Την Τρίτη 21/11 έλαβε χώρα στη Λευκωσία η τριμερής συνάντηση Ελλάδας, Κύπρου και Αιγύπτου, η οποία αποτέλεσε την αρχή πριν από τρία χρόνια μια σειράς άλλων τριμερών συναντήσεων της Ελλάδας και της Κύπρου με χώρες της ανατολικής μεσογείου (Ισραήλ, Παλαιστίνη, Λίβανος και Ιορδανία).
Για να μιλήσουμε ειδικότερα για την Ελλάδα, τα τελευταία δύο χρόνια η αναβάθμιση του ρόλου της στην ευρύτερη περιοχή αποτελεί μια πραγματικότητα που αναγνωρίζουν όλοι στο εσωτερικό της χώρας, αλλά και σε διεθνές επίπεδο.
Η πολυδιάστατη ενεργητική εξωτερική πολιτική που ασκεί η ελληνική διπλωματία υπό τον Νίκο Κοτζιά, μπορεί στην αρχή ορισμένοι να την έβλεπαν με αμφισβήτηση ή τουλάχιστον να τους έφερνε σε αμηχανία, ωστόσο σήμερα αποτελεί εθνική γραμμή και στην πραγματικότητα πλέον δεν αμφισβητείται από κανέναν.
Αν και στην εξωτερική πολιτική συνήθως τα πράγματα κινούνται με τον αργό, βαρετό ρυθμό του μικρού δείκτη του ρολογιού, εντούτοις σε αυτή τη περίπτωση μπορεί κάποιος να επιχειρηματολογήσει στην άποψη ότι τα αποτελέσματα είναι εμφανή.
Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα στην περιοχή που αποδεικνύει ότι κρατά ανοιχτές γέφυρες επικοινωνίας με όλους: από το Ισραήλ και την Αλβανία, μέχρι την Αίγυπτο και την Παλαιστίνη.
Ακόμα και μέσα στο χάος της Λιβύης η Αθήνα διατηρεί γραμμή επικοινωνίας με την Τρίπολη, ενώ ελληνικές επιχειρήσεις άρχισαν να δραστηριοποιούνται στο Τομπρούκ.
Η επιτυχία των δύο Διασκέψεων της Ρόδου για την Ασφάλεια και τη Σταθερότητα καταδεικνύουν τον ρόλο της χώρας στην ευρύτερη περιοχή.
Αυτό το πλαίσιο στο οποίο χαράσσεται η εξωτερική πολιτική δεν μπορεί να μην περιλαμβάνει την Τουρκία.
Θα ήταν κενό γράμμα για μια περίπτωση όπως η Ελλάδα που διεκδικεί τη δυναμική την οποία της δίνει η γεωπολιτική θέση της, να απέκλειε την Τουρκία ως συνομιλητή.
Εν όψει της σχεδιαζόμενης επίσκεψης Ερντογάν στην Αθήνα έχει ανοίξει πάλι μια συζήτηση στην οποία ουσιαστικά αμφισβητείται η χρησιμότητα των ανοιχτών πολιτικών διαύλων επικοινωνίας.
Η Τουρκία είναι ο γείτονας της Ελλάδας με τον οποίο έχει τα περισσότερα προβλήματα.
Αντίθετα, η Ελλάδα είναι ο γείτονας της Τουρκίας με τον οποίο διατηρεί τα λιγότερα προβλήματα.
Με δεδομένη τη μακρά εσωτερική κρίση που περνά η Τουρκία, αλλά δεδομένων των δύσκολων σχέσεών της με ένα μεγάλο μέρος της διεθνούς κοινότητας, ο Ερντογάν εμφανίζεται απομονωμένος – και πράγματι είναι.
Μάλιστα οι πληροφορίες αναφέρουν ότι στο τελευταίο ταξίδι του Νίκου Κοτζιά στην Άγκυρα, η τουρκική πλευρά ήταν εκείνη που έριξε την ιδέα της επίσκεψης Ερντογάν στην Αθήνα.
Εδώ να σημειώσουμε πως ακριβώς τις ίδιες ημέρες στις οποίες ο κ. Κοτζιάς βρισκόταν στην Άγκυρα και είχε συνάντηση με τους Ερντογάν – Τσαβούσογλου, επισκεπτόταν την Σμύρνη ο υπουργός Οικονομίας Δημήτρη Παπαδημητρίου, όπου είχε συνάντηση με τον Τούρκο ομόλογό του Νιχάτ Ζεϊμπεκτσί.
