Αυστηρή απάντηση έδωσε με επιστολή του ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς προς τον βουλευτή Νίκο Νικολόπουλο στην επικριτική ερώτηση που αυτός κατέθεσε στη Βουλή σχετικά με την αποκατάσταση των συμφωνηθέντων Ελλάδας-Τουρκίας για το καθεστώς της Ίμβρου και της Τενέδου σύμφωνα με τη συνθήκη της Λωζάννης.
«Η ερώτηση που υποβάλετε παραγνωρίζει την ενεργή, πολυδιάστατη και εποικοδομητική εξωτερική πολιτική που ακολουθεί η παρούσα κυβέρνηση» τόνισε ο κ. Κοτζιάς, επισημαίνοντας στον κ. Νικολόπουλο ότι η εκ νέου αναφορά του στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης «παραβλέπει το γεγονός ότι για να επιληφθεί το δικαστήριο της εκδίκασης μίας συγκεκριμένης νομικής διαφοράς, θα πρέπει και η Τουρκία, όπως ήδη έχει πράξει η χώρα μας, να αναγνωρίσει τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου με έναν από τους τρόπους οι οποίοι προβλέπονται από το διεθνές δίκαιο, πράγμα το οποίο δεν έχει συμβεί ως σήμερα».
Ειδικότερα για το καθεστώς της Ίμβρου και της Τενέδου, ο υπουργός Εξωτερικών εξηγεί ότι «η Τουρκία σαφώς και οφείλει, βάσει των διεθνών δεσμεύσεων της, να πράξει πολλά ακόμη, σε όλους τους τομείς», αλλά «ας υπογραμμιστεί πάντως, ότι κατά τα τελευταία χρόνια προσπαθεί να κάνει αναφορικά με τη μειονότητα των δύο νησιών ορισμένα βήματα προόδου στον τομέα της εκπαίδευσης, αίροντας μονομερείς και κακοπροαίρετες πρακτικές του παρελθόντος».
Βεβαίως, προσθέτει ο κ. Κοτζιάς, «τα βήματα αυτά είναι ανεπαρκή και αποτελούν απλώς την αρχή για την εκπλήρωση από τη γειτονική χώρα των σχετικών διεθνών υποχρεώσεων της – συμπεριλαμβανομένου του πλήρους σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων – και για τη διασφάλιση συνθηκών ανάπτυξης και βιωσιμότητας-, όπως επί παραδείγματι το θέμα της συγκοινωνιακής σύνδεσης, που όμως αφορά επίσης σε πρωτοβουλίες του ιδιωτικού τομέα και σε στάθμιση επιχειρηματικών συμφερόντων- στους Έλληνες κατοίκους της Ίμβρου και της Τενέδου».
Ο υπουργός Εξωτερικών υπογραμμίζει επίσης το γεγονός ότι επαναφέρει τακτικά με δημόσιες δηλώσεις του σε κάθε πρόσφορη ευκαιρία το ζήτημα της μη εφαρμογής από την Τουρκία των διατάξεων της συνθήκης της Λωζάννης που σχετίζονται με το αυτοδιοίκητο της Ίμβρου και Τενέδου, και ταυτόχρονα επισημαίνει ότι «για τα ζητήματα αυτά υφίστανται επίμονες πιέσεις, όχι μόνο από τη χώρα μας, αλλά και από διεθνή όργανα».