Το βράδυ της Πέμπτης 21 Σεπτεμβρίου οι κυπριακές ομογενειακές οργανώσεις της Αμερικής απένειμαν στη Νέα Υόρκη το “Βραβείο Ελευθερίας” στον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών Νίκο Κοτζιά, για τον αταλάντευτο πατριωτισμό του στην επίλυση του Κυπριακού.
Σε μια φορτισμένη συναισθηματικά ατμόσφαιρα, σε μια αίθουσα κατάμεστη από ομογενείς, ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών εκφώνησε έναν βαθύτατα πατριωτικό λόγο, γραπτό μνημείο και διαχρονική διδαχή.
Διαβάστε ολόκληρη την ομιλία του Νίκου Κοτζιά:
Είναι μεγάλη τιμή για μένα η βράβευσή μου από την Παναμερικανική Ένωση Κυπρίων.
Από την καρδιά της Μεγαλονήσου στις ΗΠΑ. Είναι μια τιμή που μου δίνει χαρά και ικανοποίηση.
Η Κύπρος έχει ανάγκη από πατριώτες και πατριωτικές πράξεις.
Ο πατριωτισμός δεν έχει καμιά σχέση με τον ακραίο εθνικισμό και πολύ λιγότερο με τον σωβινισμό.
Σκόπιμα κάποιοι διαστρεβλώνουν τη διαφορά ανάμεσα στους δύο αυτούς όρους, τις δύο αυτές πολιτικές στάσεις.
Όταν γίνεται λόγος για τον πατριωτισμό, μιλάμε για τους δεσμούς που έχει κάθε άνθρωπος με τον γεωγραφικό χώρο όπου μεγαλώνει ή θα ήθελε να μεγαλώσει, με τον πολιτικό χώρο όπου κάθε πολίτης διασφαλίζει τα δικαιώματά του.
Τον χώρο της δημοκρατικής του ύπαρξης, δράσης και επιλογής.
Τον χώρο του οποίου τον πολιτισμό, τη γλώσσα, τις παραδόσεις και έθιμα, τις εκφράσεις (από μουσικές μέχρι διαλόγου) θεωρεί ως δικό του.
Πρόκειται για τον χώρο που του δίνει ταυτότητα και την αίσθηση ότι ανήκει κάποιος κάπου.
Για τους ξενιτεμένους συχνά δημιουργούνται αντιφάσεις και διλλήματα, καθότι μπορεί και να διαθέτουν το αίσθημα ότι ανήκουν σε δύο πατρίδες.
Αλλά και εγώ που δεν είμαι ξενιτεμένος, νιώθω να έχω δύο πατρίδες: την Μητέρα μου Ελλάδα και την αδελφή μου Κύπρο.
Οι δύο αυτές πατρίδες συναποτελούν έναν χώρο πολιτισμικά σε μεγάλο βαθμό ενιαίο.
Δομημένος, όμως, σε δύο ξεχωριστά κράτη με τις ιδιαιτερότητές τους.
Όποιος δεν σέβεται αυτές τις ιδιαιτερότητες, το γεγονός ότι οι πολίτες Κύπρου και Ελλάδας διασφαλίζουν τα δικαιώματά τους, δηλαδή τον συνταγματικό τους πατριωτισμό σε διαφορετικά κρατικά-θεσμικά συστήματα, μπορεί να βλάψει και τις δύο πατρίδες.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα εγκληματικά γεγονότα του καλοκαιριού του 1974 που επέτρεψαν στην Τουρκία να παραβιάσει τον διεθνή νόμο και νομιμότητα.
Να βρει την Κύπρο σε μεγάλο βαθμό ανυπεράσπιστη, παρά τον ηρωισμό συμπατριωτών μας, Ελλαδιτών και Κυπρίων.
Γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή μου, όπως, επίσης, και εκείνα της δεκαετίας του εξήντα. Γεγονότα που πολιτικοποίησαν τη γενιά μου.
Ο πατριωτισμός συνδέεται, λοιπόν, με ένα αίσθημα αγάπης για τον πάτριο χώρο, τα δημοκρατικά δικαιώματα σε αυτόν, τον πάτριο πολιτισμό.
Συνδυάζεται, όμως, ταυτόχρονα με έναν βαθύ διεθνισμό.
