Η Τουρκία είχε δύο στρατηγικές επιλογές για να αναβαθμίσει βιαίως την θέση της στην Ανατολική Μεσόγειο, σύμφωνα με τον δικό της σχεδιασμό.
Η μία να προσαρτήσει τα κατεχόμενα από αυτήν εδάφη στη Βόρεια Κύπρο και να εξελίξει την περιοχή είτε σε προτεκτοράτο, είτε σε εσωτερικό έδαφος.
Η δεύτερη ήταν να προχωρήσει στην χάραξη ΑΟΖ και οικονομικών ζωνών δικαιοδοσίας με την Λιβύη, ουσιαστικά διεμβολίζοντας τα συμφέροντα του συνόλου των παραθαλάσσιων κρατών της περιοχής, επιχειρώντας ταυτόχρονα την de facto κατάργηση των προβλέψεων του διεθνούς δικαίου της θάλασσας.
Ακραίος μαξιμαλισμός
Από τις δύο στρατηγικές επέλεξε τη δεύτερη, που είναι και η πλέον μαξιμαλιστική.
Με τον τρόπο αυτό η Τουρκία θέλησε να επιδείξει τόσο στους περιφερειακούς παίκτες, όσο και στους κεντρικούς ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα και στην ενωσιακή δομή της Ευρώπης ότι νοιώθει και προβάλλεται ως μια φεουδαρχική δύναμη που σχετίζεται με την Οθωμανία και όχι πλέον με την Τουρκία και επιδιώκει να χαράξει αυτή μόνη και καταρχήν ζώνες δικαιοδοσίας και επιρροής όχι μόνον στην Ανατολή-στο μέτωπο της Μεσοποταμίας- αλλά και στην Ανατολική Μεσόγειο, Αιγαίο, ζώνη Δαρδανέλια-Σουέζ.
Σημειωτέον ότι και με την πρώτη στρατηγική της διχοτόμησης της Κύπρου, η Τουρκία με τις ζώνες εθνικής δικαιοδοσίας που θα αποκτούσε η Β. Κύπρος και τις οικονομικές ζώνες αφενός θα διασπούσε την συνάντηση των ΑΟΖ Ελλάδας, Κύπρου, Αιγύπτου ενώ αντίστοιχα θα συμμετείχε στις εξελίξεις σε επίπεδο ενεργειακών διαδρομών και συσχετισμών στην Ανατολική Μεσόγειο.
Ταυτόχρονα οι αντιδράσεις από τις υπόλοιπες χώρες αλλά και τις «μεγάλες δυνάμεις» θα ήταν σημαντικές και έντονες, όπως και σε επίπεδο ΟΗΕ, αλλά διαχειρίσιμες ως προς την τελική εξέλιξη από την Άγκυρα έστω σε μια συλλογιστική «Αττίλα 3».
Το Σουλτανάτο-Χαλιφάτο
Το καθεστώς Ερντογάν αλλά και ολόκληρο το πολιτικό και στρατιωτικο-διπλωματικό σύστημα της Τουρκίας επέλεξαν να παρουσιασθούν ως η κυρίαρχη δύναμη από την πλευρά του Ισλάμ, ως πολιτική έκφραση και στρατηγική αιχμή των «Αδελφών Μουσουλμάνων» σε μια πρώτη επιχείρηση πραγμάτωσης μια διεθνούς αυτοκρατορίας (Χαλιφάτο) – μέχρι τα βάθη της Ασίας με την σύγκλιση Πακιστάν, Μαλαισίας, Αφγανιστάν, στην Αφρική Σουδάν, Σομαλία -που δεν έχει στόχο μόνον την Ελλάδα και την Ελληνική Κύπρο, αλλά και το Ισραήλ ή τις Αραβικές χώρες που περικλείουν την Μεσόγειο ή και απλώνονται στην Εγγύς Ανατολή και την Αφρική.
Η στρατηγική επιλογή της Τουρκίας με τη συμφωνία που προέκρινε με την καταρρέουσα κυβέρνηση (καθεστώς Σατζάρ) της Τρίπολης ήταν τόσο μαξιμαλιστική που καταλήγει λανθασμένη.
Αδρανείς δυνάμεις όπως η Ελλάδα ή η Ιορδανία, διστακτικές όπως η Γαλλία, φυσικά η Ιταλία, η Αίγυπτος, «συγκλίνουσες δυνάμεις» όπως η Ρωσία ή οι ΗΠΑ (σε επίπεδο Λευκού Οίκου), «απόμακρες» δυνάμεις όπως η Σαουδική Αραβία ή τα Εμιράτα, αποσυντονισμένες οντότητες όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση ή σε πολιτική αρρυθμία όπως το Ισραήλ ξαφνικά κινητοποιήθηκαν.
