Η διαδικασία «διευθέτησης» του κρίσιμου εθνικού θέματος της Κύπρου, η οποία πραγματοποιήθηκε στη Γενεύη, και διακόπηκε για να συνεχιστεί σε τεχνικό επίπεδο στις 18 Γενάρη, υπό κανονικές συνθήκες θα έπρεπε να θεωρείται ιστορική και γεγονός που θα βάλλει τέλος με δίκαιο και βιώσιμο τρόπο, σε μια εγκληματική πράξη που έλαβε χώρα το 1974.
Αντί αυτού μέχρι σήμερα προωθείτο μια «διευθέτηση» η οποία εάν επιτευχθεί, δεν θα αποδώσει πραγματική δικαιοσύνη σε ένα διεθνές θέμα εισβολής και παράνομης κατοχής εδαφών ενός ανεξάρτητου και διεθνώς αναγνωρισμένου κράτους.
Ένα αποσαθρωμένο διεθνές σύστημα, το οποίο αποδοκιμάζεται από τους πολίτες οπουδήποτε στήνεται κάλπη, προσπαθεί άρον, άρον, να διευθετήσει το έγκλημα της εισβολής και κατοχής εδαφών της Κυπριακής Δημοκρατίας, με μια «λύση» η οποία θα επιβραβεύει τον εισβολέα ο οποίος ξεκάθαρα έχει παραβιάσει το διεθνές δίκαιο, το οποίο τόσο ελαφρά και ανεύθυνα επικαλούνται οι ενορχηστρωτές αυτής της εκβιαστικής διαδικασίας.
Η Τουρκία και ο αυταρχικός Ταγίπ Ερντογάν, όπως απέδειξε η συμπεριφορά και η τακτική των Τούρκων στη Γενεύη, σε καμία περίπτωση δεν έχουν στο μυαλό τους το συμφέρον της Τουρκοκυπριακής κοινότητας και οποιαδήποτε συμπόνοια για τους απλούς Τουρκοκύπριους, οι οποίοι δεν έχουν τίποτα να μοιράσουν με τους αδελφούς τους, Ελληνοκύπριους.
Είναι ξεκάθαρο ότι ο Ερντογάν επιθυμεί να ελέγξει την Κύπρο, έτσι ώστε να αναδειχθεί σε απόλυτο κυρίαρχο της Νέας Μέσης Ανατολής.
Μέσω του ουσιαστικού ελέγχου της Κύπρου που θα προκύψει από την «διευθέτηση» που επιδιώκει και, τουλάχιστον μέχρι τη διάλειμμα στη διαδικασία, υποστηρίζονταν από το Στέητ Ντιπάρτμεντ και την ΕΕ, μέσω Βερολίνου, επιδιώκει να έχει κυρίαρχο ρόλο και βέτο στην Κυπριακή ΑΟΖ και τις εξελίξεις επί των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων.
Επίσης, έχει ως στόχο, να βάλει πόδι, χωρίς καμία παραχώρηση και κόστος, από την πίσω πόρτα σε μια ήδη προβληματική ΕΕ, η οποία δεν μπορεί να τον αντιμετωπίσει όντας εκτός, πόσο μάλλον εάν βρεθεί εντός μέσω των Τουρκοκυπρίων.
Όσο για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η υπερεκτίμηση της σημασίας της σε αυτό το παιχνίδι, και τα περί ευρωπαϊκού κεκτημένου, είναι κενά περιεχομένου.
Η ΕΕ δεν διαδραματίζει, δυστυχώς, με αποκλειστικά δική της ευθύνη, κανένα στρατηγικό ρόλο.
Απλά λειτουργεί ως εργαλείο πίεσης πάνω σε Κύπρο και Ελλάδα, έτσι ώστε να αποδεχθούν μια επιβλαβή για το εθνικό τους συμφέρον «διευθέτηση» ενός κορυφαίου εθνικού θέματος.
Ακόμη περισσότερο, η Άγκυρα και το καθεστώς Ερντογάν, την αντιμετωπίζουν ως αμελητέα ποσότητα όπως απέδειξε και η συμπεριφορά Τσαβούσογλου, έναντι του Γιούνκερ.
Με βάση όλα αυτά, είναι να απορεί κανείς που ελάχιστοι είναι αυτοί που κατανοούν ότι η διαδικασία αυτή, ενέχει σοβαρό κίνδυνο όχι μόνο να δώσει συγχωροχάρτι στο έγκλημα που συντελέστηκε 43 χρόνια πριν στην Κύπρο, αλλά και να απειληθεί το μέλλον του Ελληνισμού στο σύνολό του.