Ο πατριωτισμός αναγνωρίζει την αξία και των άλλων «πατρίδων», το δικαίωμα διαφορετικών λαών να είναι περήφανοι και εκείνοι για την ιστορία τους, τους θεσμούς και τις παραδόσεις τους.
Τον πολιτισμό και τα έθιμά τους. Δεν σέβεται απλά το διαφορετικό. Πάει πολύ παρά πέρα από μια στενή αντίληψη ανεκτικότητας στο διαφορετικό. Επιδιώκει να ενσωματώσει και να αφομοιώσει στοιχεία του.
Με αυτό τον τρόπο, εμπλουτίζει την δική του πατρίδα, τον πολιτισμό, τους θεσμούς, τις δημοκρατικές διαδικασίες και σχέσεις σε αυτόν. Αναγνωρίζει, δηλαδή, την αξία του διαφορετικού.
Εξάλλου, κανένας πολιτισμός και κανένα δημοκρατικό θεσμικό σύστημα, αξίες και αρχές δεν εμφανίστηκαν από το πουθενά, δεν έπεσαν από τον ουρανό.
Όλα έχουν επηρεαστεί από προγενέστερους πολιτισμούς, την κληρονομιά τους, καθώς και τις θετικές πλευρές πολλών πολιτισμών της εποχής τους.
Ένα δημοκρατικό πατριωτικό κίνημα, μια πατριωτική στάση, είναι ταυτόχρονα αλληλέγγυα με όσους επιδιώκουν ανάλογους με εκείνον στόχους, αξίες και αρχές.
Ο πατριωτισμός διασφαλίζει το πάτριο έδαφος και δημοκρατικό ορίζοντα μέσα και από τον διεθνισμό του.
Σε αντίθεση με τον πατριωτισμό, ο ακραίος εθνικισμός δεν σέβεται το διαφορετικό.
Δεν αποδέχεται ότι και άλλοι λαοί μπορούν να έχουν πλούσιο πολιτισμό, σημαντικά στοιχεία στην ύπαρξή τους.
Δεν αναγνωρίζει ότι αξίες υπάρχουν και στον τρόπο ζωής, καθημερινής ζωής, παραδόσεις και όνειρα τρίτων.
Αυτός ο τύπος εθνικισμού είναι το αντίθετο προς τον δημοκρατικό πατριωτισμό.
Θεωρεί τη δική του ταυτότητα ανώτερη κάθε άλλης, όχι απλώς προτιμητέα για τον ίδιο.
Υποτιμά τις επιτυχίες των άλλων.
Δεν θεωρεί ότι έχει να μάθει οτιδήποτε από κανέναν, ενώ εύκολα μπορεί να καταλήξει στο ρατσισμό.
Ο τελευταίος διατείνεται ότι ο δικός του πολιτισμός είναι ολοκληρωτικά ανώτερος των άλλων.
Ότι η τάχα ανωτερότητά του εδράζει σε πολλαπλές πηγές, ακόμα στα ίδια τα βιολογικά του χαρακτηριστικά.
Η χειρότερη μορφή άρνησης του πατριωτισμού είναι η υιοθέτηση ακραίων εθνικιστικών αντιλήψεων τρίτων.
Στην υπόθεση της Κύπρου καταγράψαμε την πιο ανόητη, αλλά, ταυτόχρονα, και την πιο ακραία περίπτωση εθνικισμού στην περιοχή μας.
Είναι η αντίληψη εκείνων που κάθε δημοκρατική-πατριωτική στάση του ελληνισμού την χαρακτηρίζουν αυθαίρετα, με στερεότυπες εκφράσεις, ως εθνικισμό και οι οποίοι αποδέχονται, συχνά εξυπηρετούν με τη στάση τους τον τουρκικό εθνικισμό.
Οι οποίοι δυσπιστούν σε ότι λένε οι ηγεσίες της Κύπρου και της Ελλάδας, αλλά υιοθετούν κάθε ψέμα της απέναντι πλευράς. Αυτό είναι ιστορικά μοναδικό φαινόμενο για τον ελληνισμό συνολικά.
Ας πάρουμε δύο παραδείγματα από τις πρόσφατες διαπραγματεύσεις γύρω από τις δύο μικρές σε έκταση αλλά σημαντικές συνθήκες που καταδυναστεύουν την Κύπρο επί δεκαετίες.
Την Συνθήκη για τις Εγγυήσεις και εκείνη για τη Συμμαχία.