Πληροφορίες από αξιωματούχους στην Αθήνα αναφέρουν ότι αν και οι δύο επισκέψεις ήταν εντελώς τυχαίες, ωστόσο οι παράλληλες επισκέψεις αυτές αποτελούν επιδίωξη της κυβέρνησης.
Συγκεκριμένα η ατζέντα της οικονομικής σύσφιξης και των επιχειρηματικών συνεργασίών των δύο χωρών, θεωρούνται ένας βελούδινος τρόπος διμερούς επικοινωνίας, αλλά και ένας μοχλός που θα διατηρούσε μια περίοδο χαμηλής έντασης των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Ο οικονομικός τομέας, άλλωστε, φαίνεται ότι ενδιαφέρει αρκετά και την άλλη πλευρά του Αιγαίου.
Όπως σημειώνει σε ρεπορτάζ της Μιλιέτ υπό τον πρωτοσέλιδο τίτλο «Μετά από 65 έτη μεταβαίνει στην Αθήνα», ανάμεσα στα θέματα που αναμένεται να μπουν στην ατζέντα της επίσκεψης Ερντογάν είναι: η αύξηση του όγκου των διμερών εμπορικών συναλλαγών στα 10 δισ. δολάρια η έναρξη των ακτοπλοϊκών δρομολογίων μεταξύ Σμύρνης – Θεσσαλονίκης η σιδηροδρομική σύνδεση Κωνσταντινούπολης – Θεσσαλονίκης η κατασκευή δεύτερης γέφυρας στη συνοριακή πύλη Ίψαλα – Κήποι η αύξηση των αεροπορικών δρομολογίων μεταξύ των δύο χωρών.
Υπογραμμίζεται ότι ο τίτλος της τουρκικής εφημερίδας αναφέρεται στο γεγονός ότι η τελευταία φορά που επισκέφτηκε Τούρκος πολιτικός με την ιδιότητα του εν ενεργεία Προέδρου την Αθήνα ήταν πριν από 65 χρόνια.
Συμβολικά να επισημάνουμε ότι φέτος επισκέφτηκε την Τουρκία για πρώτη φορά αρχηγός του ελληνικού κράτους από το 1952, ο Προκόπης Παυλόπουλος.
Τελευταία επίσκεψη, δηλαδή, είχε γίνει επίσης πριν από 65 χρόνια, από τον Βασιλιά Παύλο.
Παράλληλα, εν μέσω συζητήσεων για την επίσκεψη Ερντογάν έχει σημειωθεί αξιοσημείωτη ποιοτική μείωση των παραβιάσεων στο Αιγαίο.
Να σημειώσουμε πως μετά την επίσκεψη του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών στην Άγκυρα οι παραβιάσεις στο Αιγαίο βαίνουν μειούμενες, ακόμα και ποιοτικά.
Συγκεκριμένα το τελευταίο διάστημα πάνω από το Αιγαίο δεν πετάνε μαχητικά F-16, αλλά μόνο CN και ελικόπτερα.
Τι περιμένουμε όμως από μια επίσκεψη του Ταγίπ Ερντογάν; Πρακτικά και άμεσα, λίγα πράγματα θα βγουν.
Σε κάθε περίπτωση, άλλωστε, δεν μπορεί να περιμένει κανείς κάτι χειροπιαστό από τέτοιες επισκέψεις.
Σίγουρα ο Τούρκος Πρόεδρος θα θέσει κάποια ζητήματα και ο Έλληνας πρωθυπουργός θα του απαντήσει.
Όμως καθοριστικό ρόλο για την επιτυχία της επίσκεψης θα παίξει το αν ο κ. Ερντογάν επισκεφτεί ή όχι τη Θράκη.
Όπως και να ‘χει, η Ελλάδα δεν δικαιούται να εγκαταλείψει τον ρόλο του παράγοντα σταθερότητας στην περιοχή.
Κάτι που θα γινόταν ακαριαία αν έκοβε τους διαύλους επικοινωνίας με μια στρατιωτική γειτονική δύναμη όπως η Τουρκία.
Η Ελλάδα οφείλει να μιλάει με όλους.
Κι αυτό συμβαδίζει με τα δικά της πολιτικά οικονομικά, ενεργειακά και στρατιωτικά συμφέροντα, όσο και με τα αντίστοιχα συμφέροντα της Κυπριακής Δημοκρατίας.