Κεντρική προτεραιότητας της δημόσιας διοίκησης πρέπει να καταστεί η εξυπηρέτηση της επιχειρηματικότητας, τόνισε ο πρόεδρος της ΚΕΕ και του ΕΒΕΑ κ. Κωνσταντίνος Μίχαλος, στην ομολία του στην εκδήλωση για την παρουσίαση του Παρατηρητηρίου Δημόσιας Διοίκησης.
Ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ τόνισε ακόμη ότι η χώρα χρειάζεται ένα μικρό και ευέλικτο κράτος, με διατήρηση του 1 προς 5 στις προσλήψεις, αλλά και την αύξηση των εισοδηνάτων των δημοσίων λειτουργών.
Ολόκληρη η τοποθέτηση του Κ. Μίχαλου:
«Το Παρατηρητήριο Δημόσιας Διοίκησης, το οποίο παρουσιάζεται σήμερα, αποτελεί πράγματι σημαντικό βήμα, στην προσπάθεια για αναβάθμιση της λειτουργίας του δημοσίου τομέα στην Ελλάδα.
Εδώ και δεκαετίες γνωρίζουμε ότι ο δημόσιος τομέας αποτελεί το «μεγάλο ασθενή». Ενώ, όμως, κανείς δεν διαφωνούσε ως προς την ανάγκη αλλαγών και μεταρρυθμίσεων στη λειτουργία του, ελάχιστες ήταν οι τομές που προχώρησαν στην πράξη.
Συνεχίσαμε να έχουμε έναν δημόσιο τομέα υπερδιογκωμένο και εξαιρετικά δαπανηρό, σε σχέση με το επίπεδο των υπηρεσιών που παρέχει στους πολίτες.
Συνεχίσαμε να έχουμε μια δημόσια διοίκηση, που χαρακτηρίζεται από κατακερματισμό, επικαλύψεις και αντιφάσεις, σπατάλη πόρων και αναποτελεσματικότητα.
Μια δημόσια διοίκηση που αποτελεί μέχρι σήμερα αποτελεί βασικό εμπόδιο στην άσκηση συνεκτικής πολιτικής, στην υλοποίηση αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, αλλά και στη δημοκρατική διαφάνεια και λογοδοσία.
Τα τελευταία χρόνια, υπό την πίεση των μνημονίων, υπήρξε ένα πλήθος νομοθετικών παρεμβάσεων και πρωτοβουλιών.
Ωστόσο, στην πλειοψηφία τους οι παρεμβάσεις αυτές ήταν απροετοίμαστες, χωρίς σαφή λειτουργικά κριτήρια και χωρίς να αναδεικνύεται η σκοπιμότητά τους.
Υπήρξε, επίσης, σύγχυση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων με μέτρα στενής δημοσιονομικής λογικής. Παρουσιάστηκαν, με άλλα λόγια, ως μεταρρυθμίσεις παρεμβάσεις που είχαν στόχο τη βραχυπρόθεσμη μείωση των δαπανών.
Και βέβαια, σε πολλές περιπτώσεις, πέσαμε στην παγίδα των συμβολισμών. Με πρωτοβουλίες που ικανοποιούσαν το «κοινό αίσθημα» της εποχής, αλλά κάθε άλλο παρά υπηρετούσαν το στόχο μιας πραγματικής, ποιοτικής αλλαγής: ισοπέδωση αμοιβών, τυφλές καταργήσεις φορέων. Όλα αυτά ήταν μέτρα που μάλλον χειροτέρεψαν, παρά βελτίωσαν την κατάσταση.
Σίγουρα υπήρξαν και κάποιες θετικές παρεμβάσεις, σε μια σειρά από πεδία: όπως η κινητικότητα των δημοσίων υπαλλήλων, η αντιμετώπιση του κατακερματισμού σε θέματα όπως η διαχείριση των στρατηγικών επενδύσεων κ.α.
Όμως προφανώς δεν είναι αρκετές. Χρειάζεται να προχωρήσουμε σε ευρύτερες και βαθύτερες αλλαγές.
Χρειάζεται να προχωρήσουμε, κυρίως, στην αλλαγή του τρόπου δράσης του διοικητικού μηχανισμού. Και κυρίως, στην αλλαγή αντίληψης ή «υποδείγματος» ως προς τη λειτουργία και το ρόλο της δημόσιας διοίκησης.
Η έκβαση αυτής της προσπάθειας θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό την πορεία της χώρας στα επόμενα χρόνια.
