«Όνειρο προεκλογικής νυκτός» χαρακτηρίζει σε δήλωσή του τις «αόριστες υποσχέσεις της κυβέρνησης για την οικονομία» ο εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξης Χαρίτσης, σε συνέχεια των επίσημων στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ για την ανάπτυξη.
«Τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ φέρνουν σε πολύ δύσκολη θέση τον κ. Μητσοτάκη, αφού διαψεύδουν το βασικό προεκλογικό του αφήγημα για ανάπτυξη 4%», τονίζει ο ίδιος, και προσθέτει:
«Ο ρυθμός ανάπτυξης επιβραδύνθηκε το δ΄ τρίμηνο του 2019 στο 1%, από 2,8% το β΄ τρίμηνο, που είχε επιτύχει η αντιαναπτυξιακή -υποτίθεται- κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ».
Ο εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ καλεί την κυβέρνηση να δώσει εξηγήσεις για το «τι πραγματικά έφταιξε κι από ανάπτυξη 2,2% το α΄ εξάμηνο του 2019, επί ΣΥΡΙΖΑ δηλαδή, “κατάφεραν” να την μειώσουν στο 1,6% στο β΄εξάμηνο -προτού μάλιστα προκύψουν τα σύννεφα στη διεθνή οικονομία λόγω κοροναϊού».
«Ας σταματήσει, λοιπόν, να πετάει την μπάλα στην εξέδρα η κυβέρνηση, όπως κάνει ακόμα και μετά τα σημερινά αρνητικά αποτελέσματα», υπογραμμίζει.
«Όσο κι αν προσπαθούν με αόριστες υποσχέσεις για επενδύσεις να ξεγελάσουν την ελληνική κοινωνία τα νούμερα είναι αδυσώπητα για την κυβέρνηση -η οποία μάλιστα είχε συνδέσει και όλες τις υποσχέσεις, για στήριξη της μεσαίας τάξης, σε επιδόσεις της οικονομίας που πλέον αποτελούν όνειρο προεκλογικής νυκτός», αναφέρει ο ίδιος, τονίζοντας ότι «σε μια συγκυρία δύσκολη παγκοσμίως, η κυβέρνηση της ΝΔ με την πολιτική της οδηγεί την οικονομία σε στασιμότητα».
«Μετά τη δεκαετή κρίση, η ελληνική κοινωνία δεν αντέχει άλλες περιπέτειες», συμπληρώνει ο Αλέξης Χαρίτσης και καταλήγει απευθύνοντας έκκληση στην κυβέρνηση «επιτέλους να σοβαρευτεί και να μην διακινδυνεύει όσα με θυσίες και τεράστια προσπάθεια πέτυχαν ο ελληνικός λαός και η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ».
Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ
Ανάπτυξη της τάξης του 1,9% καταγράφηκε στην ελληνική οικονομία το 2019, με το ΑΕΠ να ανέρχεται σε 194,4 δισ. ευρώ, από 190,8 δισ. ευρώ το 2018.
Το αποτέλεσμα αυτό έρχεται σε συνέχεια της μείωσης του ΑΕΠ κατά 0,7% το δ’ τρίμηνο πέρυσι, σε σύγκριση με το γ’ τρίμηνο 2019 και της αύξησης κατά 1% το δ’ τρίμηνο 2019, σε σχέση με το δ’ τρίμηνο 2018.
Σύμφωνα με τους τριμηνιαίους εθνικούς λογαριασμούς της ΕΛΣΤΑΤ, στην άνοδο του ΑΕΠ κατά 1,9% πέρυσι, συνέβαλαν τα εξής:
Η αύξηση της τελικής καταναλωτικής δαπάνης κατά 1,1% (η κατανάλωση των νοικοκυριών αυξήθηκε 0,8% και της γενικής κυβέρνησης 2,1%).
Η αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων (ακαθάριστος σχηματισμός κεφαλαίου) κατά 0,7%.
Η αύξηση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών κατά 4,8% και η αύξηση των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών κατά 2,5%.
Μεταξύ δ’ τριμήνου 2019 και δ’ τριμήνου 2018 (αύξηση του ΑΕΠ κατά 1%), καταγράφηκαν από την ΕΛΣΤΑΤ τα εξής:
Η συνολική τελική καταναλωτική δαπάνη παρουσίασε αύξηση 1,3% (η κατανάλωση των νοικοκυριών αυξήθηκε 1,8% και της γενικής κυβέρνησης μειώθηκε 1,4%).
Οι ιδιωτικές επενδύσεις (ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου) αυξήθηκαν 14,4%.
Αύξηση 1% παρουσίασαν οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών (οι εξαγωγές αγαθών μειώθηκαν 1,1%, ενώ οι εξαγωγές υπηρεσιών αυξήθηκαν 2,3%).
Μείωση 0,3% παρουσίασαν οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών (οι εισαγωγές αγαθών μειώθηκαν 2,8% και οι εισαγωγές υπηρεσιών αυξήθηκαν 11,2%).
Για την τριμηνιαία σύγκριση (δ’ τρίμηνο 2019 προς γ΄τρίμηνο 2019) και τη μείωση του ΑΕΠ κατά 0,7%, καταγράφηκαν τα ακόλουθα:
Η συνολική τελική καταναλωτική δαπάνη αυξήθηκε 0,4% (η κατανάλωση των νοικοκυριών αυξήθηκε 0,7% και εκείνη της γενικής κυβέρνησης αυξήθηκε 0,1%).
Οι ιδιωτικές επενδύσεις (ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου) αυξήθηκαν 6,7%.
Μείωση 3,5% παρουσίασαν οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών (οι εξαγωγές αγαθών μειώθηκαν 4,3%, ενώ οι εξαγωγές υπηρεσιών μειώθηκαν 5%).
Μείωση 5% παρουσίασαν οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών (οι εισαγωγές αγαθών μειώθηκαν 6,3%, ενώ οι εισαγωγές υπηρεσιών αυξήθηκαν 0,9%).
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, προβλέπεται και δεύτερη εκτίμηση του ΑΕΠ για το 2019, η οποία είναι προγραμματισμένη να ανακοινωθεί στις 16 Οκτωβρίου εφέτος.
Η δεύτερη εκτίμηση γίνεται με τη χρήση ετήσιων στοιχείων από τις πηγές (όπως έρευνα διάρθρωσης επιχειρήσεων, εκτιμήσεις για την τελική καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών με βάση τα αποτελέσματα της έρευνας οικογενειακών προϋπολογισμών, ετήσια στοιχεία ισοζυγίου πληρωμών και εξωτερικού εμπορίου, ετήσια στοιχεία Γενικής Κυβέρνησης, κ.λπ.) και με τη μέθοδο των πινάκων προσφοράς και χρήσεων ανά προϊόν.
Αυτή η δεύτερη εκτίμηση συνδυάζεται με ένα ευρύτερο πρόγραμμα στατιστικών εργασιών που αφορούν την προγραμματισμένη αναθεώρηση του έτους βάσης των εθνικών λογαριασμών (από το 2010 στο 2015).