«Αυτό που χρειάζεται η χώρα μας είναι εθνική ομοψυχία και εθνική συναίνεση στην πράξη και όχι μόνο στα λόγια, μακριά από λαϊκισμούς, πατριδοκαπηλίες και υψηλούς τόνους.
Διότι μόνο επί αυτής της βάσης, μπορεί η χώρα και να προστατέψει τα κυριαρχικά της δικαιώματα, και να επιλύσει εκκρεμότητες» τόνισε η Ντόρα Μπακογιάννη, κατά την παρουσίαση του βιβλίου του πρέσβη ε.τ Γιώργου Σαββαΐδη, με τίτλο «Ανάλεκτα Ελληνικής Διπλωματίας», που πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα το βράδυ στο Αμφιθέατρο Γιάννος Κρανιδιώτης του υπουργείου Εξωτερικών.
Επισήμανε ότι η Χάγη δεν είναι αυτοσκοπός.
«Είναι πάγια θέσης της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας από το 1974, αλλά δεν είναι αυτοσκοπός.
»Δεν πρέπει να ιδωθεί υπό το πρίσμα της ήττας ή της νίκης, οπτικές που έχουν επικρατήσει στον δημόσιο λόγο τον τελευταίο καιρό.
»Παρατηρώ δυστυχώς μια ακαδημαϊκή κουβέντα να διαστρεβλώνεται στα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
»Δεν θα χάσουμε νησιά, δεν θα χάσουμε εδάφη, δεν θα χάσουμε το Καστελόριζο επειδή η Ελλάδα θα επιδιώξει την επίλυση της διαφοράς της υφαλοκρηπίδας βάσει διεθνούς δικαίου» υπογράμμισε.
Επίσης, η πρώην υπουργός σημείωσε ότι η Χάγη είναι το μέσο επίτευξης του στόχου μας, που είναι η επίλυση του ζητήματος της υφαλοκρηπίδας και συμπλήρωσε ότι ο στόχος μας πρέπει να είναι ξεκάθαρος, όπως και οι εναλλακτικές του.
«Η Χάγη δεν ακυρώνει την επικοινωνία με την Τουρκία, τον πολιτικό διάλογο, και σε καμία περίπτωση δεν ακυρώνει την υπεράσπιση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων.
»Οφείλουμε λοιπόν, στο σύνολο της προσπάθειας μας, στο σύνολο του στρατηγικού σχεδιασμού της εξωτερικής μας πολιτικής, να έχουμε και εναλλακτικές.
»Στη γλώσσα της διαπραγμάτευσης αυτό αποκαλείται “best alternative to negotiated agreement”, δηλαδή η καλύτερη εναλλακτική στη διαπραγματευόμενη συμφωνία.
»Η Χάγη συνιστά μια τέτοια προσέγγιση, που πρέπει να αποτελεί όπλο- ένα από τα πολλά- στην διπλωματική φαρέτρα της Ελλάδας» τόνισε.
Αναφερόμενη στη συμφωνία του 2009 με την Αλβανία, τη χαρακτήρισε «συμφωνία πρότυπο» και υπογράμμισε:
«H υπαναχώρηση της Αλβανίας από τη συμφωνία έγινε χωρίς κανένα κόστος για την ίδια, εξαιτίας, κατά την γνώμη μου, εκείνην την ώρα, αδυναμίας της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής».
Ναι, μόνο που τότε η αδυναμία ήταν δική της, επειδή εκείνη ήταν ΥΠΕΞ, εάν το θυμάται.
«Οι σχέσεις μας με τις χώρες, όταν βασίζονται στο διεθνές δίκαιο, βασίζονται και στην αρχή pacta sunt servanda.
»Συνεπώς θεωρώ ότι η Ελλάδα μπορεί να κάνει χρήση του δικαιώματος της για επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης της στα 12 νμ, αλλά και να προχωρήσει ξανά στη διαπραγμάτευση με άλλες χώρες, όπως την Ιταλία και με την Αίγυπτο για την οριοθέτηση της ΑΟΖ, έστω και μερικώς.
»Πρέπει οι “μαύρες τρύπες” των οριοθετήσεων να κλείσουν στα δυτικά, όπως πρέπει να κλείσουν και στα νότια».
Μπα; Σε γραμμούλα Κοτζιά η Ντόρα; Θυμούνται τι έλεγαν όλοι αυτοί όταν τον Οκτώβριο του 2018 ο Κοτζιάς είπε να επεκτείνουμε τα 12 μίλια δυτικά και νότια;
Τέλος, η Ντόρα Μπακογιάννη υπογράμμισε ότι «είκοσι χρόνια μετά το Ελσίνκι, δεν μπορούμε να πορευόμαστε πια με την αντίληψη της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας, δεν μπορούμε να πορευόμαστε ούτε με την πεποίθηση της απλής συνδιαλλακτικής διπλωματίας.
»Αντ’ αυτού, χρειαζόμαστε ένα ευρύτερο πλαίσιο συνεργασίας της Ευρώπης -και άρα της Ελλάδας και της Κύπρου- με την Τουρκία, σε όλα τα θέματα, οικονομικά, μεταναστευτικό, άμυνα και ασφάλεια».
Τα «Ανάλεκτα Ελληνικής Διπλωματίας» δεν συνιστούν απομνημονεύματα ούτε όχημα για άσκηση κριτικής, ούτε κραυγή αγωνίας ή απελπισίας για την ελληνική διπλωματία, για τον ρόλο της στη διαμόρφωση και την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής, διευκρίνισε ο συγγραφέας του βιβλίου, πρέσβης Γιώργος Σαββαΐδης.
Στην ομιλία του με την οποία ολοκληρώθηκε η παρουσίαση, ο Γιώργος Σαββαΐδης, εξήγησε για ποιο λόγο γράφτηκε το βιβλίο και πού αποβλέπει.
Επιγραμματικά είπε, πως το βιβλίο αποτελεί μια σπονδυλωτή προσέγγιση, ανάλυση και όχημα υποβολής προτάσεων πολιτικής για τα μεγάλα ανοικτά προβλήματα που αντιμετωπίζει η ελληνική εξωτερική πολιτική τα τελευταία 40-50 χρόνια.
Προσέθεσε πως συνιστά επίσης απόπειρα σταδιακής και μελετημένης επίλυσής τους.
Με άλλα λόγια, σημείωσε πως επιχειρείται η πολιτική και διπλωματική και όχι απλώς ακαδημαϊκή, ιστορική ή νομική προσέγγιση.