Τα «κέρδη» από το Eurogroup της περασμένης Δευτέρας έχουν ήδη αρχίσει να αποτυπώνονται στην εγχώρια πολιτική σκηνή. Το γεγονός ότι δύο ολόκληρα χρόνια, 2017 και 2018, είναι ελεύθερα από μέτρα, δίνει πολιτικό χρόνο στην κυβέρνηση, επισημαίνουν στελέχη της. Χρόνος που είναι εντελώς αναγκαίος προκειμένου να ολοκληρωθεί το πρόγραμμα που είναι σε συμφωνία με τους θεσμούς, η οικονομία να ανακάμψει και να βγει η χώρα στις αγορές. Ενώ την ίδια ώρα, τα δύο αυτά χρόνια, θα είναι σε πλήρη ανάπτυξη το κοινωνικό πρόγραμμα, το αποκαλούμενο και ως παράλληλο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ.
Σχετικό «σήμα» είχε στείλει ο υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος, όταν έλεγε στο briefing προχθές, «το βασικό μήνυμα έχει δοθεί και είναι η επαναφορά της σταθερότητας, το οριστικό τέλος των κινδυνολογικών και καταστροφικών σεναρίων και η εμπέδωση της εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία».
Κυβερνητικές πηγές από την Αθήνα, με τις οποίες επικοινώνησε το ΑΠΕ -ΜΠΕ, υπογράμμιζαν εξάλλου τη δήλωση του Επιτρόπου Οικονομικών υποθέσεων, Πιερ Μοσκοβισί, σύμφωνα με την οποία, «το Eurogroup επέτρεψε την επιστροφή των θεσμών στην Αθήνα πολύ σύντομα για να δημιουργήσουμε ένα ισορροπημένο πακέτο». Και άρα, κατ’ επέκταση, σημείωναν οι ίδιες πηγές, η ελληνική κυβέρνηση συνεχίζει να ζητά από το Γερμανό υπουργό Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, να επιστρέψει η Γερμανία σε ρεαλιστικές θέσεις. Γιατί η αξίωση για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% επί μια 10ετία, μόνο από ρεαλισμό δεν χαρακτηρίζεται.
Το κλίμα μεγαλύτερων προσδοκιών για ευστάθεια ενισχύεται μετά τη συνάντηση που είχαν η καγκελάριος της Γερμανίας ‘Ανγκελα Μέρκελ και η γενική διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Κριστίν Λαγκάρντ, με τη δεύτερη να υπογραμμίζει, σε δηλώσεις της, την «πολύ μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση μετά την πρόοδο που έχει σημειωθεί από την Ελλάδα».
Την ίδια ώρα, ο σχεδιασμός του Μεγάρου Μαξίμου και του Αλέξη Τσίπρα προσανατολίζεται, παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχουν άμεσες χρηματοδοτικές υποχρεώσεις μέχρι τον Ιούλιο, στο γρήγορο κλείσιμο της αξιολόγησης, προκειμένου με την ένταξη στο QE της ΕΚΤ να εμπεδωθεί η σταθερότητα της ελληνικής οικονομίας και να δοθεί ανάσα ρευστότητας στις ελληνικές τράπεζες.
Αλλά και τα δημοσιεύματα του γερμανικού, σημειωτέον, Τύπου κατατείνουν στο ίδιο συμπέρασμα: «Η κ. Μέρκελ αποχαιρετά αθόρυβα τη λιτότητα», ήταν η διαπίστωση της Welt, με την προσθήκη ότι «η γερμανική κυριαρχία στην Ευρωζώνη αποτελεί παρελθόν, (άλλωστε) η καγκελάριος διστάζει να πάρει το ρίσκο σκληρών όρων λιτότητας για την Αθήνα, κυρίως λόγω της Γαλλίας», σημειώνεται στη σχετική ανάλυση.
Ενώ από την πλευρά της η Handelsblatt διακρίνει την προσπάθεια επίτευξης συμβιβασμού μεταξύ των δύο ηγέτιδων, «που να μπορούν να “πουλήσουν” η Μέρκελ στο Βερολίνο και η Λαγκάρντ στη Ουάσιγκτον». Μάλιστα, «οι επόμενες συνομιλίες των δύο έχουν ήδη προγραμματιστεί», σύμφωνα με το ρεπορτάζ της εφημερίδας.
Οι επικείμενες εκλογές στη Γερμανία δεν επιτρέπουν, άλλωστε, γενναίες «κινήσεις» πριν τις κάλπες, θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς.
Την ίδια ώρα, στα θετικά της προσυμφωνίας στο Eurogroup εντάσσονται από το κυβερνητικό επιτελείο και τα εσωτερικά απόνερα. Δηλαδή το γεγονός ότι όλη η στρατηγική της ΝΔ για εκλογές με βάση το καταστροφολογικό, όπως τονίζουν από το Μαξίμου, αφήγημά της οδηγείται μαθηματικά σε νέο ναυάγιο.
Για αυτό το λόγο και πηγές της κυβέρνησης κληθείσες να σχολιάσουν τα περί “αφωνίας” του υπουργού Οικονομικών, Ευκλείδη Τσακαλώτου, που διέρρεε η ΝΔ το βράδυ της Τετάρτης, πέρασαν στην αντεπίθεση.
“Αντί η ΝΔ και τα φιλικά σε αυτή διαδικτυακά Μέσα να επινοούν κάθε τόσο εσωτερικά προβλήματα στην κυβέρνηση και την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, καλό θα ήταν να προτρέψουν τον Αρχηγό της κ. Μητσοτάκη να ακούσει τις συμβουλές ιστορικών στελεχών της συντηρητικής παράταξης, που του ζητούν εναγωνίως να συμμαζέψει τον ανεκδιήγητο αντιπρόεδρο του κύριο Γεωργιάδη».
Τα παραπάνω αναφέρουν κυβερνητικές πηγές και τονίζουν «Άλλωστε δεν είναι και μικρό το επικοινωνιακό στραπάτσο στο οποίο οδήγησε την ΝΔ η εμπνευσμένη επικοινωνιακή του στρατηγική.»