Ο πρόεδρος της ΠΓΔΜ, Γκιόργκι Ιβάνοφ, σε διάλεξη του πριν μερικές ημέρες στο Πανεπιστήμιο Βρότσλαβ της Πολωνίας, σχετικά με τις συνταγματικές αλλαγές που γίνονται στη χώρα του βάσει της Συμφωνίας των Πρεσπών, υποστήριξε ότι η χώρα του χάνει το όνομά της και ο πολυεθνικός του λαός την «ταυτότητά» του.
«Η Μακεδονία», είπε, «αντιμετωπίζει ίσως τη μεγαλύτερη πρόκληση από τη δημιουργία της και πρόκειται να αρνηθεί το δικαίωμα στην ιστορία της και το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης», τόνισε.
«Η Ελλάδα με τη Συμφωνία των Πρεσπών, επιβάλλει ένα νέο όνομα και απαιτεί να εφαρμόζεται αυτό erga omnes- τόσο για διεθνή όσα και για εγχώρια χρήση. Προβλέπεται να αλλάξει το Σύνταγμα.
»Μέσω αυτής της Συμφωνίας η Ελλάδα θα παρακολουθεί συνεχώς τον τρόπο με τον οποίο θα ονομάσουμε τους εαυτούς μας, αλλά και πως θα μας αποκαλούν οι άλλες χώρες», είπε ο πρόεδρος Ιβάνοφ.
Η Συμφωνία απαιτεί «τα θεσμικά όργανα να μετονομασθούν, το περιεχόμενο των σχολικών βιβλίων των παιδιών μας θα λογοκρίνεται, θα εμποδίζεται το δικαίωμα των πολιτών να εκφράζουν τη μακεδονική τους ταυτότητα».
«Ρυθμίζουν τον καθορισμό της μακεδονικής μας γλώσσας. Ένα πολύ σημαντικό κομμάτι του τρόπου της ζωής μας θα εξαρτάται από τη βούληση της Ελλάδας.
»Είναι μια λογοκρισία, μια αυτολογοκρισία της συλλογικής συνείδησης του μακεδονικού λαού.
»Είναι μια βία στην ιστορική μας μνήμη. Αυτό που έκανε το ελληνικό κράτος στους Μακεδόνες (σ.σ. σλαβόφωνους Έλληνες) στην Ελλάδα, τώρα, με τη Συμφωνία των Πρεσπών, θέλει να κάνει στους Μακεδόνες της Δημοκρατίας της Μακεδονίας», δήλωσε ο πρόεδρος Ιβάνοφ.
Στη διάλεξή του στο πανεπιστήμιο του Βρότσλαβ (Wroclaw) αναφέρθηκε στο έργο του Μπλάζε Κονέσκι, ο οποίος ως γλωσσολόγος και συγγραφέας ασχολήθηκε με τη «μακεδονική γλώσσα» και το 1973 του απονεμήθηκε το τιμητικό διδακτορικό στο Πανεπιστήμιο του Wroclaw.
«Με όλα αυτά που έκανε και την παραγωγική ενασχόλησή του, έδωσε πνοή στη μακεδονική γλώσσα ως μια σύγχρονη ευρωπαϊκή γλώσσα με ένα λαμπρό μέλλον. Αλλά μια τέτοια επιτυχία, ξύπνησε τα παλιά βαλκανικά φαντάσματα της άρνησης.
»Η μακεδονική γλώσσα και σήμερα αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα καθώς προσπαθούν να την εκλείψουν ή να την μετονομάσουν, εκτελώντας ένα είδος συμβολικής καταπίεσης εναντίον της μακεδονικής ταυτότητας», δήλωσε ο Ιβάνοφ.
Σύμφωνα με τον τουρκόφιλο και ρωσόφιλο «αρχαιομακεδόνα» πρόεδρο των Σκοπίων, ο μεγαλύτερος δείκτης των αξιών ενός έθνους είναι η συναίνεση για το τι δεν είναι προς πώληση, τι δεν μπορεί να εμπορευθεί και να διαπραγματευθεί.
«Σήμερα δυστυχώς, μερικά από τα μεγάλα οφέλη που έχουμε κερδίσει αμφισβητούνται.
