Ο Ιωάννης Μεταξάς είναι μια αμφιλεγόμενη ιστορική προσωπικότητα. Στρατιωτική ευφυΐα και ελευθεροτέκτονας, έγινε δικτάτορας με τις ευλογίες των ανακτόρων και «καθάρισε» ιστορικά εξαιτίας του «όχι» στην ιταλική εισβολή.
Ναζιστές και ψευδοεθνικιστές ακροδεξιοί καπηλεύονται εδώ και δεκαετίες τη μνήμη του.
Οι ίδιοι που υμνούν τους ναζί καπηλεύονται τον Ιωάννη Μεταξά, αλλά η ακροδεξιά είναι γνωστή για τις καπηλείες της.
Ωστόσο, ποιο είναι το θέμα μας εδώ και θυμηθήκαμε τον Ιωάννη Μεταξά;
Είναι η αποκάλυψη του δημοσιογράφου της ΕΡΤ3, Γιώργου Γεωργιάδη, ότι το 1928 η τότε ελληνική κυβέρνηση, στην οποία συμμετείχε και ο Ιωάννης Μεταξάς, αναγνώριζε τη «μακεδονοσλαβική» γλώσσα.
Ποιος ο λόγος άραγε που η τότε οικουμενική κυβέρνηση του Αλέξανδρου Ζαΐμη, με τον Ιωάννη Μεταξά υπουργό Συγκοινωνίας, αναγνώριζε «μακεδονοσλαβική», την οποία διαχώριζε από τη βουλγαρική, αν και γνωρίζουμε ότι στην ουσία πρόκειται για την ίδια γλώσσα;
Επειδή η εθνική γραμμή τότε έδινε αγώνα να μην εκβουλγαριστούν οι Έλληνες σλαβόφωνοι, οι λεγόμενοι Γραικομάνοι.
Μεγάλο μέρος των Ελλήνων της Μακεδονίας είχε εξσλαβιστεί γλωσσικά ήδη από τον μεσαίωνα.
Συνέχιζαν όμως να διατηρούν την ταυτότητα των Ρωμαίων (Ρωμηών) του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους και αρνούνταν ότι ήταν Βούλγαροι.
Εξάλλου «Βούλγαρος» τότε δεν σήμαινε κάποια εθνική ταυτότητα, αλλά ήταν συνώνυμο του αγροίκου.
Ο εκβουλγαρισμός των σλαβόφωνων Ρωμηών ξεκίνησε μετά το σχίσμα της λεγόμενης Βουλγαρικής Εξαρχίας (1870), ο οποίος υποστηρίχτηκε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία σε συνεργασία με την τσαρική Ρωσία για να αναχαιτιστεί η επέκταση του ελληνισμού μέχρι τον Δούναβη.
Παράλληλα ο πανσλαβισμός είχε σχέδιο να εκβουλγαριστεί η Μακεδονία για να αποκτήσουν οι Ρώσοι έξοδο στη Μεσόγειο.
Η ελληνική εξωτερική πολιτική υποδαύλιζε από τα τέλη του 19ου αιώνα τον «μακεδονισμό» μεταξύ των σλαβόφωνων ως ανάχωμα στον πανσλαβισμό και τον εκβουλγαρισμό.
Το δεύτερο στάδιο ήταν η γλωσσική επανελλήνιση των σλαβόφωνων της Μακεδονίας, κάτι που έγινε ολοκληρωτικό στα εδάφη της Μακεδονίας μας, αλλά όχι στα μακεδονικά εδάφη που κατέλαβε η Σερβία, τα οποία επί Τίτο μας προέκυψαν ως «Σοσιαλιστική Δημοκρατίας της Μακεδονίας».
Οι παραπάνω ιστορικές αναφορές κρίνονται αναγκαίες για όσους αδυνατούν να κατανοήσουν ποιο είναι το διακύβευμα στη Μακεδονία εδώ και 150 χρόνια και προφανώς ως ανιστόρητοι θα σπεύσουν να κατηγορήσουν και τον υπουργό του Ζαΐμη, Ιωάννη Μεταξά, ως «προδότη», με την ίδια χυδαία ευκολία που προσάπτουν τον ίδιο χαρακτηρισμό στον Νίκο Κοτζιά.
Βεβαίως όλη αυτή η φανατική εξαλλοσύνη οφείλει να σταθεί και να αναρωτηθεί μια στιγμή εάν θεωρεί ότι διακρίνεται από μεγαλύτερο πατριωτισμό ή ευφυΐα από τους Ζαΐμη, Μεταξά και Κοτζιά.
Στην ιστορία επιβιώνουν τα έξυπνα έθνη, όχι οι ανερμάτιστοι όχλοι, ας εμπεδωθεί αυτό.
Από το 1924
Το 1924 ο Έλληνας αντιπρόσωπος στην «Κοινωνία των Εθνών» (προπολεμικός ΟΗΕ), Βασίλειος Δενδραμής, δήλωσε ότι «η μακεδονική σλαβική γλώσσα δεν ήταν ούτε βουλγαρικά, ούτε σερβικά, αλλά μια ανεξάρτητη γλώσσα».
Αυτή ήταν η εθνική γραμμή για να εμποδιστεί ο εκβουλγαρισμός των σλαβόφωνων, πράγμα που ο κ. Μπαμπινιώτης ουδέποτε κατανόησε και προφανώς ήταν και ο απόκρυφος λόγος που η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή το 1977 αποδέχτηκε στον ΟΗΕ την ύπαρξη «μακεδονικής γλώσσας».