Ορισμένοι δήλωσαν ότι η όποια διεκδίκηση για την κατάργησή τους είναι έκφραση εθνικισμού, αν όχι και ακροδεξιά πολιτική. Φαντάζομαι στο μυαλό τους τα εθνικοαπελευθερωτικά δημοκρατικά κινήματα, τα αντιφασιστικά κινήματα καθώς και τα αντικατοχικά φαντάζουν ως ακροδεξιά.
Καταλαβαίνω από τις θέσεις που υποστηρίζουν, ότι η υπεράσπιση της πατρίδας θεωρείται αντιπαραγωγική.
Είναι μια στάση που τη συναντά κανείς στον σύγχρονο ιστορικό αναθεωρητισμό στην Ελλάδα, ο οποίος υποστηρίζει ότι η αντίσταση στην τριπλή κατοχή της Ελλάδας στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου προκάλεσε τα δεινά της κατοχής.
Ότι αυτά δεν προκλήθηκαν από την ίδια την κατοχή.
Η αντίληψη αυτή, πιστεύει, ακόμα, ότι κακώς οι 300 του Λεωνίδα αντιστάθηκαν στον Ξέρξη.
Σήμερα έχουν φτάσει στο σημείο να θεωρούν την οποιαδήποτε απόρριψη της κατοχής της Κύπρου ως εθνικιστική πράξη!
Αυτό που απομένει να μας πουν είναι ότι η τουρκική κατοχή και η αποδοχή της είναι μια πράξη κάποιου ιδιόρρυθμου διεθνισμού.
Εξαιτίας του μεγέθους της Κύπρου και της γεωπολιτικής της θέσης, η Κύπρος με την ανεξαρτησία της δεν έγινε ταυτόχρονα ένα «κανονικό κράτος», όπως είναι τα (περισσότερα) υπόλοιπα κράτη-μέλη του ΟΗΕ.
Το Ηνωμένο Βασίλειο διατήρησε βάσεις στο νησί και η Τουρκία απέκτησε εγγυητικά δικαιώματα.
Οι πρώην αποικιακές δυνάμεις διατήρησαν την παρουσία τους στο νησί, ακριβώς με την ιδιότητα του πρώην και όχι ως αποτέλεσμα μιας συμφωνίας του νέου κράτους με νέους φίλους και συμμάχους του.
Το ερώτημα είναι απλό: η πάλη για κατάργηση των εγγυήσεων είναι μια μάχη προς τα πίσω;
Είναι μια μάχη εθνικιστική; Ή να το διατυπώσω διαφορετικά, η μετεξέλιξη της Κύπρου σε φυσιολογικό, δηλαδή με μια έννοια κανονικό, κράτος είναι ένα άδικο, ακόμα και αφύσικο, αίτημα;
Θυμίζω ότι η έννοια και απαίτηση μετατροπής της Κύπρου σε φυσιολογικό, κανονικό, κράτος πρωτοδιατυπώθηκε σε επιστολή μου προς τον ΟΗΕ πριν την Γενεύη II, δια της οποίας απέρριπτα το κείμενο των πολλαπλών φιλοτουρκικών νοθεύσεων που είχε ετοιμάσει ο Έιντε ενόψει της Γενεύης II.
Γνώρισα, μάλιστα, την τιμή να υιοθετηθεί η διατύπωσή μου από τον ΓΓ του ΟΗΕ, τον εξοχότατο κ. Γκουντέρες.
Οι τρεις εγγυήτριες δυνάμεις παραβίασαν το διεθνές δίκαιο, αλλά και την ίδια τη συνθήκη εγγυήσεων.
Η μεν Ελλάδα σύντομα συνέβαλε στην αποκατάσταση αυτής της παρέκβασης, ενώ η Τουρκία παρανομεί εδώ και 43 χρόνια απαιτώντας στις διαπραγματεύσεις την νομιμοποίηση και στερέωση αυτών των παρανομιών.
Το ερώτημα είναι απλό: η υπεράσπιση του διεθνούς δικαίου είναι στάση πατριωτική και διεθνιστική ταυτόχρονα ή εθνικιστική και ταυτόχρονα ακροδεξιά;
Η απάντηση δυστυχώς είναι απλή: η υπεράσπιση της πατρίδας και των δημοκρατικών-ανθρώπινων δικαιωμάτων είναι μια μάχη δημοκρατική.
