρόπολης, καθώς και των μειζόνων αρχαιολογικών χώρων του ιστορικού κέντρου των Αθηνών, χωρίς να της έχουν δοθεί οι αναγκαίες σύγχρονες θεσμικές αρμοδιότητες και τα μέσα για να ανταποκριθεί σ’ αυτό το πολυσχιδές έργο.
Δεν θα πρέπει να εκπλαγεί κανείς εάν σύντομα διαπιστωθεί απλά η «ανεπάρκεια» της νέας Εφορείας Αρχαιοτήτων Αθηνών να ανταποκριθεί στη διαχείριση των αρχαιολογικών χώρων και να αρχίσει η συζήτηση για την παραχώρηση της αρμοδιότητας αυτής σε “τρίτους”. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλά ΜΜΕ έχουν ήδη αρχίσει να διαμορφώνουν το ανάλογο κλίμα.
Αντίστοιχες κραυγαλέες περιπτώσεις δημιουργίας δυσλειτουργικών Εφορειών Αρχαιοτήτων, που καλούνται να διαχειριστούν χιλιάδες μνημεία και μεγάλο όγκο σωστικού έργου υπάρχουν σε όλη την Ελλάδα (π.χ. Εφορείες Αρχαιοτήτων Λακωνίας, Πόλης Θεσσαλονίκης, Δωδεκανήσου, Ηρακλείου κλπ).
Το αντίστοιχο ισχύει και για τις Ειδικές Περιφερειακές Υπηρεσίες, που αντί να ενισχυθεί η δυνατότητά τους να έχουν πραγματικά πανελλήνια εμβέλεια, με ειδική πρόβλεψη για τα οδοιπορικά και με κατά τόπους γραφεία, είτε υποβαθμίζονται (λ.χ. η Εφορεία Αρχαιοπωλείων και Ιδιωτικών Αρχαιολογικών Συλλογών μετατρέπεται σε τμήμα μιας νέας τεράστιας Διεύθυνσης της Κεντρικής Υπηρεσίας), είτε συγχωνεύονται (οι Εφορείες Παλαιοανθρωπολογίας – Σπηλαιολογίας Βορείου και Νοτίου Ελλάδας συγχωνεύονται σε μία, παρά το γεγονός ότι η αποκέντρωση που υπήρξε με την ίδρυση της ΕΠΣΒΕ είχε αποδώσει πολύ καλά αποτελέσματα για την προστασία των σπηλαίων σε όλη τη Βόρεια Ελλάδα, ενώ παράλληλα απουσιάζει η αρμοδιότητα της προστασίας των φυσικών σπηλαίων και το επιστημονικό αντικείμενο της αρχαιοζωολογίας – αρχαιοβοτανικής).
Η πραγματικότητα δείχνει ότι κάθε οριζόντια εφαρμογή μοντέλου είναι εκ προοιμίου αποτυχημένη, αν δεν προσαρμόζεται στις εκάστοτε πραγματικές ανάγκες. Και οι πραγματικές ανάγκες καθορίζονται με κριτήριο την πυκνότητα των μνημείων, τη δυνατότητα εξυπηρέτησης των πολιτών (που συναρτάται άμεσα με την πληθυσμιακή πυκνότητα) και τις επιστημονικές απαιτήσεις του παραγόμενου έργου.
Στο ίδιο μήκος κύματος, στα δύο τμήματα των Εφορειών, Προϊστορικών – Κλασικών και Βυζαντινών – Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων, κατανέμεται μέρος μόνο από τις παλαιές αρμοδιότητες των ΕΠΚΑ και ΕΒΑ.
Παράλληλα, από τη νέα περιφερειακή δομή απουσιάζουν εξειδικευμένα τμήματα για τη συνολική διαχείριση και ανάδειξη με εξωστρεφείς δράσεις των αρχαιολογικών χώρων, των μουσείων και των μνημείων. Προφανώς, ο μακροπρόθεσμος στόχος που υπηρετείται από το προωθούμενο Οργανόγραμμα, κυρίως σε σχέση με τους αρχαιολογικούς χώρους και τα μουσεία μεγάλης επισκεψιμότητας, είναι η εκχώρηση της διαχείρισης και της προβολής τους σε τρίτους.
Παράλληλα, παρά την ύπαρξη τμημάτων για τα αρχαιολογικά έργα στις Εφορείες Αρχαιοτήτων, τα έργα του πρώην ΤΔΠΕΑΕ εξακολουθούν να εποπτεύονται άλλα από τις οικείες Περιφερειακές Υπηρεσίες και άλλα από τη ΔΙΠΚΑ και τη ΔΒΜΑ (!) χωρίς ξεκάθαρα και αντικειμενικά κριτήρια για αυτή τη διαφοροποίηση.
