Η Γενοκτονία των Ποντίων ουδέποτε συνέβη, υποστηρίζει σε εκτενές άρθρο γνώμης η τουρκική ερντογανική εφημερίδα Daily Sabah.
Οι ισχυρισμοί περί Γενοκτονίας των Ποντίων προέρχονται από ελληνικές ακροδεξιές οργανώσεις που επιδιώκουν να αυξήσουν την πολιτική τους επιρροή και να κερδίσουν τη στήριξη των Ευρωπαίων λαϊκιστών, υποστηρίζει η ίδια τουρκική εφημερίδα.
Στο πλαίσιο αυτό, ο αρθρογράφος επιχειρεί μία ιστορική αναδρομή, τα βασικά σημεία της οποίας έχουν ως εξής:
Στα τέλη του 19ου αι. το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ρωσία και οι Ηνωμένες Πολιτείες χρησιμοποιούσαν τις δραστηριότητες των [Ελλήνων] Ποντίων, όπως τις πολιτικές, στρατιωτικές, θρησκευτικές, πολιτιστικές και εθνοτικές προκλήσεις, ως μέρος ενός σχεδίου ίδρυσης κράτους στις όχθες της ανατολικής πλευράς της Μαύρης Θάλασσας, παράλληλα με την ελληνική στρατηγική της Μεγάλης Ιδέας.
Σύμφωνα με τον Έλληνα ιστορικό Στέφανο Γεράσιμο, συγγραφέα του βιβλίου «Το Ποντιακό Ζήτημα», τα τεκταινόμενα στον Πόντο αποτελούσαν «ένα ασήμαντο ζήτημα για τις μεγάλες δυνάμεις σε σχέση με την πολιτική τους στην Μέση Ανατολή».
Η έναρξη του Ποντιακού Ζητήματος δύναται να τοποθετηθεί χρονικά στους Βαλκανικούς Πολέμους.
Οι Έλληνες του Πόντου χρησιμοποίησαν τους Βαλκανικούς Πολέμους ως δικαιολογία για την επανάσταση εναντίον του κράτους.
Όταν το κράτος κάλεσε σε επιστράτευση, υπήρχαν Έλληνες που δεν εντάχθηκαν στο στρατό και έγιναν επικεφαλής ληστρικών ομάδων.
Αυτοί οι ίδιοι ληστές έσφαξαν τους Μουσουλμάνους στην περιοχή και λεηλάτησαν τα χωριά τους.
Μετά το πέρας του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Έλληνες έδωσαν μεγαλύτερη έμφαση στις δραστηριότητές τους στην Ανατολία.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, πίσω από την πρώτη γραμμή, διεξήγαγαν δραστήριες δραστηριότητες κατασκοπείας για λογαριασμό των Ρώσων και τους προσκάλεσαν στη Σαμψούντα.
Σε απάντηση αυτής της πρόσκλησης, οι Ρώσοι τους έδωσαν τεράστιες ποσότητες οπλισμού.
Το 1919, αξιωματικοί του ελληνικού στρατού εστάλησαν στην περιοχή του Πόντου προκειμένου να εκπαιδεύσουν Έλληνες κακοποιούς, ενώ ελληνικά πολεμικά και εμπορικά πλοία εισέρχονταν ελεύθερα στην περιοχή και μετέφεραν οπλισμό για τους ντόπιους.
Οι τοπικές χριστιανικές κοινότητες της περιοχής της Μαύρης Θάλασσας εξεγέρθηκαν μέσω της βίαιης δολοφονίας Τούρκων.
Οι κατασκοπευτικές και εγκληματικές δραστηριότητές τους οδήγησαν το οθωμανικό κράτος στη λήψη προληπτικών μέτρων εναντίον των Ελλήνων.
Το πρώτο από τα μέτρα περιλάμβανε τη μεταφορά, στα ενδότερα της Ανατολίας, Ελλήνων της περιοχής, που κατασκόπευαν και κήρυξαν πόλεμο εναντίον του Οθωμανικού Κράτους.
Καθώς ο (τουρκικός) εθνικός αγώνας για ανεξαρτησία συνεχιζόταν, οι Έλληνες εξακολουθούσαν να εξεγείρονται.
