Η αντιπολίτευση, μέσα από τις «βαθυστόχαστες» αναλύσεις των προσκείμενων σ’ αυτήν μέσων ενημέρωσης, ισχυρίζεται ότι προωθείται με συνοπτικές διαδικασίες η «επιζήμια εθνικά» λύση του «Μακεδονικού» και ότι αυτό θα οδηγήσει στην πτώση της κυβέρνησης.
Ενώ είναι γνωστό ότι όλοι αυτοί οι «Μακεδονοφάγοι» για πάνω από τριάντα χρόνια έκαναν τα αδύνατα δυνατά για να κρατήσουν ανοικτή την πληγή σε αυτό το εθνικό θέμα.
Ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών συναντήθηκε με τον Αλβανό ομόλογό του στην Κρήτη.
Οι γνωστοί «Μακεδονοφάγοι» ούτε λίγο ούτε πολύ ζητούσαν να μην τον συναντήσει.
Ταυτόχρονα διαμαρτύρονται γιατί ο κ. Νίκος Κοτζιάς προετοίμασε την επίσκεψη του Τούρκου Προέδρου, Ταγίπ Ερντογάν, στην Ελλάδα και ότι δεν έπρεπε να πάει ο Νίκος Κοτζιάς στην Τουρκία για να αναθερμάνει το διάλογο με την Άγκυρα, τη στιγμή μάλιστα που οι Τούρκοι προκαλούν στο Αιγαίο.
Τίθεται ένα ερώτημα και πρέπει να απαντηθεί από την αντιπολίτευση: Θέλει η αντιπολίτευση να πάψει η Ελλάδα να έχει σχέσεις με όσους από τους γείτονές της έχει διαφορές και να βρίσκεται σε επικοινωνία μόνον με εκείνους που δεν έχει;
Αν κάτι τέτοιο επιδιώκει, πως να το ονομάσουμε, εκτός από σύγχρονο εθνικό απομονωτισμό, ο οποίος εδράζεται σε ένα ολόκληρο λόμπι: σε κόμματα, στον κρατικό μηχανισμό και σε ΜΜΕ.
Το γνωστό αυτό λόμπι επιδιώκει την πλήρη ακινησία στην εξωτερική πολιτική και την ερμητική απομόνωση της χώρας από το περιφερειακό και διεθνές γίγνεσθαι.
Ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές του Ψυχρού Πολέμου, οι τότε δυο υπερδυνάμεις φρόντιζαν πάση θυσία να κρατήσουν ανοικτούς τους διαύλους επικοινωνίας, προκειμένου να αποτρέψουν τις χειρότερες εξελίξεις. (π.χ. έναν πυρηνικό όλεθρο).
Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι η «κρίση των πυραύλων» στην Κούβα και ο διπλωματικός πυρετός που ακολούθησε ανάμεσα σε Ουάσιγκτον και Μόσχα για να πέσει το θερμόμετρο της έντασης.
Δυστυχώς οι ανερμάτιστοι «εθνικόφρονες» επικρίνουν, ανέξοδα, τον υπουργό Εξωτερικών, κ. Νίκο Κοτζιά, επειδή επισκέφθηκε την Άγκυρα, ακριβώς λόγω του ότι η κατάσταση στο Αιγαίο είναι άκρως προβληματική και εγκυμονεί κινδύνους για κάποιο «ατύχημα»;
Επαγγελματίες πατριδοκάπηλοι
Πρόσφατα, ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών ανέφερε ότι, «εάν δεν μιλάει η Διπλωματία, τότε υπάρχει ο κίνδυνος να μιλήσουν άλλοι».
Προφανώς, οι οπαδοί του «λόμπι του απομονωτισμού» θεωρούν ότι είναι προτιμότερο να μην μιλάμε με κανέναν, και γιατί όχι, να κάνουμε και κανέναν πόλεμο.
Το «λόμπι του απομονωτισμού», δεν υπάρχει μόνον στη δική μας μεριά του Αιγαίου.
Στην αντίπερα όχθη έχει πληθώρα ομοϊδεατών. Ακριβώς με τις ίδιες «απόψεις», από την τουρκική πλευρά.
Ιδού ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: γράφει η τουρκική εφημερίδα, «Βατάν» ότι, «αντικειμενικά μιλώντας, οι εντάσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας πηγάζουν από την Αθήνα». Γεμάτος σιγουριά ο σχολιαστής, επισημαίνει: «Γενικότερα, η Άγκυρα είναι η πλευρά που αμύνεται».
Επιπλέον, αφού αναφέρεται στην «πρόκληση» της ελληνικής πλευράς να πραγματοποιήσει πρόσφατα στρατιωτική άσκηση στη Ρόδο, μαζί με την Αίγυπτο, κάνει τη διαπίστωση ότι «η Ελλάδα ήταν πάντα ένας δύσκολος γείτονας για την Τουρκία, αλλά κάπου – κάπου γίνονται ακατανόητα τα έργα της» (!).