Την ίδια στιγμή, καταργούνται τα Αρχαιολογικά Ινστιτούτα, χωρίς ταυτόχρονα στις Εφορείες Αρχαιοτήτων να προβλέπονται εξειδικευμένα τμήματα για το πεδίο της επιστημονικής έρευνας, χωρίς την οποία είναι αδύνατη η προστασία και ανάδειξη της μνημειακής κληρονομιάς.
Είναι πραγματικά λυπηρό, μια τομή που έγινε στον προηγούμενο Οργανισμό για να ενισχύσει το επιστημονικό έργο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, να καταργείται χωρίς καν μια αποτίμηση του τι πρόσφεραν τα Αρχαιολογικά Ινστιτούτα, με τα ελάχιστα μέσα που διέθεταν.
Αν τα παραπάνω συνδυαστούν με τις δυσκολίες που ήδη αντιμετωπίζουν σήμερα οι Εφορείες Αρχαιοτήτων (υποχρηματοδότηση, υποστελέχωση, προσκόμματα ακόμη και στα έργα του ΕΣΠΑ), ο ορατός στόχος καθίσταται ακόμα πιο σαφής: να οδηγηθούμε σε περιφερειακές υπηρεσίες – «σφραγίδα», καθαρά γραφειοκρατικού – διεκπεραιωτικού χαρακτήρα, με μειωμένο ή και καθόλου επιστημονικό – ερευνητικό χαρακτήρα.
Σε υπηρεσίες που θα αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στο σύνθετο έργο της προστασίας και ανάδειξης των αρχαιοτήτων.
Υπηρεσίες που αφενός δεν θα μπορούν να ανταποκριθούν στον έλεγχο των μεγάλων δημόσιων και ιδιωτικών έργων, με αποτέλεσμα να παρακάμπτονται με διαδικασίες “fast track”, και αφετέρου σύντομα θα χαρακτηριστούν “ανίκανες” να αξιοποιήσουν το πολιτισμικό απόθεμα, με στόχο να παραχωρηθεί η εκμετάλλευσή του στους “ημετέρους”.
Δημόσια Μουσεία
Ενώ η πολιτική ηγεσία και τα παπαγαλάκια των ΜΜΕ μιλούν με υποκριτικές κορώνες για την ανάγκη εξωστρέφειας της αρχαιολογίας στην Ελλάδα, η κατάργηση των αρμόδιων Τμημάτων Δημοσίων Σχέσεων, Τεκμηρίωσης και Δημοσιευμάτων καθώς και του Τμήματος Εκθέσεων και Μουσειογραφικού Σχεδιασμού από τα μεγάλα Μουσεία (σήμερα Ειδικές Περιφερειακές Υπηρεσίες της ΓΔΑΠΚ), προδίδει άλλες προθέσεις. Με την κατάργηση αυτών των τμημάτων, που μέχρι σήμερα έφεραν το βάρος της υλοποίησης εκατοντάδων ποικιλόμορφων δράσεων κοινωνικοποίησης της πολιτιστικής κληρονομιάς, και μάλιστα δωρεάν για διάφορες ομάδες κοινού, υπονομεύεται ουσιαστικά ο δημόσιος, κοινωνικός και παιδευτικός χαρακτήρας των μουσείων.Το ίδιο ισχύει και για τα Τμήματα Εκθέσεων, που ως διά μαγείας εξαφανίζονται από το προωθούμενο Οργανόγραμμα, όταν οι επανεκθέσεις και οι περιοδικές εκθέσεις αποτελούν ένα από τα πλέον σημαντικά στοιχεία της λειτουργίας των σύγχρονων Μουσείων, τουλάχιστον αν θέλουμε να είναι ζωντανοί οργανισμοί και όχι ανοιχτές αποθήκες.
Παράλληλα, τα αρχαιολογικά τμήματα (γλυπτικής, αγγείων, εικόνων κλπ) των Μουσείων “συγκολλούνται” με άκριτο και αντιεπιστημονικό τρόπο, προκειμένου να προκύψουν απλώς αριθμητικά λιγότερα τμήματα. Η προτεινόμενη διάρθρωση που προκύπτει τελικά δεν καλύπτει ούτε τα επιστημονικά κριτήρια ούτε όμως μια σύγχρονη αντίληψη για τις βασικές λειτουργίες ενός σύγχρονου μουσειακού οργανισμού, αποδυναμώνοντας τη συνολική αντιμετώπιση των μουσειακών συλλογών, τις δυνατότητες οριζόντιων συνεργειών στους νευραλγικούς τομείς των εκθέσεων, της μουσειακής εκπαίδευσης, των δημοσιεύσεων και των σύγχρονων μέσων, καθώς και τη δυνατότητα συγκρότησης ευρύτερων αφηγήσεων με αφετηρία τα αρχαία αντικείμενα.
