Μία επίσκεψη, οποιουδήποτε ξένου ηγέτη στον Λευκό Οίκο, δεν είναι εύκολο να αποτιμηθεί λίγες ώρες μετά το τέλος της. Η παραπάνω τοποθέτηση είναι κανόνας για όσους από εμάς καλύπτουμε συναντήσεις του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, διότι γνωρίζουμε πως εάν δεν καταλαγιάσει ο κουρνιαχτός, ουδείς μπορεί να γνωρίζει τα κέρδη και τις «ζημίες» του ξένου αρχηγού κράτους ή κυβέρνησης.
Οι υποστηρικτές και οι αντίπαλοι του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα, που έγινε δεκτός με τιμές από τον Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, πιστεύω ότι βιάστηκαν. Διότι, δεν λύθηκε κανένα ελληνικό πρόβλημα, ούτε και αναμέναμε να συμβεί κάτι τέτοιο μετά από συζητήσεις δύο ωρών, αλλά και ούτε ο Πρωθυπουργός «έδωσε τα πάντα χωρίς να κερδίσει τίποτα».
Οι παραπάνω θέσεις απέχουν από την πραγματικότητα. Η Τρίτη 17 Οκτωβρίου ήταν «μέρα της Ελλάδας» στην Ουάσιγκτον, ένα γεγονός που χάνεται ανάμεσα στα «συνθήματα» των κομματικών αντιπαραθέσεων, και στους παραπλανητικούς τίτλους των ιστοσελίδων, που είχαν προδιαγράψει το αποτέλεσμα πριν ακόμα ολοκληρωθεί η επίσκεψη.
Απάντησαν και οι άλλες πλευρές, η κυβερνητική και η φιλοκυβερνητική, που επίσης άγγιξαν την υπερβολή, διότι ναι μεν ήταν μία καλή επίσκεψη, αλλά τα πραγματικά αποτελέσματα θα τα γνωρίζουμε στο μέλλον. Η αλήθεια είναι ότι ο Πρόεδρος Τραμπ επιφύλαξε θερμότατη υποδοχή στον κ. Τσίπρα, μέχρι σημείου παρεξήγησης.
Ο Λευκός Οίκος αναβάθμισε την επίσκεψη του πρωθυπουργού, του παραχώρησε και το Blair House, του απένειμε τιμές το στρατιωτικό άγημα των αμερικανικών Ενόπλων Δυνάμεων, του σχεδίασε και μία καλοστημένη συνέντευξη Τύπου, κατά την οποία ο κ. Τσίπρας είχε «μπροστά στα πόδια του» την αφρόκρεμα της αμερικανικής δημοσιογραφίας.
Οι δηλώσεις του μεταδόθηκαν «ζωντανά» παντού, και ειδικά η «εξήγηση» που έδωσε μπροστά στον πλανητάρχη για μία δήλωσή του, για τον τότε προεδρικό υποψήφιο των Ρεπουμπλικάνων.
Ήταν η μόνη στιγμή στη διάρκεια της παρουσίας του πρωθυπουργού που «δάγκωσα τα χείλη μου». Διότι ο Τραμπ, και θυμάται τα πάντα, και δεν συγχωρά.
Ουδείς μπορεί να πει με βεβαιότητα, αν εννοούσε αυτό που είπε ο Αμερικανός Πρόεδρος –«μακάρι να το ήξερα αυτό πριν από την ομιλία μου»-, ούτε αν θα τον επηρεάσει στις μελλοντικές του αποφάσεις.
Όπως διαπίστωσα φεύγοντας από το Λευκό Οίκο, ήμουν από τους λίγους που πιστεύουν ότι η απάντηση του κ. Τράμπ, και το καταγράφω νέτα-σκέτα, δεν ήταν πλάκα. Δεν έχω αμφιβολία ότι ενοχλήθηκε, διότι αυτός είναι ο χαρακτήρας του. Και το πιο αθώο αστείο το αναγάγει σε υπαινιγμό ή επίθεση, και πάντα απαντά. Όμως, η κουβέντα του Πρωθυπουργού για τον κ. Τραμπ, όταν βεβαίως δεν πίστευε κανείς ότι θα κατακτούσε το Λευκό Οίκο, οπότε οι πάντες δεν σκέφτονταν πριν τον κατηγορήσουν, είναι και ένα μάθημα, ότι οι πολιτικοί «δεν πρέπει να αφήνουν τη γλώσσα τους να πηγαίνει περίπατο».