Τέλος, σημειώνει με νόημα: «Πρέπει να έχουμε ανοικτά τα μάτια μας προς την Αθήνα ενόψει της επίσκεψης Ερντογάν. Της πρώτης σε επίπεδο προέδρου ύστερα από 65 χρόνια. Θα έχει ενδιαφέρον να δούμε εάν, μέχρι τότε, η Ελλάδα θα ακολουθήσει μία νέα πολιτική έντασης ή όχι». Λέει, δηλαδή, ακριβώς ό,τι λένε και οι δικοί μας εδώ.
Ο στόχος και από τη μια από την άλλη μεριά, είναι ο ίδιος. Να μην ανοίξει ούτε ένα κανάλι συνεννόησης και να συνεχιστεί ο «ψυχρός» (;) πόλεμος μεταξύ των δυο χωρών.
Αλλοπρόσαλλοι
Βέβαια, η επίθεση που δέχεται η εξωτερική πολιτική, την οποία ακολουθεί η κυβέρνηση από το «λόμπι της εθνικής απομόνωσης» δεν προκαλεί εντύπωση.
Είναι εκείνοι που ασκούν κριτική με γνώμονα τα στενά μικροκομματικά οφέλη, εξυπηρετώντας έτσι, όχι απλά τις πιο οπισθοδρομικές δυνάμεις, αλλά ακόμα -αντικειμενικά- και ξένα συμφέροντα.
Ας θυμηθούμε τι έλεγαν μέχρι να πάει ο κ. Αλέξης Τσίπρας στις ΗΠΑ: ότι οι Αμερικάνοι δεν θέλουν να βλέπουν τον κ. Τσίπρα ούτε ζωγραφιστό.
Όταν πήγε, όμως, κάποιοι ανακάλυψαν ότι τα έδωσε όλα στους Αμερικάνους, και κάποιοι άλλοι πάλι, τον καλούσαν να δώσει ακόμα … περισσότερα.
Εσχάτως, κάποιοι «ανακάλυψαν» ότι υπάρχουν σύννεφα στις σχέσεις Ελλάδας – Ρωσίας, αλλά μέχρι χτες για τους ίδιους ο κ. Νίκος Κοτζιάς, υπουργός εξωτερικών ήταν (σχεδόν) πράκτορας του Πούτιν.
Πιο αλλοπρόσαλλοι –κατά το «τα καλά και συμφέροντα»- δεν γίνεται. Ας αποφασίσουν τελικά: Πρέπει να μιλάει η Ελλάδα με τον Τράμπ, τον Πούτιν, τη Μέρκελ, τον Ερντογάν, και ποιος ξέρει ποιον ακόμα «διάβολο», ή να κλείσουμε το «μαγαζί» και να γίνουμε Αλβανία του Χότζα (που ακόμα κι αυτός με κάποιους μιλούσε).
Παλικαρισμοί
Με αφορμή τους υψηλούς τόνους της ρητορικής στις ελληνοαλβανικές σχέσεις και τον «πόλεμο» ανακοινώσεων Αθήνας – Τιράνων, ο κ. Νίκος Κοτζιάς δήλωσε πρόσφατα για τη σκοπιμότητα της συνάντησής του με τον Αλβανό ομόλογό του, κ. Ντίτμιρ Μπουσάτι:
«Ακόμα κι αν υπάρχουν ανταλλαγές σκληρών ανακοινώσεων, στις οποίες από την πλευρά μας δε δίνουμε συνέχεια, οι διαπραγματεύσεις μπορούν να γίνουν. Αποδεικνύεται ότι πρέπει να κλείσουμε τα θέματα. Γιατί αν δεν τα κλείσουμε, κάθε μέρα θα μας βγαίνει κι ένα τέτοιο πρόβλημα».
Παρά ταύτα, η ΝΔ, μόλις μερικές ημέρες πριν τη συνάντηση, ούτε λίγο ούτε πολύ, αναρωτιόταν, με ανακοίνωσή της, αν πρέπει να γίνει η συνάντηση.
Βέβαια, για δικούς του λόγους, ο Τομεάρχης Εξωτερικών της ΝΔ, κ. Γ. Κουμουτσάκος, είναι φυσικό να υψώνει τις κορώνες στις ελληνοτουρκικές, τις ελληνοαλβανικές κ.ο.κ. σχέσεις, προκειμένου να καλύψει τη λίαν πρόσφατη γκάφα του να στηρίξει, χωρίς προσχήματα, τον Ισπανό Πρέσβη στην Αθήνα, όταν αυτός κατήγγειλε την ελληνική κυβέρνηση ότι δήθεν δεν έχει πάρει θέση για το «Καταλονικό».
Όταν, όμως, βγήκε η ανακοίνωση επανόρθωσης της ισπανικής πρεσβείας, … μούγγα ο κύριος!