Η μάχη για την εξάλειψη του οθωμανικού παρελθόντος ως προς την ανεξαρτησία της Κύπρου είναι δημοκρατική και αξιοπρεπής.
Ο εθνικισμός, αναχρονισμός και ακρότητα, είναι της Τουρκίας που θέλει να κατέχει τρίτο κράτος και να το ελέγχει, να έχει δικαιώματα επέμβασης σ’αυτό.
Εντάξει, αυτή είναι η Τουρκία. Διότι αν δεν ήταν αυτή, θα παραχωρούσε στα 17 εκατομμύρια κούρδων πολιτών της έστω και ένα τμήμα των δικαιωμάτων που διεκδικεί για τον εαυτό της και τους τούρκους έποικους στην Κύπρο.
Από μεθοδολογικής σκοπιάς ως προς τον πατριωτισμό, το κύριο δεν είναι η στάση της Τουρκίας. Τα συμφέροντά της κοιτά. Ή έστω, κοιτά αυτά που θεωρεί ως συμφέροντά της.
Το κύριο πρόβλημα γεννιέται από εκείνους τους συμπολίτες μας που υποστηρίζουν τις απαιτήσεις της Τουρκίας.
Που τις θεωρούν αυτονόητες και μας καλούν να τις ανεχτούμε και να τις αποδεχτούμε.
Εμφανίζουν, μάλιστα, αυτή την παράδοση ως πράξη τάχατες ενάντια στον εθνικισμό.
Στην πραγματικότητα, όμως, υιοθετούν τον επιθετικό εθνικισμό μιας χώρας, η οποία από την άποψη της δημοκρατίας βρίσκεται πιο πίσω από ότι η Κύπρος και η Ελλάδα.
Υιοθετούν, δηλαδή, τον επιθετικό και αντιδραστικό τουρκικό εθνικισμό ενάντια στον Κυπριακό και Ελληνικό πατριωτισμό.
Το ζήτημα αυτό είναι πολύ σπουδαίο και ως προς τους Τουρκοκυπρίους.
Οι Τουρκοκύπριοι ζουν εδώ και 43 χρόνια σε μια περιοχή που έχει καταληφθεί από έναν ξένο στρατό, τον τουρκικό.
Σε αυτή την περιοχή ζουν 220.000 άνθρωποι εκ των οποίων μόνο οι 95.000 είναι Τουρκοκύπριοι.
Σε αυτόν τον πληθυσμό αντιστοιχεί σήμερα ένας στρατός 43.000 κατακτητών.
Αυτοί δεν έχουν καταλάβει μόνο την Κύπρο και ασκούν κατοχή, αλλά παρεμποδίζουν την δημοκρατική ανάπτυξη της Βορείου Κύπρου και ασκούν πολιτική παρόμοια με εκείνη που ασκήσαν στην Ελληνική Ίμβρο.
Ένα νησί με 11.000 πληθυσμό στις αρχές του 20ου αιώνα, όλοι Έλληνες.
Σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάνης το νησί θα έπρεπε να αυτοδιοικείται από τους Έλληνες κατοίκους.
Όμως οι τούρκικες κυβερνήσεις ουδέποτε εφάρμοσαν τις διεθνείς συμφωνίες.
Καταπατήσαν όλα τα δικαιώματα των Ιμβρίων με αποτέλεσμα να ζουν σήμερα στο νησί χιλιάδες τούρκοι έποικοι και 300 Έλληνες. Μόλις τώρα δε, αρχίζουν να σέβονται τα συμφωνηθέντα.
Το ίδιο επιθυμούν κάποιοι να πετύχουν μακρόχρονα και στην Κύπρο.
Η ελληνοκυπριακή πλευρά υπογράμμισε και υπογραμμίζει, και εγώ μαζί, το πρόβλημα της κατοχής και της προσφυγιάς.
Εκείνο που πρέπει να υπογραμμίσουμε, επιπλέον, είναι ότι ελεύθερος Τουρκοκύπριος θα υπάρξει πάνω στο νησί μόνο με την αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων.
Ότι η δημοκρατία σε όλη την Κύπρο, και ανάμεσα στους Τουρκοκύπριους, θα λειτουργήσει μόνο όταν θα καταργηθεί η στρατοκρατία των Τούρκων στην κατεχόμενη Κύπρο.