Επίσης, δεν μπορεί να μη σχολιαστεί η συγχώνευση του Επιγραφικού και του Νομισματικού Μουσείου, που έχουν ιστορία από τον 19ο αιώνα. Με την ουσιαστική συρρίκνωση των δομών τους, που ελάχιστα προσφέρει από δημοσιονομικής απόψεως, η Αρχαιολογική Υπηρεσία θα στερηθεί τα πολλαπλά κέρδη που θα μπορούσαν να προκύψουν από την ανάπτυξη των πραγματικών δυνατοτήτων που προσφέρουν τα δύο αυτά απολύτως εξειδικευμένα μουσεία ως αυτόνομες μονάδες.
Μια απλή σύγκριση του συρρικνωμένου προωθούμενου Οργανισμού της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας με το πρόσφατο και εντυπωσιακά πληθωρικό Οργανόγραμμα του Μουσείου Ακρόπολης (ΠΔ 64/2013), που παραμένει εκτός του Οργανισμού του ΥΠΠΟΑ, είναι ιδιαιτέρως αποκαλυπτική: το Μουσείο της Ακρόπολης «προικίστηκε», μόλις ένα χρόνο πριν, με 1 Γενική Διεύθυνση, 5 Διευθύνσεις, 19 Τμήματα και 3 αυτοτελή Γραφεία), ενώ για κάθε ένα από τα «Δημόσια Μουσεία» που προβλέπει το προωθούμενο Οργανόγραμμα προβλέπονται κατά μέσο όρο μόλις 4 Τμήματα!Πρόκειται απλώς για την επιβεβαίωση της «διακριτικής μεταχείρισης» που συστηματικά ακολουθείται στο Υπουργείο Πολιτισμού.
Είναι βέβαιο ότι σύντομα θα αρχίσουν πιέσεις για εκχώρηση σε τρίτους των περιοδικών εκθέσεων, των εκπαιδευτικών προγραμμάτων, των δημοσιευμάτων, των ψηφιακών δράσεων, της φύλαξης και της καθαριότητας.
Εξάλλου, η ίδια η μετονομασία σε «Δημόσια Μουσεία» (από Ειδικές Περιφερειακές Υπηρεσίες του ΥΠΠΟΑ) πιθανότατα φανερώνει το μακροπρόθεσμο στόχο τα μεγάλα μουσεία να μετατραπούν σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, με άλλο οργανόγραμμα και Διοικητικά Συμβούλια διορισμένα και ελεγχόμενα απευθείας από την εκάστοτε κυβέρνηση, κατά το πρότυπο του Μουσείου της Ακρόπολης.
Κεντρική ΥπηρεσίαΧαρακτηριστικό για τα δύο μέτρα και δύο σταθμά που διέπουν το νέο Οργανόγραμμα, είναι ότι η περιοδολόγηση (Προϊστορικά – Κλασικά και Βυζαντινά – Μεταβυζαντινά), που καταργείται για τις ενιαίες πια Εφορείες Αρχαιοτήτων, παραμένει αμετάβλητη για τις Διευθύνσεις της Κεντρικής Υπηρεσίας της ΓΔΑΠΚ (αλλά και της ΓΔΑΜΤΕ): η Διεύθυνση Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και η Διεύθυνση Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων παραμένουν χωριστές (με τη σημερινή μορφή τους), με πανομοιότυπες αρμοδιότητες και τμήματα. Θα πρέπει κάποτε να εξηγηθεί με ποιο κριτήριο επιλέχθηκε αυτή η διαφοροποίηση, καθώς μάλιστα η δομή που προκύπτει, απλώς δημιουργεί σύγχυση και αυξάνει αναίτια τις συναρμοδιότητες και τη γραφειοκρατία (κάθε Περιφερειακή Υπηρεσία θα πρέπει να απευθύνεται σε δύο Διευθύνσεις της Κεντρικής Υπηρεσίας για το ίδιο θέμα)!
Εντύπωση προκαλεί και το γεγονός ότι δύο από τα έξι τμήματα της ΔΙΠΚΑ και της ΔΒΜΑ αφορούν στα Μεγάλα Έργα, και μάλιστα με την μάλλον αστεία και εντελώς ανεφάρμοστη διοικητικά διάκριση μεταξύ Τμήματος Δημοσίων Έργων στη ΔΙΠΚΑ και Τμήματος (ιδιωτικών) Επενδυτικών Προγραμμάτων στη ΔΒΜΑ.
