Ως πολιτική κοινωνία βρισκόμαστε μπροστά σε μια ιστορική καμπή, η οποία σφραγίστηκε με τη συμφωνία των Πρεσπών.
Με τη συμφωνία αυτή η Ελλάδα ως πολιτική κοινωνία εγκατέλειψε το παλαιολιθικό εθνοκεντρικό παρελθόν της και ασπάστηκε μία νέα πολιτική αυτοεικόνα, η οποία περιλαμβάνει δύο σημεία εθνικού και πολιτικού αυτοπροσδιορισμού: το πρώτο έχει να κάνει με την επιδιωκόμενη από μέρους της εξωστρέφεια και το άνοιγμά της (γεωπολιτικό και οικονομικό) προς τη βαλκανική ενδοχώρα.
Και το δεύτερο αναφέρεται στο συνειδησιακό επίπεδο, το οποίο μπορεί και επιβάλλεται να συνδέσει τα κράτη και τις κοινωνίες της Βαλκανικής Χερσονήσου.
Επιτέλους τα βαλκανικά κράτη, έναν και επιπλέον αιώνα μετά την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μπορούν να βρουν νέους τρόπους συνύπαρξης.
Δεν είναι υπερβολικό, από απόψεως πολιτικής φιλοσοφίας, δηλαδή από τη σκοπιά της αυτοσυνείδησης της ελληνικής πολιτικής κοινωνίας, να υποστηρίξω την άποψη σύμφωνα με την οποία η υπογραφή της συμφωνίας των Πρεσπών είναι το δεύτερο μεγάλο ιστορικό βήμα μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, μέσα σ’ έναν και επιπλέον αιώνα.
Τα ιστορικά γεγονότα είναι αυτά τα πράγματα (με τη φιλοσοφική έννοια του όρου), τα οποία προσδιορίζουν τις συνειδήσεις των ανθρώπων και τελικά την ίδια την πραγματικότητα.
Η «ιδέα του μακεδονισμού» ήταν μέχρι πρόσφατα μια φαντασιακή εικόνα για τους βαλκανικούς πληθυσμούς: τους Έλληνες, τους Βούλγαρους, τους Σέρβους, τους Μακεδόνες κ.ά.
Οι απελευθερωτικοί αγώνες στις αρχές του εικοστού αιώνα και οι διεθνείς συνθήκες που ανέλαβαν το έργο της διοικητικής διευθέτησης εννοείται ότι δεν μπορούσαν και δεν ήταν δυνατόν να επιλύσουν τα πολλαπλά προβλήματα των επιμέρους κοινωνικών βιόκοσμων και πολύ περισσότερο να εγκαθιδρύσουν καθεστώτα εθνικών κρατών.
Έγιναν όσα έγιναν και ο εικοστός αιώνας κατοχυρώθηκε ως η εποχή της ειρήνης και της συνύπαρξης μεταξύ των βαλκανικών κρατών και των βαλκανικών κοινωνιών ιδιαίτερα κατά τη μεταπολεμική ιστορική φάση μέχρι το έτος τομή: 1989.
Έκτοτε και επί 30 χρόνια (1989 – 2018) μπορούσαν άραγε τα βαλκανικά κράτη να ζουν υπό ένα ιδιότυπο καθεστώς φυσικής ιστορίας (Adorno).
Για να θέσω το πολιτικό ερώτημα με άλλους όρους: Όταν ολόκληρος ο κόσμος άλλαξε ριζικά κατά την ιστορική εκείνη φάση και η ίδια η ομοσπονδία της Γιουγκοσλαβίας κατέρρευσε, θα μπορούσε η γεωπολιτική δυναμική στα Βαλκάνια να παραμείνει η ίδια Δηλαδή η «ιδέα του Μακεδονισμού» δεν θα διεκδικούσε και αυτή τις πρακτικές εφαρμογές της στην ευρύτερη γεωπολιτική εκδοχή της;
Το υπό ίδρυση εθνικό κράτος με το όνομα Βόρεια Μακεδονία αποτελεί για την Ελλάδα μια μοναδική ιστορική ευκαιρία να καταστεί η ίδια η Ελλάδα ηγεμονική δύναμη στη Βαλκανική Χερσόνησο.
Η συμφωνία των Πρεσπών (17 Ιουνίου 2018) αποτελεί ως διεθνής συνθήκη την ορθολόγηση εθνικών συμφερόντων της ελληνικής πολιτικής κοινωνίας.
Στο σημείο αυτό επικαλούμαι τις απόψεις δύο κορυφαίων διανοουμένων: του Μιχάλη Σταθόπουλου και του Νίκου Μουζέλη, οι οποίοι, ο καθένας από τη σκοπιά της επιστήμης του, υπερασπίστηκαν τη συμφωνία.
Ως πολιτική κοινωνία επιβάλλεται να κάνουμε ένα ακόμη βήμα πιο μπροστά: να επεξεργαστούμε με όλα τα βαλκανικά κράτη και με όλες τις βαλκανικές κοινωνίες επικοινωνιακούς κώδικες πολιτικής, οικονομικής, εμπορικής, πολιτιστικής συνεργασίας.
Εάν η ίδια η Ελλάδα αποφασίσει έστω και τώρα (με καθυστέρηση 30 χρόνων) να καταστεί ηγεμονική δύναμη στη βαλκανική ενδοχώρα, τότε τα οφέλη για την ίδια αλλά και για τα βαλκανικά κράτη θα είναι πολλαπλά.
Εάν μπορούμε να προχωρήσουμε ένα βήμα παραπέρα μετά τη συμφωνία των Πρεσπών σε πολιτικό επίπεδο, αυτό σημαίνει το εξής: η Ελλάδα κατέστη ηγεμονική δύναμη στα Βαλκάνια.
Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο στοχασμού αυτό σημαίνει: αυτοί που υπέγραψαν τη σχετική συμφωνία είναι οι πατριώτες και οι άλλοι οι οποίοι την αρνούνται και την καταπολεμούν με μοναδικό τους όπλο τον ψυχικό και συναισθηματικό κόσμο του πληθυσμού είναι οι πατριδοκάπηλοι.
Εν κατακλείδι ελληνικός πατριωτισμός στον εικοστό πρώτο αιώνα σημαίνει ηγεμονική παρουσία στα Βαλκάνια και αυτή η παρουσία εξασφαλίζεται με τη συμφωνία των Πρεσπών.