Μιας γλώσσας που είχαμε αναγνωρίσει από το 1924, ή για να είμαστε ακριβείς, εμείς υπερασπιζόμασταν την ύπαρξή της από το 1924, στην ουσία εμείς τη δημιουργήσαμε, θεωρώντας ότι οι άνθρωποι που τη μιλούσαν ήταν σλαβόφωνοι Έλληνες και μέσω αυτής της «γραμμής διαχωρισμού» στο μέλλον θα επανελληνίζονταν γλωσσικά.
Ο διπλωμάτης Βασίλειος Δενδραμής ασχολήθηκε πρώτα με τη δημοσιογραφία και έπειτα ακολούθησε διπλωματική σταδιοδρομία, ως ακόλουθος του υπουργείου Εξωτερικών στη Σμύρνη, στο Βουκουρέστι, στην Κωνσταντινούπολη, επιτετραμμένος στη Βέρνη το 1924-27 και αλλού.
Υπηρέτησε ως υφυπουργός Τύπου και Πληροφοριών στις κυβερνήσεις Βούλγαρη και Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού από τις 18 Αυγούστου 1945 ως την 1η Νοεμβρίου 1945.
Το 1948 ανέλαβε πληρεξούσιος υπουργός-πρεσβευτής στην Ουάσιγκτον και αντιπρόσωπος στα Ηνωμένα Έθνη.
Ακολουθεί το κείμενο ανάρτηση του Γιώργου Γεωργιάδη στο Facebook:
«Στην επίσημη εθνική απογραφή του 1928 με κυβέρνηση στην οποία συμμετέχει και ο Ιωάννης Μεταξάς μεταξύ άλλων, εις ότι αφορά τις γλώσσες που εδηλώθησαν και έγιναν αποδεκτές από το Ελληνικό κράτος ήτο και οι «Μακεδονοσλαυικήν» και η Βουλγαρικήν.
»Και οι δύο μαζί χρησιμοποιούντο από περίπου 100.000 πολίτες στην βόρεια Ελλάδα.
»Είναι σαφέστατη η διάκρισης μεταξύ της σλαυικής μακεδονικής και της βουλγαρικής καίτοι γλωσσολογικά είναι πανομοιότυπαι.
»Ο λόγος είναι προφανής καθώς η Μακεδονοσλαυικήν φέρεται κατά πολύ πλειοψηφούσα έναντι της Βουλγαρικής.
»Εκ της επαίσχυντης συμφωνίας του Αγίου Στεφάνου στα τέλη του 19ου αιώνος η Ελληνική Πολιτεία ουδαμώς εδύνατο να αποδεχθεί εκβουλγαρισμόν πλήρη των εν Μακεδονία Σλαβοφώνων πολιτών.
»Έναντι του εκβουλγαρισμού δια να αποτραπεί η Μεγάλη Βουλγαρία, αφέθηκε η Μακεδονική σλαυική ταυτότητα και γλώσσα των γηγενών.
»Τοιαύτα τα επίσημα στοιχεία της Ελληνικής Δημοκρατίας είναι γνωστά και εις άλλας χώρας.
»Άι οποίαι τα χρησιμοποιούν από καιρού εις καιρόν στας διαπραγματεύσεις.
»Οι Έλληνες πολίτες πολλώ ού ενημέρωση λαμβάνουσιν
»Ας εκκινήσουμε την ανάγνωση των επισήμων κειμένων της χώρας από τις αρχές του».
Από το παραπάνω απόσπασμα αντιλαμβάνεστε ότι ο Νίκος Κοτζιάς είναι απόλυτα ευθυγραμμισμένος με την εθνική γραμμή που κρατάμε εδώ και 150 χρόνια.
Ο ίδιος Νίκος Κοτζιάς, που το τελευταίο διάστημα δημόσια βροντοφώναξε, όχι μια φορά αλλά πολλές, το ακόλουθο: «Τι θέλετε επιτέλους; Μια Μεγάλη Βουλγαρία;».
Μάλλον ήρθε η ώρα άπαντες να ηρεμήσουμε.
Να αποστασιοποιηθούμε από τις ψευδείς ειδήσεις και να αρχίσουμε να αναρωτιόμαστε πολύ σοβαρά ποιοι ανιστόρητοι και εθνικά επικίνδυνοι, τα τελευταία 25 χρόνια, όχι μόνο έκαναν «μπάχαλο» την εθνική γραμμή, την οποία επανέφερε μέχρι χιλιοστού ο Νίκος Κοτζιάς, αλλά και καλλιέργησαν φανατισμούς και ιδεοληψίες στον ελληνικό λαό, εξυπηρετώντας μικροκομματικά οφέλη εις βάρος του εθνικού συμφέροντος.
Το TRIBUNE λέει: Δεν χαιρόμαστε καθόλου που αναγκαζόμαστε να προβούμε σε φανέρωση εθνικών στρατηγικών, που ακολουθήθηκαν επί 150 χρόνια με «εχεμύθεια».
Θλιβόμαστε βαθύτατα επειδή, εξαιτίας της ιστορικής άγνοιας πολλών συμπολιτών και ενός αχαλίνωτου λαϊκισμού της πιο «ελαφριάς» ΝΔ, αυτής του Μητσοτάκη και του Κουμουτσάκου, υποχρεωνόμαστε να δημοσιεύσουμε εθνική στρατηγική.
Δεν έχουμε καμία αυταπάτη ότι η χυδαιότητα θα μπορούσε ακόμα και τώρα να συμμορφωθεί. Δεν απευθυνόμαστε όμως σε αυτή, αλλά στους σώφρονες Έλληνες πολίτες.
Δηλαδή σε όσους ο πατριωτισμός τους είναι αποτέλεσμα λογικής και όχι φανατισμού. Είναι ανάγκη εθνικής ενότητας η ιστορική αλήθεια.