Ο τουρκικός στρατός κατοχής είναι ένας παράγοντας που παρεμποδίζει και την ανάπτυξη της δημοκρατίας στην κατεχόμενη Κύπρο.
Η υπεράσπιση των δικαιωμάτων των Τουρκοκυπρίων σε μια ανασυγκροτούμενη Κυπριακή δημοκρατία και η απελευθέρωσή τους από την παρουσία της στρατιωτικής μπότας δεν είναι παρά μια μέγιστη πατριωτική και συνάμα διεθνιστική πράξη, και είναι γελοίο να θεωρείται κάτι τέτοιο εθνικιστικό.
Εκτός αν κάποιοι στις δύο μας χώρες έχουν την άποψη ότι ο τουρκικός στρατός είναι η εγγύηση της δημοκρατίας.
Κάτι τέτοιο, βέβαια, δεν το υποστηρίζουν ούτε καν οι ίδιοι οι Τούρκοι κυβερνώντες, καθότι συνέλαβαν την πλειοψηφία των ανώτατων αξιωματικών του κατοχικού στρατού, ανάμεσα σε αυτούς και τον διοικητή τους, ως πραξικοπηματίες.
Και αυτόν τον στρατό κατοχής και πραξικοπημάτων καλούμαστε να αποδεχτούμε για να μας πιστοποιήσουν οι νεοραγιάδες ότι δεν είμαστε εθνικιστές;
Δείγμα νεοραγιαδισμού είναι κείμενο στο οποίο υποστηρίζεται ότι δεν θα πείραζε αν δίναμε εγγράφως στην Τουρκία το δικαίωμα επέμβασης, ακόμα και στο νότιο μέρος του νησιού. Διότι, υποστήριξε, αυτό μπορεί να το κάνει η Τουρκία, έτσι και αλλιώς, όποτε θέλει.
Πρόκειται για κυνική απόρριψη της σημασίας του διεθνούς δικαίου, του παγκόσμιου συστήματος νομιμότητας και σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των κοινωνιών.
Μας καλεί κυνικά να παραδοθούμε. Δηλαδή, υποστηρίζει ότι κακώς ο ελληνισμός έκανε τις Θερμοπύλες, το αλβανικό έπος, την αντίσταση στην κατοχή και στη χούντα.
Ανάλογα, παλιός πολιτειακός παράγοντας της Κύπρου κατήγγειλε ότι ο Κοτζιάς «μας παγίδεψε» με το ζήτημα των εγγυήσεων και των παρεμβατικών δικαιωμάτων της Τουρκίας.
Δεν του φταίει η κατοχή, αλλά η καταγγελία της.
Δεν του φταίει ο έλεγχος της πατρίδας του από μια ξένη κατοχική δύναμη, αλλά ότι δεν την συγκαλύπτουμε.
Μας κατηγορούν γιατί ο θεός δεν μας έπλασε ως στρουθοκαμήλους.
Αλλά στην αλήθεια, γιατί δεν μας λένε τι ακριβώς θέλουν.
Ο Τούρκος ΥΠΕΞ δήλωσε ενώπιον όλων στην Κραν Μοντανά, ότι θέλει τον στρατό του στην Κύπρο για να μπορεί να επεμβαίνει σε όλο το νησί όποτε εκείνος το κρίνει ορθό.
Ας μου επιτραπεί να κάνω και μια φιλική παρατήρηση.
Αρκετοί κάνοντας κριτική σε όλους αυτούς τους φίλους του τουρκικού εθνικισμού, τους παρουσιάζουν ως οπαδούς «της όποιας λύσης». Δηλαδή, όπως λέγεται και μιας «κακής λύσης».
Θα μου επιτρέψουν να διαφωνήσω.
Δεν αποτελούν οι όποιες προτάσεις, επί παραδείγματι των Τούρκων, λύση.
Στην πραγματικότητα είναι προτάσεις διαιώνισης του προβλήματος, δηλαδή, της κατοχής.
Δηλαδή, η κακή πρόταση, δεν είναι ούτε καν κακή λύση. Διότι τι σόι λύση θα ήταν η υλοποίηση προτάσεων που προβλέπουν διατήρηση της κατοχής και των παρεμβατικών δυνατοτήτων της Τουρκίας;
Πριν 2.5 χρόνια, εδώ στη Νέα Υόρκη, έκανα την πολύ σαφή δήλωση ότι η Ελλάδα δεν θέλει τις εγγυήσεις στην Κύπρο, αλλά ούτε να παραμείνει εγγυήτρια δύναμη σε αυτήν.