Στην περίπτωση που η διαδικασία συνεχιστεί υπό το πρίσμα που είχε ξεκινήσει, στο τέλος ο Ερντογάν θα καταφέρει να πάρει την παρτίδα.
Σε μια στιγμή που το διεθνές σύστημα βρίσκεται σε πορεία ριζικής μεταρρύθμισης, με πιθανότητα τεκτονικών γεωπολιτικών αλλαγών, η επόμενη κίνησή του, και από ιδιαίτερα ισχυρή βάση, θα είναι το Αιγαίο, η Θράκη, και ο Θεός ξέρει τι άλλο.
Η παρούσα διεθνής συγκυρία δεν έχει καμία σχέση με τη συγκυρία του 2004 και του σχεδίου Ανάν.
Είναι θετικό από όλες τις απόψεις που υπήρξε αυτό το διάλειμμα στη στραβά κινούμενη διαδικασία.
Και σίγουρα δεν χρειάζεται βιασύνη στις τεχνικές διαπραγματεύσεις που θα αρχίσουν στις 18 του μήνα.
Δύο ημέρες μετά ορκίζεται Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, ο Ντόναλντ Τράμπ, και όπως όλα δείχνουν η διαδικασία επικύρωσης από τη Γερουσία, του Ρέξ Τίλλερσον, στη θέση του Υπουργού Εξωτερικών, θα ολοκληρωθεί ομαλά.
Ανάμεσα στα θετικά για το Κυπριακό είναι ότι μαζί με αυτό θα μας αποχαιρετίσει και η κ. Βικτώρια Νιούλαντ από το Στέητ Ντιπάρτμεντ, ο κινητήριος μοχλός του τουρκικής εύνοιας σχεδίου «διευθέτησης».
Αρχής γενομένης την ερχόμενη Παρασκευή, ένα παράθυρο ευκαιρίας ανοίγεται, έτσι ώστε να αντιμετωπιστεί, από την νέα κατάσταση πραγμάτων στην Ουάσιγκτον, το Κυπριακό με μια νέα προσέγγιση.
Το συμπέρασμα από την ακρόαση του κ. Τίλλερσον ενώπιον της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας, είναι ότι ο νέος επικεφαλής του Στέητ Ντιπάρτμεντ, δεν βλέπει τον κόσμο και τη διεθνή πολιτική με την μέχρι σήμερα οπτική της διπλωματίας του Φόγγυ Μπότομ.
Η αντιμετώπιση του, ως μέχρι σήμερα αφεντικό του ενεργειακού κολοσσού Exxon Mobil, έχει ξεκάθαρα επιχειρηματικό χαρακτήρα και περνά μέσα από το οικονομικό κέρδος για της ΗΠΑ, που είναι η νέα επιχείρηση κολοσσός της οποίας την παγκόσμια εκπροσώπηση αναλαμβάνει να καθοδηγήσει.
Λευκωσία και Αθήνα, πρέπει να τρέξουν με ταχύτητα φωτός, έχοντας στο κέντρο τα θέματα ενέργειας, έτσι ώστε να επηρεάσουν την νέα ηγεσία στην Ουάσιγκτον, προς μια νέα κατεύθυνση, δείχνοντας ότι η διευθέτηση που μέχρι σήμερα προωθείται, και οι επιδιώξεις Ερντογάν στην Κύπρο, δεν συνάδουν με τη στρατηγική που έχουν στο μυαλό του ο Ντόναλντ Τράμπ και ο Ρέξ Τίλλερσον.
Δεν θα είναι κάτι εύκολο. Η Τουρκία έχει πολλούς φίλους στην ομάδα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας του Ντόναλντ Τράμπ. Παρόλα αυτά δεν είναι ακατόρθωτο.
Ειδικά τώρα που υπάρχει χρόνος, πρέπει να γίνει προσπάθεια.
Και εδώ είναι που έρχεται στο προσκήνιο, με τον πλέον δραματικό τρόπο, η ώρα ευθύνης της Ελληνικής πολιτικής ηγεσίας.
Επειδή οι εξελίξεις γύρω από την Κύπρο δεν περιορίζονται μόνο στο τι θα γίνει στη Μεγαλόνησο αλλά αφορούν ευρύτερα το μέλλον του Ελληνισμού, η ευθύνη όλου του πολιτικού κόσμου είναι μεγάλη.
Βέβαια την πρωτοκαθεδρία έχει λόγω του Συντάγματος ο Πρωθυπουργός και η κυβέρνηση.