Είναι σαφές ότι πρόκειται για έναν αχρείαστο πλεονασμό, που δεν έχει καμία σχέση με τη χρονολογική διάκριση των αρμοδιοτήτων των δύο Διευθύνσεων (προ και μετά τον 4ο αι. μ.Χ.) αλλά εξυπηρετεί άλλους σχεδιασμούς.
Σχεδιασμούς που μάλλον σχετίζονται με τα συμφέροντα των εργολάβων και των κάθε λογής «επενδυτών» παρά με τις ανάγκες της προστασίας των αρχαιοτήτων.
Σε ένα σύγχρονο Οργανόγραμμα, θα περίμενε κανείς να δοθεί έμφαση στη νεότερη πολιτιστική κληρονομιά, με την ενίσχυση της Διεύθυνσης Νεώτερης Πολιτιστικής Κληρονομιάς, που ασχολείται με τη χάραξη πολιτικών σχετικών με τη νεώτερη πολιτιστική κληρονομιά, μέσα από την εποπτεία των μουσείων νεώτερου πολιτισμού, τη διαφύλαξη των άυλων πολιτισμικών αγαθών, την προστασία των κινητών και βιομηχανικών μνημείων, την ανάδειξη του ζωντανού λαϊκού πολιτισμού, τη διαχείριση του διαπολιτισμικού διαλόγου.
Η συρρίκνωσή της, μέσα από τη συνένωση και κατάργηση τμημάτων, η μετονομασία της, η αδιευκρίνιστη σύνδεσή της με άλλες Υπηρεσίες άμεσα υπαγόμενες στον έλεγχο της πολιτικής ηγεσίας, υποβαθμίζουν ανησυχητικά μια υπηρεσία νευραλγική για την κατανόηση της πολιτισμικής μας ταυτότητας, της αυτοσυνείδησης, της ιστορίας μας, της σχέσης μας με το άλλο και τους άλλους, όπως αυτή αποτυπώνεται στην καθημερινότητα, σε μια εποχή φοβικού εκφασισμού.
Οι αλληλοεπικαλυπτόμενες αρμοδιότητες τεσσάρων Διευθύνσεων για το Αρχαιολογικό Κτηματολόγιο (ΔΙΠΚΑ, ΔΒΜΑ και ΔΔΕΑΜ στη ΓΔΑΠΚ, ΔΑΑΜ στη ΓΔΑΜΤΕ) και η απουσία πρόβλεψης για εξειδικευμένο προσωπικό (ειδικοί στη γεωπληροφορική, χωροτάκτες κλπ), τη στιγμή μάλιστα που η Διεύθυνση Τοπογραφήσεων, Φωτογραμμετρίας και Κτηματολογίου υποβιβάζεται σε τμήμα, είναι άλλο ένα παράδειγμα για το δαιδαλώδες διοικητικό πλέγμα που θεσμοθετεί ο προωθούμενος Οργανισμός, και μάλιστα σε έναν τομέα που έχει προβληθεί ως σημαντικό εργαλείο για την κατοχύρωση του δημόσιου χαρακτήρα της μεγάλης ακίνητης περιουσίας του Υπουργείου Πολιτισμού, την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς (κηρύξεις αρχαιολογικών χώρων – ιστορικών τόπων, χαρακτηρισμοί μνημείων, καθορισμός ζωνών προστασίας – χρήσεων γης – όρων δόμησης), καθώς και για τον ευρύτερο χωροταξικό σχεδιασμό της χώρας.
Ταυτόχρονα, ασφαλώς και δεν είναι σύμπτωση ότι η Διεύθυνση Απαλλοτριώσεων και Ακίνητης Περιουσίας της Γενικής Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς υποβαθμίζεται σε Τμήμα Απαλλοτριώσεων, Απόκτησης Ακινήτων και Αποζημιώσεων υπαγόμενο πλέον στη Γενική Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών. Στις αρμοδιότητες του τμήματος αυτού δεν αναφέρονται οι «αρχαιολογικοί σκοποί» των απαλλοτριώσεων και η «προστασία των νεώτερων μνημείων και των ιστορικών τόπων» του Οργανισμού του 2003.
Αντίθετα, προστίθεται μια καινούρια αρμοδιότητα, «η εποπτεία και ο έλεγχος εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων» του Υπουργείου.
Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν τηρήθηκαν καν τα προσχήματα και επιλέχθηκε απευθείας η λέξη «εκποίηση» (δηλαδή το «ξεπούλημα»).