Είμαι βέβαιος ότι ο Πρωθυπουργός δεν περίμενε ποτέ ότι θα βρισκόταν ενώπιον αυτής της άβολης κατάστασης, στην οποία δόθηκε μεγάλη δημοσιότητα στην Αμερική. Παρακολουθώντας χθες τον Πρωθυπουργό, από το Όβαλ Όφις, στην αίθουσα συσκέψεων και στην κοινή συνέντευξη Τύπου, σκέφτηκα ότι αν ανήκα στον σκληρό πυρήνα των αμετανόητων οπαδών του ΣΥΡΙΖΑ, θα είχα κάνει …χαρακίρι. Ο πρώτος (με ή χωρίς εισαγωγικά) αριστερός πρωθυπουργός να κάθεται δίπλα και απέναντι στον Ντόναλντ Τραμπ και να τον υμνεί, να εκφράζεται με τα καλύτερα λόγια για την Αμερική και να ομιλεί για στρατηγική συνεργασία με την υπερδύναμη. Βέβαια, πια είναι πρωθυπουργός της Ελλάδας, όχι αρχηγός των «ατάκτων», και πρέπει να δρα και να αντιδρά με υπευθυνότητα.
Φεύγοντας σήμερα το βράδι από την Ουάσιγκτον, ο κ. Τσίπρας δεν θα κουβαλά στις βαλίτσες του τις λύσεις για το «Ελληνικό Πρόβλημα», αλλά σίγουρα μπορεί να υπερηφανεύεται ότι τον δέχθηκαν με τιμές στην Ουάσιγκτον, και του έδωσαν πολλές ελπίδες.
Αυτό είναι αλήθεια. Απ’ εκεί και πέρα, για να υλοποιηθούν όσα συμφωνήθηκαν και παρουσίασε ο Πρόεδρος Τραμπ, χρειάζεται σκληρή δουλειά, και το πλέον σημαντικό, πρέπει να υπάρχει σοβαρότητα από την ελληνική πλευρά. Δεν είναι η πρώτη φορά που «ζήσαμε» μία επιτυχημένη επίσκεψη, αλλά τα λόγια δεν έγιναν ποτέ πράξεις.
Ο κ. Τσίπρας κέρδισε καθαρά την αμερικανική υποστήριξη για την ελάφρυνση του χρέους, για την πραγματοποίηση επενδύσεων και για την αύξηση του τουριστικού ρεύματος από την Αμερική. Όμως η υποστήριξη για την ελάφρυνση συνδέθηκε με την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων.
Η Ελλάδα βρίσκεται όντως στο τέλος της οικονομικής τραγωδίας της, αλλά για να επιτύχει καθαρή έξοδο από τα Μνημόνια, θα «ματώσει» ξανά ο λαός. Και για το θέμα αυτό, ο κ. Τραμπ δεν μπορεί να βοηθήσει, η κυβέρνηση πρέπει να βοηθήσει τον εαυτό της και την Ελλάδα.
Είναι σημαντικό κίνητρο αυτό που μου έλεγε ένας Αμερικανός αξιωματούχος: ότι μετά την καθαρή έξοδο από τα Μνημόνια «η Ελλάδα θα πετάξει».
Η επίσκεψη του κ. Τσίπρα, χαρακτηρίστηκε -λόγο του τρόπου που παρουσίασε το θέμα ο κ. Τραμπ- από την (απαραίτητη) αναβάθμιση των ελληνικών F-16. Από τη στιγμή που ανακίνησε το θέμα, και το συνέδεσε με τη δημιουργία θέσεων εργασίας στην Αμερική, κινδύνευσε αυτή καθ’ αυτή η επίσκεψη, άσχετα αν οι Έλληνες στρατιωτικοί έκρουσαν από καιρό τον κώδωνα του κινδύνου εδώ και καιρό, διότι τα περισσότερα από τα πολεμικά αεροπλάνα έφτασαν στα όρια τους. Βέβαια, τα 2,4 δις ευρώ, σε μία εποχή που η κυβέρνηση υποβάλλει τους πολίτες στην απίστευτη ταλαιπωρία της φορολογίας, είναι ένα υπερβολικό ποσό.
Οι διευκρινήσεις του υπουργού Άμυνας, ότι «η οροφή για την αναβάθμιση των F-16 από τον προϋπολογισμό είναι 1,1 δισ. ευρώ και τα υπόλοιπα ποσά αφορούν προγράμματα βοήθειας και αντισταθμιστικά», είναι καλοδεχούμενες αλλά δεν καθησυχάζουν τον λαό.
Η Αμερική και η Ελλάδα, θα μπορούσαν να συμφωνήσουν στο θέμα αυτό καλύπτοντας το μεγάλο ποσό με άλλα μέσα. Γεγονός είναι ότι ούτε η σημερινή αντιπολίτευση, όσο και να φωνάζει, θα μπορούσε να πράξει κάτι διαφορετικό, στο θέμα της αναβάθμισης των F-16. Και η ανακοίνωσή της, που αναφέρει ότι η “συμφωνία θα κοστίσει στην ελληνική οικονομία 2,4 δισ. δολάρια, προσφέροντας θέσεις εργασίας όχι στην Ελλάδα, αλλά στις Ηνωμένες Πολιτείες», θυμίζει τον παλιό κακό ΣΥΡΙΖΑ, όταν έκανε πολιτική με συνθήματα χάνοντας μονίμως την ουσία.