Λόγω των προδοτικών ενεργειών του ελληνικού πληθυσμού εντός του Οθωμανικού Κράτους, ο νόμος περί απέλασης κατέστη απαραίτητο μέσο περιορισμού της προκληθείσας ζημίας.
Οι κάτοικοι ελληνικών χωριών στις όχθες της Μαύρης Θάλασσας διετάχθησαν να μετακινηθούν στην Ανατολία στο πλαίσιο μίας στρατηγικής συγκράτησης των εξεγέρσεων και τερματισμού της διάδοσης των κατασκοπευτικών και εγκληματικών δραστηριοτήτων.
Ακολούθως, ο αρθρογράφος ισχυρίζεται πως:
Η πρόκληση ξένων δυνάμεων ενθάρρυνε τους Έλληνες να σχηματίσουν ένα ανεξάρτητο κράτος και, λόγω αυτής της παρότρυνσης, οι Έλληνες αντάρτες κινήθηκαν εναντίον του Οθωμανικού Κράτους.
Αυτές οι ταραχές είχαν ως αποτέλεσμα υλικές και ηθικές απώλειες, ενώ οι αντάρτες διέπραξαν επίσης ένα έγκλημα πολέμου καθώς συνεργάστηκαν με τους εχθρούς.
Το ζήτημα που απασχολούσε τους Τούρκους ήταν η διατήρηση της εσωτερικής ασφάλειας μέσω της λήψης μέτρων που εφαρμόστηκαν στο πλαίσιο της δημόσιας τάξης.
Από την πλευρά της Τουρκίας, το ζήτημα επιλύθηκε με τη Συνθήκη της Λωζάννης.
Ωστόσο, οι Έλληνες δεν συμφωνούν ότι το ζήτημα αυτό έχει λυθεί και τείνουν να καταφεύγουν σε μια τέτοια δημαγωγία προκειμένου να στρέψουν την προσοχή της κοινής γνώμης μακριά από την πολιτική αστάθεια και την κακή κατάσταση της οικονομίας.
Από νομικής άποψης, η ταυτοποίηση δραστηριοτήτων μαζικής βίας πριν την έναρξη της Σύμβασης για τη Γενοκτονία το 1951 δεν φαντάζει σκόπιμη ή ουσιώδης.
Ο νόμιμος «Πόλεμος της Ανεξαρτησίας της Τουρκικής Δημοκρατίας» υπό την ηγεσία του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ στις 19 Μαΐου 1919, στη Σαμψούντα, απειλείται από ορισμένους που επιθυμούν να ρίξουν μια σκιά πάνω από αυτή τη νίκη μέσω μίας αποκαλούμενης γενοκτονίας – που ενδέχεται να μοιάζει παράλογη και για τους Έλληνες.
Στις διεθνείς σχέσεις, αυτό χαρακτηρίζεται ως επιδίωξη ανάδειξης φαντασιακών νέων εχθρών, με σκοπό τη διάλυση της αντίληψης περί αδύναμης και ασταθούς κατάστασης της Ελλάδας.
Εντούτοις, είναι βέβαιο ότι, παρά τις απόπειρες αμαύρωσης της εικόνας της Τουρκίας με ανάρμοστες και αβάσιμες αξιώσεις, η 19η Μαΐου του 1919 θα μείνει εσαεί χαραγμένη ως η ημέρα έναρξης του πολέμου όπου οι Έλληνες και τα ιμπεριαλιστικά κράτη υπέστησαν βαριά ήττα.
Το δημοσίευμα συνοδεύεται από φωτογραφία του δημάρχου Θεσσαλονίκης Γ. Μπουτάρη από περσινή εκδήλωση για την Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των Ποντίων, όπου είχε δεχθεί επίθεση, με την επισήμανση ότι, σύμφωνα με τον αρθρογράφο, ο Έλληνας δήμαρχος είχε στοχοποιηθεί λόγω μίας παλαιότερης πρότασής του περί μετονομασίας ενός δρόμου στη Θεσσαλονίκη σε οδό Ατατούρκ.