Έτσι, μετά τα ακίνητα της Πλάκας που έχουν ήδη μεταβιβαστεί στο ΤΑΙΠΕΔ, είναι σαφές ότι η μεγάλη ακίνητη περιουσία του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού πρόκειται να εκποιηθεί αντί να αξιοποιηθεί πραγματικά, για να στηρίξει το έργο των υπηρεσιών και το παραγόμενο πολιτιστικό αγαθό προς όφελος του πολίτη.
Όσον αφορά στην αρμοδιότητα για τον «έλεγχο των προϋποθέσεων, νομιμότητας και καταλληλότητας για την απόκτηση ακινήτων με σκοπό την κάλυψη των αναγκών στέγασης των υπηρεσιών», μόνο ως σαρκασμός μπορεί να εκληφθεί μετά την πώληση και επανα-ενοικίαση (sale and lease back) του κτηρίου της Μπουμπουλίνας και την προγραμματιζόμενη εκποίηση ακινήτων στα οποία στεγάζονται υπηρεσίες και λειτουργίες του ΥΠΠΟΑ.
Θα πρέπει, τέλος, να επισημανθεί ότι επικεφαλής των οικονομικών υπηρεσιών τίθεται η καινούρια Διεύθυνση Προϋπολογισμού και Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής, με αρμοδιότητα τη διατήρηση και την ενίσχυση της «δημοσιονομικής σταθερότητας». Στην πραγματικότητα, με τον τρόπο αυτό ενσωματώνεται στη διοικητική οργάνωση ένας μόνιμος μηχανισμός λιτότητας, μια Διεύθυνση που ουσιαστικά από την ίδρυσή της έχει ως σκοπό την προσαρμογή στις απαιτήσεις του Μνημονίου για λιγότερο δημόσιο και διάλυση κάθε κοινωνικής προσφοράς του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού.
Υπηρεσιακές μονάδες υπαγόμενες στην πολιτική ηγεσία
Το προωθούμενο νέο Οργανόγραμμα προβλέπει πέντε υπηρεσιακές μονάδες που θα υπάγονται απευθείας στον Υπουργό (από δύο που υπήρχαν στον ισχύοντα Οργανισμό). Πρόκειται για ιδιαίτερα νευραλγικούς τομείς: προβολή και αξιοποίηση της πολιτιστικής κληρονομιάς και του σύγχρονου πολιτισμού, διεθνείς σχέσεις, στρατηγικός σχεδιασμός, νομοθετική πρωτοβουλία και εσωτερικός έλεγχος του Υπουργείου.
Η υπαγωγή υπηρεσιών απ’ ευθείας στην πολιτική ηγεσία δεν υπακούει σε κανένα δοκιμασμένο μοντέλο εκσυγχρονισμού της δημόσιας διοίκησης ανά την υφήλιο, αντίθετα αναπαράγει αταβιστικά το οθωμανικό «δοβλέτι», όπου η κρατικές δομές δεν υπηρετούν τον πολίτη μέσω θεσμικών διαδικασιών και διαφάνειας αλλά τους εκάστοτε κυβερνώντες.
Η «Ειδική Υπηρεσία Προβολής και Αξιοποίησης της Πολιτιστικής Κληρονομιάς και Σύγχρονης Δημιουργίας» (σε επίπεδο Διεύθυνσης με 3 υποκείμενες μονάδες!), υπό την αποκλειστική εποπτεία του Υπουργού, γεννά εύλογα ερωτήματα. Για ποιο λόγο η προβολή της πολιτιστικής κληρονομιάς αποσπάται από τις υπηρεσίες που διαχειρίζονται καθημερινά τους αρχαιολογικούς χώρους, τα μουσεία, τα αρχαία και νεώτερα μνημεία; Πώς θα καθορίζονται οι προτεραιότητες;
Με ποια κριτήρια θα επιλέγεται ο επικεφαλής της Ειδικής Υπηρεσίας; Πώς και από ποιον θα ελέγχεται και σε ποιον θα λογοδοτεί για τη δράση και τη λειτουργία της; Τα ερωτήματα αυτά δεν τίθενται εν κενώ: η αμαρτωλή λειτουργία του ΟΠΕΠ ΑΕ, που είχε αντίστοιχους στόχους και έδινε λογαριασμό μόνο στην πολιτική ηγεσία, δεν παρήγαγε παρά μόνο μόνο ελλείμματα και σκάνδαλα μέχρι την κατάργησή του. Για ποιο λόγο να δούμε το ίδιο έργο σε επανάληψη;
Παράλληλα, ιδιαίτερα ανησυχητική είναι η υπαγωγή του Αυτοτελούς Τμήματος Νομοθετικής Πρωτοβουλίας και Κοινοβουλευτικού Ελέγχου απευθείας στον Υπουργό, με αρμοδιότητες όπως η «αναμόρφωση νομοθετικών και κανονιστικών ρυθμίσεων» και η «μέριμνα για παροχή πληροφοριών σε θέματα ερμηνείας των κείμενων διατάξεων», καθώς ανοίγουν ένα τεράστιο παράθυρο πολιτικών παρεμβάσεων στον αρχαιολογικό νόμο και στην εφαρμογή των διατάξεών του.