Η αναβάθμιση της λειτουργίας της διοικητικής μηχανής της χώρας συνιστά προϋπόθεση για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, για την άρση αντικινήτρων στις επενδύσεις, για την ανάκαμψη της οικονομίας.
Χρειαζόμαστε ένα κράτος με νέο, διαφορετικό ρόλο. Ο οποίος θα υπηρετεί το νέο αναπτυξιακό πρότυπο που χρειάζεται η χώρα, ώστε να εξασφαλίσει ανάπτυξη διατηρήσιμη και υγιή.
Με δεδομένο ότι αυτού του είδους η ανάπτυξη μπορεί να έρθει μόνο μέσα από διεθνώς ανταγωνιστικές επιχειρήσεις, η διευκόλυνση της επιχειρηματικότητας αναδεικνύεται σε επιλογή δημοσίου συμφέροντος. Και οφείλει να αποτελεί κεντρική προτεραιότητα στο πλαίσιο της λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης.
Θέλουμε ένα κράτος μικρότερο, ευέλικτο, ορθολογικό. Με διοικητική ικανότητα και διαχειριστική επάρκεια, για να ασκεί ρόλο επιτελικό, ρυθμιστικό, ελεγκτικό. Ένα κράτος που δεν θα λειτουργεί ως κηδεμόνας ούτε ως δυνάστης της αγοράς. Αλλά θα επιβάλλει τη συμμόρφωση με τους κανόνες του ανταγωνισμού. Θα δίνει υψηλή προτεραιότητα στην εξυπηρέτηση των επιχειρήσεων και θα στηρίζει την ανταγωνιστικότητά τους, ελαχιστοποιώντας τα διοικητικά βάρη.
Θέλουμε ένα κράτος και μια διοίκηση που θα διασφαλίζουν τη σταθερότητα και τη συνέχεια, απέναντι στις πολιτικές εναλλαγές, αλλά και στις ανεπάρκειες του πολιτικού συστήματος. Αυτό που ισχύει δηλαδή στις περισσότερες ανεπτυγμένες οικονομίες.
Θέλουμε ένα κράτος που λαμβάνει ορθολογικά αποφάσεις και τις εφαρμόζει με πειθαρχία και δέσμευση σε καλές πρακτικές.
Καλές πρακτικές, ως προς τη λήψη αποφάσεων: με impact assessment, competitiveness proofing, ex ante και ex post αξιολόγηση συνεπειών για την ανταγωνιστικότητα, για κάθε σχεδιαζόμενη ρύθμιση. Με ουσιαστική διαβούλευση και η συνεργασία με τους εκπροσώπους της αγοράς και τους κοινωνικούς εταίρους. Με ανάλυση κόστους – οφέλους για τις λειτουργίες του κράτους και λογοδοσία, με σκοπό την ελαχιστοποίηση του κόστους των δημοσίων υπηρεσιών.
Καλές πρακτικές, ως προς τη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού: με σύγχρονα οργανογράμματα, συνεχή εκπαίδευση και κατάρτιση, σύστημα ουσιαστικής αξιολόγησης βάση στόχων, σύστημα προαγωγών και αμοιβών. Αλλά και με αξιοποίηση στελεχών από τον ιδιωτικό τομέα.
Πάγια θέση μας είναι ότι η στελέχωση θέσεων Γενικών Γραμματέων, Διευθυντών και Προϊσταμένων μπορεί να γίνεται με ανοιχτή διαδικασία, στην οποία θα μπορούν να συμμετέχουν και στελέχη του ιδιωτικού τομέα.
Υποστηρίζουμε, επίσης, τη διατήρηση της αναλογίας 1 προς 5 στις προσλήψεις και αποχωρήσεις του προσωπικού, ώστε να είναι δυνατή η ενίσχυση των αμοιβών των δημοσίων υπαλλήλων και η προσέλκυση ικανών στελεχών στον δημόσιο τομέα.
Θεωρούμε ότι η λογική της ισοπέδωσης είναι βαθιά άδικη και λειτουργεί σε βάρος όλων.
Το τελευταίο που χρειαζόμαστε είναι μια δημόσια διοίκηση με τις ίδιες δομικές αδυναμίες, αλλά με οικονομικά εξαθλιωμένους υπαλλήλους, οι οποίοι δεν έχουν κανένα απολύτως κίνητρο για να κάνουν την εργασία τους περισσότερο παραγωγική και αποδοτική.
