Η Ελλάδα είναι από τις χώρες που δεν διαθέτουν ακόμη ρυθμιστικό πλαίσιο για την άσκηση του lobbying. Ούτε υπό τη μορφή κώδικα δεοντολογίας, ούτε με μορφή καταλόγου εγγεγραμμένων ομάδων συμφερόντων.
Αυτή η έλλειψη είναι αναμενόμενο να δημιουργεί ένα θολό τοπίο, το οποίο αφήνει χώρο για την ανάπτυξη αθέμιτων πρακτικών και πλήττει συνολικά την αξιοπιστία, τόσο των επιχειρήσεων, όσο και του πολιτικού συστήματος.
Αυτό σημείωσε ο πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων και του ΕΒΕΑ, Κωνσταντίνος Μίχαλος, σε εσπερίδα στο επιμελητήριο με θέμα: «lobbing με διαφάνεια»
Η αδιαφάνεια και – αντίστοιχα – το αίσθημα της καχυποψίας, όπως είπε ο πρόεδρος, τροφοδοτούνται στην Ελλάδα και από την ευρύτερα προβληματική ποιότητα της νομοθετικής διαδικασίας. Η οποία εμφανίζεται με πολλές μορφές:
-Με την πολυνομία και την κακονομία.
– Με την υπερπληθώρα των νομικών ρυθμίσεων, με την ασάφεια, την ατέλεια και την αντιφατικότητα, με τις άσχετες τροπολογίες.
– Με την ανάγκη για αναρίθμητες ερμηνευτικές εγκυκλίους.
«Εμφανίζεται επίσης, και με τον προσχηματικό – τις περισσότερες φορές – χαρακτήρα της δημόσιας ανοικτής διαβούλευσης. Όταν δεν υπάρχουν σαφείς και απαράβατοι κανόνες για τη διαφανή και ισότιμη συμμετοχή των ενδιαφερόμενων μερών στις διαδικασίες διαβούλευσης ή στην παραγωγή σχεδίων ρυθμίσεων, πώς μπορεί να υπάρξει έλεγχος και κυρώσεις για τις αθέμιτες πρακτικές επιρροής»;
Ο κ. Μίχαλος τόνισε ότι η επιχειρηματική κοινότητα υποστηρίζει κάθε πρωτοβουλία, σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο, με σκοπό τη δημιουργία ενός ολοκληρωμένου, ισχυρού ρυθμιστικού πλαισίου για την άσκηση του lobbying.
Διότι, όπως εξήγησε ο πρόεδρος, εχθρός της δημοκρατικής διαδικασίας δεν είναι το ίδιο το lobbying.
«Η δημοκρατία ωφελείται από την ύπαρξη και την έκφραση ομάδων, που αντιπροσωπεύουν ολόκληρα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας. Και οι επιχειρήσεις ήταν και θα είναι μέρος της ελληνικής κοινωνίας. Ήταν και θα είναι η ραχοκοκαλιά του συστήματος που στηρίζει το κοινωνικό οικοδόμημα. Εχθρός της δημοκρατικής διαδικασίας είναι η αδιαφάνεια και η μυστικότητα. Είναι η υποκρισία απέναντι σε μια δραστηριότητα που υπήρχε και θα υπάρχει, είτε την αναγνωρίζουμε και την αποδεχόμαστε, είτε όχι» ο.πως είπε ο κ. Μίχαλος.
Ο ίδιος συνέχισε ότ είναι καιρός να αποδεχθούμε το lobbying ως θεσμό της δημοκρατικής διαδικασίας και να οριοθετήσουμε το πλαίσιο στο οποίο θα λειτουργεί. Και ταυτόχρονα, να απαιτήσουμε τη ριζική αναβάθμιση της νομοθετικής διαδικασίας, ώστε να ενισχύεται η διαφάνεια και να αναβαθμίζεται η ποιότητα του παραγόμενου έργου:
– Με συγκεκριμένες διαδικασίες διαβούλευσης, που θα επιτρέψουν σε όλες τις ομάδες συμφερόντων να βρουν τη θέση τους στο επίσημο τραπέζι του δημοσίου διαλόγου. Ανεξάρτητα από το ποιον γνωρίζουν, ανεξάρτητα από το πόσα χρήματα διαθέτουν για επαγγελματικό lobbying.
– Αλλά και με καλύτερο νομοθετικό προγραμματισμό, με μείωση του ρυθμιστικού όγκου, κωδικοποίηση, έλεγχο των νομοσχεδίων από το ΣτΕ πριν την κατάθεσή τους στη Βουλή, εξορθολογισμό και έλεγχο των προσθηκών και τροπολογιών.
«Το lobbying είναι μια διαδικασία απόλυτα φυσιολογική, όσο και αναπόφευκτη. Είναι καλύτερο για όλους να ασκείται ανοιχτά, με διαφάνεια, μέσα σε ένα δομημένο πλαίσιο κανόνων που θα απομονώνει τις κακές πρακτικές και θα δίνει τέλος στο «κυνήγι μαγισσών». Ένα πλαίσιο που θα επιτρέψει στο lobbying να εξελιχθεί σε αυτό που μπορεί να γίνει ένα θεμιτό και χρήσιμο μέρος της διαδικασίας σχεδιασμού και ανάπτυξης πολιτικών», κατέληξε ο πρόεδρος.