»Ήρθαν νέες γενιές που φαίνεται να έχουν ξεχάσει τη διαθήκη του Κονέσκι και άρχισαν να διαπραγματεύονται με εκείνους που προσποιούνται ότι κρατούν το κλειδί για το παρελθόν μας», δήλωσε ο Ιβάνοφ, προσθέτοντας ως κατακλείδα ότι «η ενότητα στη χώρα μας είναι η μακεδονική γλώσσα».
Ποια είναι η αλήθεια για τη «μακεδονική» γλώσσα
Η λεγόμενη «μακεδονική γλώσσα», ή «μακεδονίτικα» όπως την αποκαλούσαν και οι Έλληνες μακεδονομάχοι, είναι μια διάλεκτος της Βουλγαρικής.
Τη μιλούσαν οι σλαβόφωνοι Έλληνες, οι λεγόμενοι Γραικομάνοι. Επειδή ακριβώς ήταν μια βουλγάρικη διάλεκτος που τη μιλούσαν εξσλαβισμένοι γλωσσικά Έλληνες, η Ελλάδα την υπερασπίστηκε ως διαφορετική γλώσσα, για να προστατέψει τους Γραικομάνους από τον εκβουλγαρισμό.
Οι Σκοπιανοί είναι στην πλειονότητά τους απόγονοι Γραικομάνων (σ.σ. αυτών που έχουν μεγάλη αγάπη για την Ελλάδα σημαίνει), οι οποίοι επί τιτοϊκής τυραννίδας υπέστησαν πλύση εγκεφάλου ότι δεν είναι ούτε Βούλγαροι, ούτε Έλληνες, αλλά ότι αποτελούν ξεχωριστό έθνος.
Βεβαίως η προπαγάνδα ότι οι Γραικομάνοι δεν είναι Έλληνες, αλλά ότι αποτελούν ξεχωριστό έθνος, είναι δημιούργημα των Σοβιετικών την περίοδο του μεσοπολέμου, απολύτως ευθυγραμμισμένο με την τσαρική γεωπολιτική του πανσλαβισμού.
Την ελληνική συνείδηση των Γραικομάνων μαρτυρεί το ακόλουθο δημοτικό τραγούδι στα «μακεδονίτικα»:
Να Γκραντάτς πούκαϊα,
να Γκουμέντσα σλούσαϊα.
Γκ’ρτσοι αντάρτσοι φ’ρλια,
Μπουγκάρτσκι κούτσινια πάγκιατ.
Μόμιτε σε σμέια
πισκέσιε να Γκ’ρτσιτε.
Γκ’ρτσιτε σε μόλια:
Μπουγκάριν ντα ζακόλια,
Μπουγκάριν ντα ζακόλια,
Κρ’φτα ντα μα πία,
Κρ’φτα ντα μα πία,
ζέμια Γκ’ρτσια ντα ισμία.
Που στα ελληνικά λέει:
Στο Γκαντάτσι (κορυφή του Πάικου) πυροβολούσαν,
στη Γουμένισσα ακούγαν.
Έλληνες αντάρτες ρίχναν,
Βουλγάρικα σκυλιά πέφταν.
Τα κορίτσια κουβαλούσαν
δώρα στους Έλληνες.
Τους Έλληνες (αντάρτες) παρακαλούσαν:
Βούλγαρο να σφάζαν,
Βούλγαρο να σφάζαν,
το αίμα του να πίναν,
το αίμα του να πίναν,
την Ελληνική γη να καθαρίζαν.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Έλληνα μακεδονομάχου Γραικομάνου οπλαρχηγού, Κώττα Χρήστου, ο οποίος δεν ήξερε λέξη ελληνικά.
Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να πολεμήσει και να πεθάνει ως Έλληνας.
Όταν το 1905 οι Οθωμανοί τον οδήγησαν στην κρεμάλα, στην πλατεία Ατ Παζάρ της πόλης του Μοναστηρίου, ο Κώττας απαίτησε να του λύσουν τα χέρια, ανέβηκε μόνος του στο ικρίωμα και αποφασισμένος, αφού φώναξε για τελευταία φορά στα «μακεδονίτικα» Ντα ζίβι Γκ(ά)ρτσια! (Ζήτω η Ελλάς), ή «Ζήτω το έθνος!» κλώτσησε μόνος του το υποπόδιο.