Οι εξελίξεις γίνονται ραγδαίες σε ένα πλαίσιο που δεν βολεύει καθόλου την Τουρκία η οποία συνεχίζει να ακολουθεί ακόμη πιο επιθετική πολιτική, οδηγώντας σε ακόμη πιο πυκνές συγκλίσεις και αποφασιστικές κινήσεις, τους πολλούς «παίκτες» που καλούνται να καθυποτάξουν τα δικά τους συμφέροντα στην νέο-οθωμανική φεουδαρχία.
Ισχυρές αντιδράσεις
Οι πρώτες αντιδράσεις οδήγησαν ήδη σε συγκεκριμένες εξελίξεις.
Ελλάδα, Κύπρος, Αίγυπτος αναζητούν την πιο γρήγορη διαδρομή για να συγκλίνουν τις ΑΟΖ τους.
Ελλάδα, Κύπρος, Ισραήλ υπογράφουν στις 2 Ιανουαρίου τον θαλάσσιο αγωγό East Med στην Αθήνα, με την Ιταλία να δείχνει έτοιμη πιο πολύ από ότι τα τελευταία χρόνια να υπογράψει σε ελάχιστο χρόνο και αυτή.
Ο νόμος που φέρει την ονομασία «EastMED ACT» – και κάθε άλλο παρά συμφέρει την Τουρκία ενώ στηρίζει δομικά την συμμαχία των ΗΠΑ με Ελλάδα-Κύπρο–Ισραήλ, με κοινή πρωτοβουλία Ρεπουμπλικάνων και Δημοκρατικών γερουσιαστών ψηφίσθηκε από το Κογκρέσο, εντάχθηκε στον προϋπολογισμό και τελικά πήρε την υπογραφή Τραμπ, με ενστάσεις διαδικαστικού τύπου από την πλευρά του περί αρμοδιοτήτων.
Επίσης ο Έλληνας πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης θα βρίσκεται στις 7 Ιανουαρίου στην Ουάσιγκτον όχι μόνον για να συναντηθεί με τον Αμερικανό πρόεδρο αλλά για να προχωρήσει ακόμη πιο πέρα η στρατηγική συμμαχία Ελλάδας-ΗΠΑ στην ευρεία ζώνη Ανατ. Ευρώπη – Βαλκάνια, Μεσόγειος.
Ταυτόχρονα ήδη με πρωτοφανή για τον τελευταίο μισό αιώνα διπλωματική κινητικότητα η Ελλάδα, δια του υπουργού της επί των Εξωτερικών κ. Δένδια και υπό τις κατευθύνσεις του πρωθυπουργού, συγκροτεί μια ενεργή σχέση με τις Αραβικές χώρες, όχι πλέον μόνον την Αίγυπτο, αλλά και την Λιβύη του στρατηγού Χαφτάρ, τη Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, και φυσικά την Ιορδανία.
Η Ελλάδα με τον τρόπο αυτό εμπεδώνει τον χαρακτήρα «χώρας – γέφυρα» ανάμεσα στο Ισραήλ και στον Αραβικό κόσμο, διευκολύνοντας τους ευρύτερους συσχετισμούς σε διεθνές επίπεδο αλλά πολύ περισσότερο στη ζώνη της Ανατ. Μεσογείου.
Δύναμη αποτροπής
Πέραν όλων αυτών το πλέον κρίσιμο υπό τις παρούσες συνθήκες είναι το πώς η Τουρκία θα επιστρέψει στα σύνορα της και θα εγκαταλείψει τον προκλητικό μαξιμαλισμό στην διεθνή της πολιτική.
Στο επίπεδο αυτό και με δεδομένο ότι το καθεστώς της Άγκυρας μετά τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Συρία, νοιώθει ότι δεν υπάρχει σε περιφερειακό επίπεδο «δρών παίκτης» που θα δοκιμάσει να έχει ρόλο αξιόπιστης αποτρεπτικής δύναμης απέναντι της Ελλάδα και Ισραήλ έχουν λόγο να επιταχύνουν μια στρατιωτική και πολυεπίπεδη (τεχνολογία, οικονομία , πληροφορίες) συμμαχία μεταξύ τους που σε μια πρώτη φάση να έχει εφαρμογή στην Κύπρο.
Η Τουρκία διαθέτει στον νησί περίπου 40.000 στρατό. Πρόσφατα δηλώνει επισήμως ότι θα χρησιμοποιήσει αεροδρόμια του Βορρά για μη επανδρωμένα (UAV) και στη συνέχεια πολεμικά αεροσκάφη και πλοία.
Η απάντηση που μπορεί να δοθεί είναι Ελληνικά και ισραηλινά μαχητικά να προσεδαφισθούν στην Ελεύθερη Κύπρο, που παραμένει άοπλη και χωρίς ασφάλεια απέναντι στον επεκτατισμό της Τουρκίας.
Η σχέση έτσι Κύπρου-Ελλάδας-Ισραήλ στη βάση της «Μεσογειακής Συμμαχίας» θα γίνει απολύτως πραγματική.