Στην περίπτωση της Αλβανίας, είναι εδώ και πολύ καιρό εμφανής η προσπάθεια του λόμπι -ένθεν κακείθεν των συνόρων- να τορπιλίζει κάθε προσπάθεια για διευθέτηση των διμερών σχέσεων.
Σοβαρή ευθύνη γι’ αυτή την κατάσταση αναμφισβήτητα φέρει και ο Αλβανός Πρωθυπουργός, Έντι Ράμα, ο οποίος έχει επανειλημμένως προβεί σε αλυτρωτικά παραληρήματα και εθνικιστικούς παλικαρισμούς.
Εσχάτως, η αλβανική κυβέρνηση, προκειμένου να ρίξει στάχτη στα μάτια της κοινής γνώμης της χώρας της και να την αποπροσανατολίσει από τις αποκαλύψεις για ενδεχόμενη σχέση κυβερνητικών κύκλων με το οργανωμένο έγκλημα, ρίχνει λάδι στη φωτιά των ελληνοαλβανικών σχέσεων, προβαίνοντας σε αιφνιδιαστικές ενέργειες στη μειονοτική περιοχή της Χειμάρρας.
Όλα αυτά δεν περνούν απαρατήρητα. Πόσο μάλλον, αφού η στάση της αλβανικής κυβέρνησης απέναντι στα θέματα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των μειονοτήτων, της καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος και της διαπλοκής του με πολιτικούς κύκλους στη χώρα, καθώς και της δικαιοσύνης, θα αποτελέσουν βασικά κριτήρια για την -ομαλή ή μη- ευρωπαϊκή πορεία της γείτονος.
Και, βέβαια, είναι γνωστό ότι ο δρόμος της Αλβανίας για την ΕΕ περνάει από την Αθήνα.
Αδυναμία ή υπευθυνότητα;
Τα ακανθώδη προβλήματα, είτε σε σχέση με την Αλβανία και τα Σκόπια, είτε πολύ περισσότερο με την Τουρκία, δεν είναι δυνατόν να κρύβονται σαν τα σκουπίδια κάτω από το χαλί.
Επιβάλλεται, τουλάχιστον να κουβεντιάζονται και να αναζητούνται λύσεις εκτόνωσης των κρίσεων, με το αυτονόητες τις «κόκκινες γραμμές» των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας.
Άραγε, οι κάθε λογής αιθεροβάμονες έχουν την ψευδαίσθηση ότι με την πιθανή έλευση του Ερντογάν στην Ελλάδα θα λυθούν τα σύνθετα προβλήματα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις ή ότι ο ίδιος δεν θα επιμείνει στις θέσεις του; Με την ίδια επιμονή θα εκθέσει για μια ακόμη φορά τις θέσεις της και η ελληνική πλευρά.
Η προσπάθεια της Αθήνας είναι να μην καταρρεύσουν οι γέφυρες επικοινωνίας μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Διότι, σε αυτή την περίπτωση οι κίνδυνοι για εκτροπή στο Αιγαίο, θα αυξηθούν.
Ήδη, η τουρκική παραβατικότητα στο Αιγαίο, που ξεκίνησε με ιδιαίτερη ένταση από το 2014, έχει κλιμακωθεί σοβαρά, με αποτέλεσμα να έχει φτάσει στα υψηλότερα επίπεδα της δεκαετίας.
Και εδώ ακριβώς σπεύδει η ελληνική Διπλωματία: Για να ρίξει –όσο γίνεται- το θερμόμετρο, και να «ξεπαγώσει» τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, οι οποίες, εδώ και ενάμισι χρόνο, βαίνουν σημειωτόν.
Είναι, εξάλλου, γνωστό, ότι ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου, παρά τις επανειλημμένες κρούσεις του κ. Νίκου Κοτζιά για συνάντηση, ήδη από την αρχή του έτους, απέφευγε συστηματικά να ανταποκριθεί.
Πρόσφατα ο κ. Νίκος Κοτζιάς υπερασπιζόμενος την εξωτερική πολιτική της Κυβέρνησης ενόψει της επίσκεψης του Ερντογάν στην Αθήνα, δήλωσε ότι «Φροντίδα μας είναι να ξανατεθούν οι δυο χώρες σε διάλογο σε όλα τα επίπεδα και να ξανανοίξουν τα κανάλια των συζητήσεων.
»Αυτό, για να είμαι σαφής, δεν το κάνει κανένας από θέση ανασφάλειας, ούτε επειδή είμαστε αδύναμοι, όπως κάποιοι έτσι το καταλαβαίνουν.
»Ίσα – ίσα νιώθουμε αρκετή αυτοπεποίθηση. Η χώρα είναι ξανά ενδυναμωμένη και το δικό μας το καθήκον, ιδιαίτερα στα Βαλκάνια αλλά και απέναντι στην Τουρκία, είναι, ακριβώς επειδή έχουμε αυτή τη ισχύ, να συμπεριφερθούμε με υπευθυνότητα για να αναπτυχθούν θετικά αυτές οι σχέσεις».