Το βασικό διακύβευμα πάνω στο οποίο θα πορευτεί ο ΣΥΡΙΖΑ τον ενάμισι χρόνο που απομένει για τις κάλπες του 2019 θα επιχειρήσει να σηκώσει όσο το δυνατόν περισσότερο ο Αλέξης Τσίπρας, για να κάνει πράξη αυτό που ήδη από το Σάββατο με το άρθρο του στην Εφημερίδα των Συντακτών υπογράμμισε.
Ο Πρωθυπουργός υπογράμμισε πως “η δυνατότητα παρεμβάσεων στο πεδίο της κοινωνικής πολιτικής και μαζί με το νέο πλαίσιο που θα διαμορφωθεί καθιστά σαφέστερες τις διαχωριστικές γραμμές της σημερινής κυβέρνησης από τη Νέα Δημοκρατία”.
Οι διαχωριστικές γραμμές δεν είναι άλλες από τις παρεμβάσεις στην κατεύθυνση οικοδόμησης ενός νέου κοινωνικού κράτους με μέριμνα για την ευρεία κοινωνική πλειοψηφία και κυρίως η ενίσχυση του κόσμου της εργασίας με την ταυτόχρονη ανάσχεση της ανεργίας, που βρίσκεται πλέον κατά 7 μονάδες μειωμένη σε σχέση με το 2015 και την αύξηση των απολαβών των εργαζομένων.
Πρόκειται επί της ουσίας για τα δύο παραγωγικά μοντέλα τα οποία θα έρθουν σε σύγκρουση και σύγκριση. Από τη μία το μοντέλο ανάπτυξης με επίκεντρο την ενίσχυση της εργασίας και την εκμετάλλευση της καινοτομίας που ο Αλέξης Τσίπρας έχει χαρακτηρίσει “δίκαιη ανάπτυξη” και από την άλλη το στρεβλό μοντέλο της συντριβής των εργαζομένων και της μείωσης του κόστους προκειμένου να επιτυγχάνονται αναπτυξιακοί ρυθμοί και ευημερία στα νούμερα αλλά όχι στους ανθρώπους.
Η ιδιαίτερη σπουδή του κυβερνητικού επιτελείου να στρώσει το έδαφος για την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων από το Σεπτέμβρη και τη σταδιακή επαναφορά του κατώτατου μισθού στα προ κρίσης επίπεδα, αμφότερα πλέον εγκεκριμένα από τους θεσμούς στο Growth Strategy, είναι χαρακτηριστική των προθέσεων του Μεγάρου Μαξίμου για την πορεία διακυβέρνησης εκτός μνημονίων και με σαφώς μεγαλύτερους βαθμούς οικονομικής ελευθερίας.
Τούτων δοθέντων, στο στρατόπεδο του πρωθυπουργού υποδέχονται με μεγάλη ικανοποίηση την έτι περαιτέρω νεοφιλελευθεροποίηση της πολιτικής ατζέντας του Κυριάκου Μητσοτάκη, όπως διαφαίνεται μέσα από τις θέσεις που εκφράζει σε παρεμβάσεις του για τα ζητήματα της εργασίας και του δημοσίου.
Από το περιβάλλον του Αλέξη Τσίπρα, μετά την ομιλία του Προέδρου της ΝΔ για την ψηφιακή οικονομία τη Δευτέρα, σχολίαζαν πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης αποδεικνύεται εν πολλοίς ο καλύτερος σύμμαχος του Πρωθυπουργού. Και αυτό, διότι οι ακραίες θέσεις πλήρους νεοφιλελευθεροποίησης και απορρύθμισης της αγοράς εργασίας, τις οποίες υιοθετούν στην Ελλάδα μονάχα μία κλειστή κάστα επιχειρηματικών κολοσσών και ολιγαρχών, καθιστούν ακόμη πιο σαφείς τις διαχωριστικές γραμμές που έθεσε ο Πρωθυπουργός.
Πέραν τούτων, δεν πέρασε ασχολίαστο και το γεγονός ότι με την ελιτίστικη παρέμβασή του και την υιοθέτηση της ατζέντας του ΣΕΒ για εργασιακό Μεσσαίωνα, ο κ. Μητσοτάκης καταφέρνει μετά το Δημόσιο να σπείρει τον πανικό και στον ιδιωτικό τομέα, αφού οι θέσεις του προϊδεάζουν για θεσμοθέτηση ενός δόγματος σοκ και δέους και σε ιδιωτικές επιχειρήσεις.
Στην ομιλία του, η οποία ήρθε λίγο μετά την παρέμβασή του στη ΔΑΚΕ προκειμένου να βγάλει τη «ρετσινιά» των απολύσεων από το Δημόσιο, ο κ. Μητσοτάκης συμπεριέλαβε την πρότασή του για εκχώρηση δημοσίων υπηρεσιών σε ιδιώτες, χωρίς να αναφέρεται περαιτέρω ωστόσο πού θα οδηγηθούν οι εργαζόμενοι που θα μείνουν χωρίς αντικείμενο από την πρακτική αυτή.
Πέραν αυτών, ο κ. Μητσοτάκης στο πλαίσιο του Digital Economy Forum 2018, έκανε λόγο για «ευελιξία» προς όφελος των εργοδοτών και ελαστικές εργασιακές σχέσεις.
«Το κλασσικό δυτικό ωράριο «9 με 5″ στην ίδια δουλειά, να παίρνει κανείς σύνταξη από την ίδια δουλειά, από αυτήν στην οποία ξεκίνησε, αυτό είναι μάλλον ξεπερασμένο» τόνισε κατά την ομιλία του ο κ. Μητσοτάκης για να προσθέσει λίγο αργότερα:
«Για αυτό η ευελικία στην αγορά εργασίας και η προώθηση νέων τύπων συμβάσεων απασχόλησης μπορεί να ιδωθεί και ως ευκαιρία αύξησης της απασχόλησης, σε ένα περιβάλλον γήρανσης του πληθυσμού, ιδίως στην Ευρώπη και στις ανεπτυγμένες οικονομίες, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδος». Η πριώθηση πιο ευέλικτων και εξειδικευμένων σχέσεων μορφών απασχόλησης θα επιτρέψει την προσέλκυση ευάλωτων ομάδων (γυναικών, ατόμων με αναπηρία, μειονοτήτων) στην αγορά εργασίας […] Όλα τα παραπάνω, πάντα με τρόπο που θα επιτρέπει στους εργοδότες να οργανώσουν αποτελεσματικά την παραγωγή και διάθεση των προϊόντων και υπηρεσιών τους, αλλά και που θα διασφαλίζει τα δικαιώματα των εργαζομένων».