Ας μου πει επιτέλους κάποιος γιατί η μη επέμβαση στα εσωτερικά της Κύπρου και η κατάργηση αποικιακών τύπου εγγυήσεων δεν είναι μια προοδευτική πράξη;
Η Ελληνική Κυβέρνηση, όπως εξάλλου και η Κυπριακή στηρίζουμε και αξιοποιούμε το διεθνές δίκαιο, τους διεθνείς κανόνες, οργανισμούς, θεσμούς και καθεστώτα.
Στην κορυφή αυτής της επιλογής μας βρίσκεται ο ΟΗΕ.
Στηρίζουμε το έργο του, συνδράμουμε με όλες τις δυνάμεις μας σε αυτό.
Και ακριβώς όπως ένα κράτος δεν ταυτίζεται με τη μία ή άλλη κυβέρνηση, ακριβώς το ίδιο, και πολύ περισσότερο, ο ΟΗΕ δεν μπορεί να ταυτίζεται -και δεν είναι σωστό- με το ένα ή άλλο άτομο, και πολύ περισσότερο με έναν ειδικό σύμβουλο.
Η εποχή όπου ο Λουδοβίκος 14ος δήλωνε ότι το κράτος είναι αυτός έχει παρέλθει.
Η κριτική στον Έιντε, κατά συνέπεια, δεν ήταν πολεμική προς τον ΟΗΕ. Κάθε άλλο. Και θα άξιζε τον κόπο να δούμε αν ο κύριος αυτός μπορεί να υπερασπιστεί τις φιλοτουρκικές του θέσεις στην δική του κοινωνία.
Ας φέρω ένα παράδειγμα, τον Ιανουάριο του 2017 στη Γενεύη, σε μια συνάντηση που είχαμε με τον ΟΗΕ, υπέβαλα την ερώτηση αν ο ειδικός σύμβουλος είναι μονοδιάστατα διαμεσολαβητής ανάμεσα σε Τουρκία και Ελλάδα, ή έχει πρώτιστο καθήκον του να υλοποιήσει τις αποφάσεις του ΟΗΕ.
Αφού μου απαντήθηκε ότι ισχύει το δεύτερο, ρώτησα γιατί τότε ο Έιντε δεν υπερασπίζεται τις αποφάσεις των γενικών συνελεύσεων του ΟΗΕ και του ΣΑ του, για απομάκρυνση των κατοχικών στρατευμάτων.
Η απάντηση εκ μέρους του ήταν ότι «δεν υπάρχουν τέτοιες αποφάσεις».
Όταν του δείξαμε αντίγραφα αποφάσεων της ΓΣ του ΟΗΕ και του ΣΑ, μας δήλωσε -ενώπιον του ΓΓ- ότι δεν τις γνώριζε.
Δηλαδή, ο ειδικός σύμβουλος του ΟΗΕ για το κυπριακό δεν γνώριζε ούτε και μετά από δύο χρόνια διαμεσολάβησης τις αποφάσεις του οργανισμού που αντιπροσώπευε.
Συνολικά η συμπεριφορά του κ. Έιντε δεν ήταν ενός ανθρώπου που αναζητούσε έντιμους συμβιβασμούς στη βάση των αποφάσεων του ίδιου του ΟΗΕ, του διεθνούς δικαίου, αλλά ενός παράγοντα που ήταν πεπεισμένος ότι μπορούσε να πιέσει την Κυπριακή Δημοκρατία, έστω και αδίκως, περισσότερο από ότι την Τουρκία.
Προκαλεί, λοιπόν, απορία, το λέω όσο πιο κομψά γίνεται, πώς υπήρξαν δυνάμεις στην Κύπρο που θεωρούσαν ότι η Ελλάδα δεν δικαιούται να απευθύνεται στον ΟΗΕ, ούτε να κάνει επιστολές προς αυτόν προκειμένου να επισημάνει τα προηγούμενα.
Λες και η Ελλάδα είναι χώρα περιορισμένης κυριαρχίας και κράτος-μέλος του ΟΗΕ με περιορισμένα δικαιώματα.