Είμαι βέβαιος ότι ο κ. Τσίπρας δέχθηκε τη συμφωνία για τα F-16 με βαριά καρδιά, διότι δεν εξυπηρετεί καν το αφήγημά του. Αλλά έχει φανταστεί κανείς πως θα τον αντιμετώπιζε η αντιπολίτευση εάν είχε προχωρήσει σε συμφωνία και για τη Σούδα; Που σύμφωνα με τους στρατιωτικούς είναι και αυτή απαραίτητη.
Στρατηγικά και εθνικά σκεπτόμενοι, η υπόθεση της Σούδας θα μπορούσε να εξυπηρετήσει πολλαπλώς την Ελλάδα: Διπλωματικά, οικονομικά και ιδιαίτερα στην περίπτωση που η χώρα επιθυμεί να εμπλακεί στο γεωστρατηγικό παιγνίδι στην ευρύτερη γειτονιά μας.
Η Σούδα είναι μία από τις καλύτερες αμερικανικές βάσεις στον κόσμο, οι Ηνωμένες Πολιτείες την έχουν μεγάλη ανάγκη, και λόγω αυτού δείχνουν έτοιμες για ένα μεγάλο «ντιλ». Αντιλαμβάνομαι ότι η Ελλάδα και η Αμερική εισήλθαν σε εντατικές συνομιλίες «για να τα βρουν» στο μείζον αυτό θέμα, που θα μπορούσε να εξυπηρετήσει πολλαπλώς την Ελλάδα.
Τα αποτελέσματα της επίσκεψης του πρώτου αριστερού πρωθυπουργού, δεν θα τα δούμε αύριο. Θα περάσει χρόνος, όπως και στις προηγούμενες επισκέψεις Ελλήνων ηγετών.
Αλλά η ισοπέδωση της επίσκεψης είναι λάθος αντιμετώπιση μίας διαφορετικής κατάστασης.
Καταλήγοντας, ο πρωθυπουργός μπορεί να προσβλέπει στην αμερικανική βοήθεια για την ελάφρυνση του χρέους, αλλά -για να είμαστε ειλικρινείς- οι Αμερικανοί δεν θα βάλουν το χέρι στη τσέπη. Δεν έδωσαν χρήματα, ούτε δανεικά, στα χρόνια που δεν κυβερνούσε ο κ. Τσίπρας.
Άρα ούτε και τώρα θα δώσουν, διότι η Ελλάδα είναι μέλος της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης, και οι Αμερικανοί δεν έχουν καμία ευθύνη. Αλλά, έχουν δίκιο και οι Ευρωπαίοι όταν απαντούν στις νουθεσίες των υπουργών του Τραμπ για την ελάφρυνση, λέγοντας «εσείς δεν δώσατε δανεικά». Η αμερικανική υποστήριξη, εάν από τα λόγια πάμε στις πράξεις, θα είναι σημαντική σε ότι αφορά την μικρή έστω αλλαγή της στάσης του Ταμείου, ώστε η Ελλάδα να εγκαταλείψει τα Προγράμματα και να φύγει από την επιτροπεία.
Αλλά, εάν πραγματικά στοχεύουν να βοηθήσουν την Ελλάδα, ο χώρος των επενδύσεων και του τουρισμού, όπως είπε και ο κ. Τραμπ, είναι κερδοφόρος. Επίσης, ένας άλλος χώρος εξίσου κρίσιμος, είναι αυτός της ενέργειας. Οι αμερικανικές εταιρείες έχουν δείξει μεγάλο ενδιαφέρον και η Exxon-Mobil έχει ήδη δραστηριοποιηθεί και ευελπιστεί σε μεγάλα κέρδη. \
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ: Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας έφτασε στην Αμερική ως ένας αριστερός πολιτικός, με περίεργες αριστερές απόψεις, που κάποτε ήταν φίλος με τον Μαδούρο, (ο οποίος είναι προσωπικός εχθρός του κ. Τραμπ), και αναχωρεί απόψε για τις Βρυξέλλες ως ένας κλασικός κεντροαριστερός ηγέτης, που «αναβαπτίστηκε» στην Αμερική του Τραμπ. Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα της επίσκεψης του πρωθυπουργού στο Λευκό Οίκο…
Ολόκληρο το άρθρο του Μιχάλη Ιγνατίου ( ανταποκριτή του Mega και ελληνικών εφημερίδων στην Ουάσινγκτον ) υπό τον τίτλο : ” Τιμές και δόξες για τον Αλέξη Τρίπρα από τον Τραμπ: Όμως από τα λόγια θα πάμε ποτέ στις πράξεις; ” μπορείτε να το διαβάσετε στην ιστοσελίδα mignatiou.com