Μια τέτοια υπηρεσία, με τελείως διαφορετικό ρόλο, είναι απολύτως απαραίτητη για τη λειτουργία του Υπουργείου -όπως έχει παρατηρήσει και άλλες φορές ο ΣΕΑ- καθώς καθημερινά ανακύπτουν μεγάλα προβλήματα με τη συνεχώς μεταβαλλόμενη νομοθεσία, τόσο ως προς την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, όσο και σχετικά με υπηρεσιακά ζητήματα των υπαλλήλων. Αντί, όμως, να φτιαχτεί μία υπηρεσία που θα υποστηρίζει πραγματικά το έργο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, προς όφελος της προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς και της εύρυθμης λειτουργίας του Υπουργείου, δημιουργείται μια μονάδα στην υπηρεσία της βούλησης του Υπουργού.
Τέλος, το Αυτοτελές Τμήμα Στρατηγικού Σχεδιασμού και το Αυτοτελές Τμήμα Εσωτερικού Ελέγχου δεν είναι παρά η εφαρμογή εντός του ΥΠΠΟΑ του μόνιμου μηχανισμού αξιολόγησης και κινητικότητας, που προωθούν από καιρό η Τρόικα και το ΥΔΜΗΔ. Μέσα από τον ευφημισμό για «αξιολόγηση της οικονομίας, της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας των δραστηριοτήτων του Υπουργείου» η πολιτική ηγεσία αποκτά εργαλεία επιβολής συγκεκριμένων στόχων, προσαρμοσμένων στις ανάγκες του Μνημονίου και της περιοριστικής δημοσιονομικής διαχείρισης, σε βάρος των πραγματικών αναγκών της Υπηρεσίας και της πολιτιστικής κληρονομιάς.
ΠροσωπικόΣε σχέση με το προσωπικό, ο νέος Οργανισμός εκ πρώτης όψεως φαίνεται να διασφαλίζει όλες τις θέσεις εργασίας, προβλέποντας για όλο το ΥΠΠΟΑ 3.782 θέσεις μονίμων και 3.534 θέσεις υπαλλήλων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, στο σύνολο (μαζί με το προσωπικό με θητεία ή έμμισθη εντολή) 7.324 θέσεις.
Αν, όμως, αναλογιστεί κανείς το τεράστιο μέγεθος του προσωπικού που προκύπτει στις ενοποιημένες υπηρεσίες των μεγάλων αστικών κέντρων, εύκολα γίνεται αντιληπτός ο κίνδυνος να προκύψουν «υπεράριθμοι», που θα κληθούν να μετακινηθούν υποχρεωτικά (με την απειλή της απόλυσης) στο πλαίσιο του νέου μόνιμου μηχανισμού κινητικότητας που έχει ήδη εξαγγελθεί.
Ασφαλώς και δεν παραγνωρίζουμε τις τεράστιες ανάγκες σε προσωπικό των υπηρεσιών της περιφέρειας, που πλέον (μετά και τις αθρόες συνταξιοδοτήσεις, τις εφεδρείες, τις διαθεσιμότητες) έχουν ενταθεί, τόσο στην περιφέρεια όσο και στα μεγάλα αστικά κέντρα και την Κεντρική Υπηρεσία. Εντούτοις, δεν μπορεί να αποκλειστεί ο κίνδυνος αντί για την ενίσχυση της στελέχωσης των Περιφερειακών Υπηρεσιών, οι υπάλληλοι να οδηγηθούν στην απόλυση ή ακόμη και να επιδιώξουν μετάταξη σε άλλα Υπουργεία, εξαιτίας της αντικειμενικής αδυναμίας τους να μετακινηθούν στις παρούσες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες.
Παράλληλα, με το προωθούμενο Οργανόγραμμα, χάνονται μεμιάς οι περισσότερες από 500 κενές οργανικές θέσεις αρχαιολόγων και συναφών ειδικοτήτων στο ΥΠΠΟΑ που έχουν διατηρηθεί έως σήμερα.