Στα τελευταία δυόμιση χρόνια, σε κάθε ευκαιρία, υπογράμμιζα, ότι η Κύπρος έχει ανάγκη μιας πραγματικής λύσης.
Μιας λύσης που θα την κάνει ένα κανονικό κράτος του 21ου αιώνα.
Αυτό σημαίνει ότι θα είναι ένα κράτος που θα έχει κυριαρχία, εδαφική ακεραιότητα και ανεξαρτησία στα πλαίσια του σημερινού πολυεξαρτημένου κόσμου.
Ένα κανονικό ομοσπονδιακό κράτος που θα παρέχει τη μέγιστη ασφάλεια και για τις δύο κοινότητες και τις τρεις μικρές μειονότητες.
Ένα κράτος που θα παρέχει κοινωνική και ατομική ασφάλεια.
Το μέγιστο δυνατό των κοινωνικών και ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Θα προστατεύει τις αρχές της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων του πολίτη.
Αυτό το κράτος δεν θα κατέχεται από κανέναν. Ούτε μια σπιθαμή γης του. Δεν θα έχει ξένα στρατεύματα πάνω στο έδαφος του.
Η αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων θα γίνει υπό την εποπτεία ενός μηχανισμού παρακολούθησης και διασφάλισης της υλοποίησης των συμφωνηθέντων υπό την αιγίδα του ΟΗΕ.
Οι σχέσεις του με τις δύο παλιές «εγγυήτριες δυνάμεις», θα ρυθμίζεται από ένα σύμφωνο φιλίας και συνεργασίας, χωρίς στρατιωτικό χαρακτήρα ή πτυχή.
Ένα σύμφωνο προώθησης της οικονομικής, μορφωτικής, ερευνητικής, επιστημονικής και πολιτικής συνεργασίας και όχι μόνο.
Για όλες αυτές τις πτυχές η Ελλάδα κατέθεσε εξ’ αρχής τις προτάσεις της στον ΟΗΕ, στις άλλες εμπλεκόμενες πλευρές στις διαπραγματεύσεις και ευρύτερα.
Η Ελληνική δημοκρατία και η Κυπριακή κατέθεσαν τις προτάσεις τους σε αντίθεση με την άλλη πλευρά, Τουρκία και τουρκοκυπριακή κοινότητα.
Οι δύο τελευταίες περιορίστηκαν να καταθέσουν στην Κρανς-Μοντανά, πανομοιότυπα έγγραφα, έκτασης μισής σελίδας με τα οποία επέμεναν να διασφαλίζουν τον παράνομο έλεγχο της Τουρκίας επί της μεγαλονήσου.
Η Ελληνική πλευρά κατέθεσε προτάσεις για το θέμα των εγγυήσεων.
Προώθησε μια πρόταση «Συμφώνου Φιλίας» ανάμεσα σε Κύπρο, Τουρκία και Ελλάδα.
Διατύπωσε πρόταση για την απομάκρυνση- αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων με μια σοβαρή πτυχή ως προς τις νομικές πλευρές αυτής της διαδικασίας με τον τίτλο «Σύμφωνο προσωρινής στάθμευσης» για την χρονική φάση που θα διαρκεί η διαδικασία απομάκρυνσή τους.
Επίσης έκανε πρόταση, όπως εξάλλου και η Κύπρος, για τη δημιουργία ενός μηχανισμού εποπτείας της εφαρμογής των αποφάσεων ανασυγκρότησης της Κύπρου, επιστροφής εδαφών, απομάκρυνσης ξένων στρατευμάτων, υλοποίησης των θεσμικών αλλαγών.
Προτείναμε αυτός ο μηχανισμός να μην συμπεριλαμβάνει τις νυν εγγυήτριες δυνάμεις.
Υπογραμμίσαμε ότι το γεγονός ότι η Κύπρος είναι μέλος της ΕΕ αποτελεί ένα ακόμα σοβαρό εγγυητικό παράγοντα για τους πολίτες όλης της Κύπρου.
Είχαμε την τύχη να υιοθετήσει ο ΓΓ του ΟΗΕ το βασικό μας σκεπτικό και να το αναπτύξει δημιουργικά με τον δικό του τρόπο.
Μας μοίρασε δε κείμενο επ’ αυτού το τελευταίο βράδυ, το μοναδικό κείμενο που μοίρασε ο ΟΗΕ στο Crans Montana.