Αυτό που θέλουμε είναι ένα περιβάλλον που θα δίνει τη δυνατότητα στους δημόσιους λειτουργούς να βελτιώνουν τη θέση και το εισόδημά τους, μέσα από την παραγωγικότητα και τη δουλειά τους. Ένα περιβάλλον που θα προσελκύει και θα επιβραβεύει στην πράξη τους ικανούς, τους άξιους, τους ακέραιους.
Χρειαζόμαστε καλές πρακτικές, ως προς τη χρήση εφαρμογών ηλεκτρονικής διακυβέρνησης. Τόσο για την επαφή του κράτους με τους πολίτες και τις επιχειρήσεις, όσο και για την υποστήριξη των εσωτερικών λειτουργιών του κράτους.
Και βέβαια κάθε προσπάθεια αναβάθμισης της λειτουργίας της Δημόσιας Διοίκησης θα πρέπει να συμβαδίσει με τη ριζική αναβάθμιση της ποιότητας της νομοθετικής διαδικασίας.
Με ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις και αλλαγές για την αντιμετώπιση της πολυνομίας και της κακονομίας: προβλημάτων που εκτρέφουν τη γραφειοκρατία, δημιουργούν τεράστια εμπόδια στην απονομή της δικαιοσύνης, στην επιχειρηματικότητα, στην ανάπτυξη.
Στο πλαίσιο αυτό, έχουμε προτείνει συγκεκριμένες παρεμβάσεις: θέσπιση ανώτατων ετήσιων ορίων παραγωγής νομοθεσίας ανά υπουργείο, μείωση του ρυθμιστικού όγκου με στοχευμένη κωδικοποίηση, έλεγχο νομοσχεδίων από το ΣτΕ πριν την κατάθεσή τους στη Βουλή, ενοποίηση συνοδευτικών εκθέσεων των νομοσχεδίων, εξορθολογισμό και έλεγχο των υπουργικών και βουλευτικών προσθηκών και τροπολογιών.
Και βέβαια, θεωρούμε απαραίτητο κάθε νέα νομοθεσία και ρύθμιση να συνοδεύεται από συγκεκριμένο πλάνο εφαρμογής, με χρονοδιάγραμμα υλοποίησης όλων των απαραίτητων διοικητικών πράξεων.
Το Παρατηρητήριο Δημόσιας Διοίκησης μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά στην αναβάθμιση του δημοσίου τομέα, πάνω σε αυτούς τους άξονες, μέσα από τη συγκέντρωση χρήσιμων ποσοτικών και ποιοτικών στοιχείων. Στοιχείων που θα πρέπει, ωστόσο, να αξιοποιηθούν κατάλληλα για την προώθηση τεκμηριωμένων, στοχευμένων, αποτελεσματικών μεταρρυθμίσεων.
Θα κλείσω την παρέμβασή μου με μια παρατήρηση:
Αυτό που κυρίως απαιτείται για την πραγματική αναβάθμιση του δημοσίου τομέα στην Ελλάδα, είναι η πολιτική βούληση. Πρέπει το πολιτικό σύστημα να είναι διατεθειμένο να αλλάξει τους κανόνες του παιχνιδιού. Να αντιληφθεί το πρόβλημα διαφορετικά, να τολμήσει να αλλάξει κατεστημένα αξιακά πλαίσια.
Εξίσου απαραίτητη, όμως, είναι η συνέχεια. Γιατί αυτό που έχουμε δει μέχρι τώρα είναι διαδοχικές κυβερνήσεις να παγώνουν ή ακόμη και να ανατρέπουν τις επιλογές των προηγούμενων.
Η συναίνεση, η συνέπεια και η συνέχεια είναι κρίσιμες προϋποθέσεις για την προώθηση, την εφαρμογή και τη βιωσιμότητα των μεταρρυθμίσεων σε όλους τους τομείς, πολύ δε περισσότερο στη λειτουργία της διοίκησης.
Η μεγάλη πρόκληση που αφορά όλους μας, είναι να αποκτήσει επιτέλους η χώρα μας ένα σύγχρονο, λειτουργικό δημόσιο τομέα, ο οποίος θα υπηρετεί το στόχο για ανάπτυξη, συλλογική πρόοδο και ευημερία. Ένα δημόσιο τομέα, που θα στηρίζεται σε μια νέα σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα σε κράτος και πολίτες.
Εύχομαι ο νέος θεσμός του Παρατηρητηρίου να αποτελέσει χρήσιμο εργαλείο σε αυτή την προσπάθεια».