Επίσης καταργούνται και οι 187 θέσεις διαφόρων ειδικοτήτων που έχουν συσταθεί από το Δεκέμβρη του 2010 για ισάριθμους συναδέλφους για τους οποίους εκκρεμεί η μετατροπή της σύμβασής τους σε ΙΔΑΧ). Θυμίζουμε επίσης ότι, μετά τις ρυθμίσεις του Ν. 4024, καταργείται και κάθε οργανική θέση με τη συνταξιοδότηση αυτού που την κατέχει ̵ άρα οι οργανικές θέσεις θα βαίνουν συνεχώς μειούμενες!
Οι υφιστάμενες κενές θέσεις, αντί να καταργηθούν, θα έπρεπε να κατανεμηθούν στις Περιφερειακές Υπηρεσίες, για να υπάρξει η δυνατότητα διεκδίκησης πρόσληψης μόνιμου προσωπικού που θα καλύψει τις πραγματικές ανάγκες της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας.
Επίσης, ιδιαίτερα προβληματικό είναι ότι στα προσόντα διορισμού για τους κλάδους των ΠΕ Αρχαιολόγων, ΠΕ Λαογράφων-Κοινωνικών Ανθρωπολόγων-Εθνολόγων και ΠΕ Ιστορικών (καθώς και ΠΕ Περιβάλλοντος) ορίζεται ως απαραίτητο προσόν διορισμού ο μεταπτυχιακός τίτλος.
Με τον τρόπο αυτό το σχέδιο Οργανισμού προχωρά σε μια ακόμη “λαθροχειρία”, πολλαπλή αυτή τη φορά. Πρώτον, δεν μπορεί να αλλάζει με αυτόν τον τρόπο το προσοντολόγιο του Δημοσίου, όπως το ίδιο παραδέχεται στην πρώτη παράγραφο του σχετικού άρθρου.
Δεύτερον, οι πτυχιούχοι χωρίς μεταπτυχιακό τίτλο θα αποκλείονται εντελώς από την άσκηση του επαγγέλματος που έχουν σπουδάσει, καθώς η όποια ρύθμιση θεσμοθετηθεί, θα αποτελεί στο εξής προϋπόθεση όχι μόνο για τις προσλήψεις μόνιμου προσωπικού αλλά και για τις προσλήψεις συμβασιούχων, στερώντας από εκατοντάδες συναδέλφους με μακρόχρονη εμπειρία σε έργα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας τη δυνατότητα να εργάζονται έστω ως ΙΔΟΧ. Τρίτον, με τον τρόπο αυτό ουσιαστικά υποβαθμίζεται το πτυχίο που χορηγούν τα πανεπιστημιακά ιδρύματα. Τέταρτον, η κατοχή μεταπτυχιακού τίτλου ως προϋπόθεση διορισμού θα θεωρηθεί “απαραίτητο” προσόν σε τυχόν “κινητικότητα” (η επανατοποθέτηση μετά από διαθεσιμότητα, μέσω της “κινητικότητας”, θεωρείται νέα πρόσληψη και γίνεται με τα ισχύοντα σε εκείνη την περίοδο τυπικά προσόντα, όπως φάνηκε από την εμπειρία άλλων Υπουργείων), κάτι που μπορεί να αποβεί άκρως επικίνδυνο για ήδη υπηρετούντες συναδέλφους, μόνιμους ή ΙΔΑΧ! Είναι κάτι που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό.
Τελευταίο αλλά όχι έσχατο, προκύπτουν διάφορα προβλήματα με την κατανομή του προσωπικού σε κλάδους και ειδικότητες. Ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων πιστεύει ότι η ισχύουσα νομοθεσία, που κατατάσσει τους μόνιμους υπαλλήλους σε κλάδο και ειδικότητα, ενώ τους ΙΔΑΧ μόνο σε ειδικότητα είναι απόλυτα αναχρονιστική και πρέπει να αλλάξει. Δεν υπάρχει πλέον καμιά διαφοροποίηση ούτε στα καθήκοντα ούτε στα δικαιώματα μεταξύ μονίμων και ΙΔΑΧ.Αντιθέτως, με την προσπάθεια να κατανεμηθούν χωριστά οι μόνιμοι και χωριστά οι ΙΔΑΧ συνάδελφοι, στο μέλλον μπορεί να προκαλέσει πλήθος διοικητικών ζητημάτων και δυσλειτουργιών σε οποιαδήποτε υπηρεσιακή μεταβολή.