Μόλις το παρουσίασε έλαβα πρώτος το λόγο και δήλωσα τη συμφωνία της Ελλάδας μαζί του.
Σχολίασα δε επί μακρών με επιμέρους προτάσεις τις θετικές πλευρές της πρότασής του.
Δυστυχώς, το λόγο έλαβε τρίτος παράγοντας που αποδιοργάνωσε τη συζήτηση και παρεμπόδισε την εξέταση του εγγράφου του ΓΓ του ΟΗΕ.
Αυτή η πράξη αποδιοργάνωσης στην αρχή της συζήτησης μαζί με την άρνηση της Τουρκίας -στο τέλος της συζήτησης- να συναινέσει στην πρόταση που έκανε ο ΓΓ να συμφωνήσουμε σε μια παράγραφο στην οποία συμπεριλαμβανόταν και η υποχρέωση της Τουρκίας να παραιτηθεί από τα όποια εγγυητικά και παρεμβατικά «δικαιώματα», οδήγησαν στην μη ολοκλήρωση της διεθνούς διάσκεψης για το Κυπριακό.
Μιας διάσκεψης στην οποία καθιερώθηκε το θέμα των εγγυήσεων και της ασφάλειας ως κομβικό.
Σε σχέση με τα πιο πάνω, επιτρέψτε μου να κάνω δύο ακόμα σχόλια – ερωτήματα: πρώτον, όταν ο ΓΓ του ΟΗΕ προτείνει την κατάργηση των δικαιωμάτων παρέμβασης της Τουρκίας και οποιουδήποτε άλλου, το έκανε για λόγους εθνικιστικούς;
Γιατί δεν ήθελε λύση;
Διότι δεν μπορεί κάποιοι να παριστάνουν τους Ηρακληδείς του ΟΗΕ και ταυτόχρονα να μας κατηγορούν για εθνικισμό, όταν οι προτάσεις μας συνέπιπταν με εκείνες του επικεφαλής του ΟΗΕ, ως προς τα θέματα που η Ελλάδα μπορούσε και δικαιούτο από το διεθνή νόμο να έχει γνώμη.
Δεύτερον, από που βρήκαν ότι η Τουρκία έκανε θετικές προτάσεις που εμείς τάχα απορρίψαμε.
Εδώ, καταγράφω το εκπληκτικό φαινόμενο, εκείνοι που δεν ακούσανε, διότι δεν μπορούσαν να ακούσουν, προτάσεις που ποτέ δεν ειπώθηκαν να τις προβάλλουν ως τις κάλλιστες, ενώ εμείς που παλέψαμε να τις προωθήσουμε και ζήσαμε την άρνηση της Τουρκίας να κατηγορούμαστε.
Τελειώνω, λοιπόν, θυμίζοντας, οι προτάσεις οι δικές μας ήταν δημοκρατικές πατριωτικές, βαθιά διεθνιστικές, καθότι απελευθέρωναν την Κύπρο και τους Κυπρίους, πριν απ’ όλα τους Τουρκοκύπριους, από τα κατοχικά στρατεύματα.
Η υιοθέτηση της τουρκικής θέσης για παραμονή τουρκικού κατοχικού στρατού δεν είναι διεθνισμός, αλλά ραγιαδισμός.
Ραγιαδισμό που ο ελληνισμός τον γνώρισε από την αρχαιότητα.
Ο Εφιάλτης στις Θερμοπύλες δεν ήταν ούτε δημοκράτης, ούτε πατριώτης, ούτε, πολύ λιγότερο διεθνιστής.
Ήταν, απλά, εφιάλτης.
Και εμείς, θα εξακολουθούμε να παλεύουμε εκεί όπου ταχθήκαμε.
Και στο τέλος, οι βαρβαρότητες σε βάρος του διεθνούς δικαίου, στις αρχές του ΟΗΕ και στα δικαιώματα όλων των κυπριών, που για κάποιους φαντάζουν ως μια κάποια λύση, δεν θα περάσουν.
Η Κύπρος, η Δημοκρατία της Κύπρου, η Ομοσπονδιακή Ευρωπαϊκή Κύπρος θα ζήσει και θα συνεχίσει να πορεύεται περήφανη με την ομορφιά της Αφροδίτης μέσα στην Ιστορία.
Και εγώ θα νιώθω περήφανος, που υπήρξα ένα κομμάτι αυτής της όμορφης ιστορίας.