Ερώτηση για «τον κίνδυνο παραγραφής 4.000 υποθέσεων ποινικών αδικημάτων φοροδιαφυγής μεγάλου ύψους» κατέθεσε προς τον υπουργό Οικονομικών, Ευκλείδη Τσακαλώτο, ο ανεξάρτητος βουλευτής Χάρης Θεοχάρης.
Σύμφωνα με τον κ. Θεοχάρη «3.979 υποθέσεις που ήταν διάσπαρτες στο Κέντρο Ελέγχου Φορολογουμένων Μεγάλου Πλούτου (ΚΕΦΟΜΕΠ), στο Κέντρο Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων (ΚΕΜΕΕΠ), στην Υπηρεσία Ελέγχου και Διασφάλισης Δημοσίων Εσόδων (ΥΕΔΔΕ) και στις ΔΟΥ της χώρας μεταφέρθηκαν βιαστικά στη νέα ελεγκτική υπηρεσία του υπουργείου Οικονομικών, η οποία όμως ακόμα υπολειτουργεί, γεγονός που δημιουργεί τον κίνδυνο να παραγραφούν πολλές από αυτές τις υποθέσεις στο τέλος του τρέχοντος έτους».
Στο πλαίσιο αυτό ο κ. Θεοχάρης ρωτά τον υπουργό αν υπάρχει πρόβλεψη για επιπλέον στελέχωση της συγκεκριμένης υπηρεσίας και ποιες είναι οι ενέργειες του υπουργείου προκειμένου η συγκεκριμένη υπηρεσία να αποδώσει στο έργο της και οι υποθέσεις αυτές να μην οδηγηθούν στην παραγραφή.
Αναλυτικά η ερώτηση του κ. Θεοχάρη:
«Τον κίνδυνο να παραγραφούν περίπου 4.000 υποθέσεις ποινικών αδικημάτων φοροδιαφυγής μεγάλου ύψους ενέχει η μεταφορά τους στη νέα ελεγκτική υπηρεσία του υπουργείου Οικονομικών, η οποία όμως ακόμη υπολειτουργεί.
»Πριν ξεκινήσει και ολοκληρωθεί η στελέχωση της υπηρεσίας, στις αρχές του τρέχοντος έτους, το υπουργείο Οικονομικών και η ΑΑΔΕ «μερίμνησαν» ώστε να φορτωθεί σ’ αυτήν ένας τεράστιος όγκος περίπου 4.000 υποθέσεων φοροδιαφυγής ποινικού χαρακτήρα, πολλές από τις οποίες παραγράφονται στο τέλος του τρέχοντος έτους.
»Συγκεκριμένα, στη νέα αυτή υπηρεσία μεταφέρθηκαν βιαστικά 3.979 υποθέσεις-δικογραφίες που ήταν διεσπαρμένες στο Κέντρο Ελέγχου Φορολογουμένων Μεγάλου Πλούτου (ΚΕΦΟΜΕΠ), στο Κέντρο Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων (ΚΕΜΕΕΠ), στην Υπηρεσία Ελέγχου και Διασφάλισης Δημοσίων Εσόδων (ΥΕΔΔΕ) και στις ΔΟΥ της χώρας.
»Πρόκειται για υποθέσεις που εκκρεμούν ακόμη προς έρευνα μετά από παραγγελίες των Οικονομικών Εισαγγελέων, για τη διενέργεια ελέγχων σε υπόπτους για φοροδιαφυγή και αδικαιολόγητο πλουτισμό. Οι παραγγελίες αυτές έχουν μείνει εδώ και πολλά χρόνια ανεκτέλεστες.
»Στις υποθέσεις αυτές δεν περιλαμβάνονται ορισμένες περιπτώσεις που αντιστοιχούν σε 1.300 ΑΦΜ και οι οποίες παρέμειναν για έλεγχο στην ΑΑΔΕ.
»Σημειώνεται ότι η νέα ελεγκτική υπηρεσία του υπουργείου Οικονομικών ονομάζεται «Διεύθυνση Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος», υπάγεται απευθείας στον υπουργό Οικονομικών, εποπτεύεται από την Εισαγγελία Οικονομικού Εγκλήματος και θα μπορεί να ανακρίνει υπόπτους για την τέλεση ποινικών φορολογικών αδικημάτων, να διενεργεί έρευνες στις επαγγελματικές εγκαταστάσεις τους, στα αρχεία, τα φορολογικά βιβλία και τα στοιχεία που τηρούν.
»Επίσης θα έχει το δικαίωμα να αίρει το τραπεζικό απόρρητο, να ανοίγει τους τραπεζικούς λογαριασμούς των φορολογουμένων και να ελέγχει τις κινήσεις τους. Η υπηρεσία έπρεπε, σύμφωνα με τον ιδρυτικό της νόμο, να απαρτίζεται από 135 ελεγκτές και μέχρι στιγμής οι υπάλληλοι που έχουν δεχθεί να υπηρετήσουν σ’ αυτήν κι έχουν ήδη τοποθετηθεί δεν ξεπερνούν τους 50.
»Αυτή τη στιγμή, 2-3 μήνες μετά τις τοποθετήσεις των επιτελικών της στελεχών και 9 μήνες μετά την ψήφιση του νόμου για την ίδρυσή της, η υπηρεσία δεν έχει ούτε καν γραμματείς στη διάθεσή της, ενώ οι ελεγκτές που ήδη έχουν ενταχθεί στο δυναμικό της δεν προέρχονται από τον κλάδο των εφοριακών και ως εκ τούτου δεν έχουν εμπειρία στη διενέργεια ερευνών για φοροδιαφυγή.
»Με τους ρυθμούς με τους οποίους κινούνται αυτή τη στιγμή οι διαδικασίες για τη στελέχωση της, η λειτουργία της δεν αναμένεται να ξεκινήσει εντός του 2018.
»Το αποτέλεσμα θα είναι να παραγραφούν οι περισσότερες από τις εκκρεμείς φορολογικές υποθέσεις που της έχουν ήδη ανατεθεί για έρευνα και έκδοση πορισμάτων, δεδομένου ότι οι υποθέσεις αυτές αφορούν σε έτη πριν το 2013, που παραγράφονται σχεδόν στο σύνολό τους στις 31-12-2018.
»Κατόπιν των ανωτέρω, ερωτάται ο αρμόδιος υπουργός:
-Ποια η θέση του Υπουργείου για το συγκεκριμένο θέμα;
-Υπάρχει πρόβλεψη για επιπλέον στελέχωση της συγκεκριμένης υπηρεσίας;
-Ποιες οι ενέργειες του Υπουργείου σας προκειμένου η συγκεκριμένη υπηρεσία να αποδώσει στο έργο της και οι υποθέσεις αυτές να μην παραγραφούν στο τέλος του έτους;».