Η θέση του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων
Ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων, μέσα από διαδοχικές αποφάσεις των Συνελεύσεών του, έχει υποστηρίξει ότι κανένα οργανόγραμμα δεν μπορεί να προέλθει από κοπτοραπτική υπηρεσιών και τυφλή και ισοπεδωτική εφαρμογή συνταγών (π.χ. μία Εφορεία Αρχαιοτήτων ανά Περιφερειακή Ενότητα).
Ο Οργανισμός δεν μπορεί να συντάσσεται από μια παρέα καρεκλοκένταυρων και μανδαρίνων πίσω από κλειστές πόρτες, πόσο μάλλον εφαρμόζοντας απλώς δοσμένα αριθμητικά μοντέλα (π.χ. απαίτηση για μείωση δομών κατά 40%). Αντίθετα, χρειάζεται μια ανοιχτή διαδικασία που θα ξεκινά από το ζητούμενο: πώς θα οργανώσουμε ένα μοντέλο που θα υπηρετεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το ύψιστο δημόσιο συμφέρον, το οποίο στην περίπτωση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας δεν είναι άλλο από την ολοκληρωμένη προστασία και ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Έτσι, στο νέο σχεδιασμό οφείλουν να ληφθούν υπ’ όψιν και να συντεθούν πλήθος παραμέτρων, όπως:
● το θεσμικό κεφάλαιο που συγκροτεί η υφιστάμενη επιτυχημένη διοικητική δομή της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας,
● η ανάγκη διαρκούς αναβάθμισης και επικαιροποίησης του υφιστάμενου οργανωτικού μοντέλου, ώστε να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες ανάγκες,
● η αποτίμηση της (μόλις δεκαετούς) λειτουργίας του υπάρχοντος Οργανισμού και ο εντοπισμός των όποιων αδυναμιών και των δυσλειτουργιών του,
● η ανάγκη εξορθολογισμού της λειτουργίας ενός φορέα του Δημόσιου που παράγει έργο εθνικής σημασίας, όχι με την λογική του downsizing και του outsourcing αλλά με τη φροντίδα να αξιοποιηθεί πλήρως το έμψυχο δυναμικό της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, το πολυτιμότερο στοιχείο που διαθέτει το Υπουργείο, ώστε το διεθνώς αναγνωρισμένο έργο που παράγει στον τομέα των μουσείων και της ανάδειξης των αρχαιολογικών χώρων να γίνει ακόμη πιο αποδοτικό για τα μνημεία, τον πολίτη, την κοινωνία,
● η απορρόφηση των νέων πτυχιούχων αρχαιολόγων, ιστορικών τέχνης, λαογράφων-εθνολόγων, ιστορικών, μουσειολόγων αλλά και νέων ειδικοτήτων που είναι πλέον απαραίτητες στη σύγχρονη έρευνα, όπως οι ανθρωπολόγοι, παλαιοβοτανολόγοι, παλαιοζωολόγοι, αρχαιομέτρες κ.λπ. με το άνοιγμα νέων θέσεων εργασίας.
● ο κατάλληλος σχεδιασμός και ο σωστός χρονικός προγραμματισμός της μετάβασης στο νέο οργανωτικό σχήμα, προκειμένου να μη ανακύψουν δυσεπίλυτα προβλήματα σε κρίσιμους τομείς.Ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων θεωρεί ότι η οργάνωση μιας νέας Υπηρεσίας για την προστασία των μνημείων θα πρέπει να αξιολογηθεί πρώτα από τους εργαζόμενους που θα κληθούν να την εφαρμόσουν, αλλά και από την ίδια την κοινωνία μέσα από τους φορείς που την εκπροσωπούν.
Συνεπώς, καλούμε τον Υπουργό Πολιτισμού και Αθλητισμού, έστω και αυτή την ύστατη ώρα, να παγώσει τις διαδικασίες έκδοσης του Προεδρικού Διατάγματος και αντ’ αυτού να διεξαχθεί δημόσιος διάλογος με στόχο έναν πραγματικά σύγχρονο Οργανισμό, που θα διασφαλίζει το δημόσιο χαρακτήρα της πολιτιστικής κληρονομιάς, θα αναβαθμίζει τις υπηρεσίες και τον ελεγκτικό και διαχειριστικό τους ρόλο, θα ενδυναμώνει τον επιστημονικό – ερευνητικό τους χαρακτήρα, θα κατοχυρώνει και θα διευρύνει τις θέσεις εργασίας και θα επιτυγχάνει την αποτελεσματικότερη εξυπηρέτηση των πολιτών.
Έναν Οργανισμό στην υπηρεσία της πολιτιστικής κληρονομιάς και της κοινωνίας.