Μέχρι στιγμής ο Αλέξης Τσίπρας, και είναι προς τιμήν του, κρατά μια σθεναρά εθνική στάση. Σε αυτό, και επιβεβαιώθηκε στη Γενεύη, καθοριστικός είναι ο ρόλος του Υπουργού Εξωτερικών, Νίκου Κοτζιά, ο οποίος ανθίσταται των ισχυρών διεθνών πιέσεων έτσι ώστε να προχωρήσει μια «διευθέτηση» του Κυπριακού, η οποία θα υποθηκεύσει και θα θέσει σε σοβαρό κίνδυνο το μέλλον του Ελληνισμού στο σύνολό του.
Και ο Πρωθυπουργός και ο Υπουργός Εξωτερικών, έχοντας τη στήριξη όλου του πολιτικού κόσμου, θα πρέπει να δράσουν άμεσα στο διπλωματικό πεδίο, σε άμεση συνεργασία με τη Λευκωσία, η οποία πρέπει να δράσει επίσης άμεσα, έτσι ώστε να διαμορφωθεί μια διαφορετική αντιμετώπιση του Κυπριακού, από τη νέα αμερικανική κυβέρνηση.
Μετά και τις νέες δηλώσεις Ερντογάν για την Κύπρο, ο Αλέξης Τσίπρας και ο Νίκος Αναστασιάδης θα πρέπει να έχουν κατά νου, ότι μετά την πρόσφατη ψήφιση από την Τουρκική Εθνοσυνέλευση των υπερεξουσιών του, έχει ανοίξει ο δρόμος για το Δημοψήφισμα του Απριλίου, έτσι ώστε ο Τούρκος Πρόεδρος να γίνει ο απόλυτος μονάρχης της γείτονος.
Ας αναλογιστούν επίσης, τον τρόπο με τον οποίον αντιμετώπισε τον πρώην Πρωθυπουργό του και μέντορά του σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας, Αχμέτ Νταβούτογλου.
Ο κ. Νταβούτογλου διαπραγματεύθηκε και υπέγραψε τη συμφωνία μεταξύ Τουρκίας και ΕΕ για το προσφυγικό.
Παρόλα αυτά ο κ. Ερντογάν όχι μόνο τον απέπεμψε, αλλά δήλωσε ότι ο Νταβούτογλου υπέγραψε μια κακή συμφωνία και άρα δεν δεσμεύετε ο ίδιος από αυτή.
Όπως το ίδιο κάνει ετεροχρονισμένα με τις Συνθήκες Λωζάννης και Παρισίων.
Ας σκεφτεί λοιπόν ο Πρωθυπουργός. Τι εμποδίζει τον κ. Ερντογάν στην περίπτωση που δεν παραστεί στην πολυμερή, όποτε και να διεξαχθεί, μετά την απόκτηση και τυπικά της απόλυτης εξουσίας στην Τουρκία, να πει με τον ξεδιάντροπο τρόπο που τον διακρίνει, ότι δεν ήταν αυτός στη Γενεύη αλλά ο Πρωθυπουργός Γιλντιρίμ, και δεν δεσμεύετε από αυτά που συμφώνησε ο χωρίς, πλέον, ουσιαστικές αρμοδιότητες Πρωθυπουργός, ζητώντας κάτι νέο ενώ η Κυπριακή Δημοκρατία θα αποτελεί ήδη παρελθόν.
Με αυτά τα δεδομένα στο μυαλό πρέπει να αντιμετωπιστεί η διαδικασία.
Χρόνος πλέον υπάρχει και μπορεί μάλιστα να διευρυνθεί. Ο νέος Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, μέσω της δήλωσής του στη Γενεύη, έδειξε ότι δεν είναι υπέρ μιας λογικής να υπάρξει λύση άρον, άρον.
Αυτό δίνει την ευκαιρία, η ζημία που έγινε στη Γενεύη, με τον παραμερισμό της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά και με αυτά που προωθούσε το αποχωρών σύστημα στην Ουάσιγκτον, να επανέλθουν σε μια θετική προοπτική.
Κλείνοντας παραθέτω τρεις ρήσεις του Ουίνστον Τσώρτσιλ για προβληματισμό.
«Αυτοί που αποτυγχάνουν να διδαχθούν από την ιστορία, είναι καταδικασμένοι να την επαναλάβουν».
«Ποτέ μην ενδίδεις στη δύναμη. Ποτέ μην ενδίδεις στην προφανή υπέρμετρη δύναμη του εχθρού».
«Το μεγαλύτερο λάθος που οι ηγέτες μπορούν να κάνουν είναι να δώσουν στο λαό ψευδή ελπίδα, η οποία λιώνει σαν το χιόνι».