Το ΔΝΤ δεν είναι απαραίτητο για τη συνέχιση και την επιτυχία του ελληνικού προγράμματος, τονίζει o Δημήτρης Τζανακόπουλος σε συνέντευξή του στο euro2day.gr και διευκρινίζει ότι οι διαπραγματεύσεις σε ό,τι αφορά στα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος και τα πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2018 δεν έχουν ακόμη κλείσει.
Ο υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος ξεκαθαρίζει ότι δεν υπάρχει σενάριο πιστωτικής ασφυξίας, σημειώνοντας ότι «αν κάποιοι σκέφτονται την επανάληψη του σεναρίου αυτού, θα πρέπει να απομονωθούν πολιτικά», ενώ τονίζει ότι η Γερμανία οφείλει να τηρήσει τη συμφωνία.
Για το Κυπριακό, με αφορμή τις σημερινές διαδοχικές συναντήσεις του Αλέξη Τσίπρα με τους πολιτικούς αρχηγούς, σημειώνει: ο πρωθυπουργός θα παραστεί στη Διάσκεψη της Γενεύης εφόσον υπάρχουν προϋποθέσεις για Συμφωνία.
Τα πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2018 εξαρτώνται (και) από τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος. Δεδομένου ότι το Βερολίνο αρνείται κάθε αναφορά στα δεύτερα (σε αντίθεση με την ΕΚΤ που τα ζητά), η κυβέρνηση σε ποια βάση μπαίνει στη συζήτηση για τα πρώτα;
Η μηχανική της συμφωνίας με τους δανειστές είναι γνωστή και συγκροτείται από δύο αλληλοεξαρτώμενους παράγοντες: Τα μέτρα για το χρέος και τα πρωτογενή πλεονάσματα. Αν γνωρίζει κανείς τον ένα, μπορεί να υπολογίσει τον άλλο. Επίσης όμως είναι γνωστό ότι εδώ δεν πρόκειται για μια απλή μαθηματική εξίσωση αλλά και για ένα μεγάλο πολιτικό θέμα, που αφορά πρωτίστως την τεχνολογία του ίδιου του Μνημονίου αλλά και την εσωτερική πολιτική σκηνή σε κάποιες χώρες της Ευρωζώνης. Ειδικά τη Γερμανία, η οποία όμως πρέπει να τηρήσει όσα έχουν συμφωνηθεί και έχουν επανεπιβεβαιωθεί με την απόφαση του Eurogroup του Μαΐου του 2016. Να μπει δηλαδή στη συζήτηση για τα μεσοπρόθεσμα αλλά και τα μακροπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, ώστε να προκύψει και το δημοσιονομικό μονοπάτι που θα πρέπει να ακολουθήσει η Ελλάδα μετά το 2018.
Το σίγουρο είναι ότι η Γερμανία δεν μπορεί να θέλει και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο. Δεν μπορεί δηλαδή από τη μια να αρνείται τη συζήτηση για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα και από την άλλη να απαιτεί τη συμμετοχή με χρηματοδότηση του ΔΝΤ στο πρόγραμμα.
Και με ποιους συμμάχους; Στο τελευταίο EWG, όπου κυριάρχησε η γερμανική πολεμική για το βοήθημα στους χαμηλοσυνταξιούχους (στην οποία κινήθηκε προχθές και ο πρόεδρος του ΕΛΚ, Μ. Βέμπερ), η χώρα έλαβε στήριξη από την Κομισιόν και τη Γαλλία. Η σιωπή των υπολοίπων σάς προβλημάτισε;
Όπως γνωρίζετε, το ζήτημα που προέκυψε για τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος έχει λήξει. Και τα χρήματα δόθηκαν στους συνταξιούχους και τα βραχυπρόθεσμα μέτρα ξεπάγωσαν. Ο μόνος τελικά που έμεινε έκθετος από αυτή την υπόθεση ήταν ο κύριος Μητσοτάκης. Και να επισημάνω ότι αυτό δεν ήταν απόφαση ενός μεμονωμένου κράτους ή της Κομισιόν, αλλά του συνόλου των κρατών της Ευρωζώνης. Άρα ο πολιτικός συσχετισμός δεν είναι τόσο αρνητικός για την Ελλάδα, όσο πολλές φορές αφήνεται να εννοηθεί με την επιλεκτική παρουσίαση απόψεων ή δηλώσεων. Και τούτο διότι κανείς δεν έχει πραγματικό συμφέρον για μια τεχνητή αναζωπύρωση της ελληνικής κρίσης. Η ελληνική οικονομία έχει μπει, παρά τους περιορισμούς, σε τροχιά ανάκαμψης, είμαστε για πρώτη φορά μετά από 7 χρόνια εντός στόχων και υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις για την εμπέδωση της εμπιστοσύνης και την υπέρβαση της κρίσης.
Η στάση του Γερμανικού Υπουργείου Οικονομικών, εξάλλου, κοιτάζει περισσότερο προς το εσωτερικό της Γερμανίας και λιγότερο προς την Ευρωζώνη. Σε ό,τι αφορά ειδικά στις θέσεις του κυρίου Βέμπερ -του οποίου το ύφος δεν συνάδει με τον θεσμικό του ρόλο και του οποίου η αλαζονεία και η υπεροψία απέναντι στον ελληνικό λαό είναι απαράδεκτες-, σας λέω ότι δεν τις συμμερίζεται παρά ένα περιθωριακό τμήμα των ευρωπαϊκών συντηρητικών δυνάμεων. Σε κάθε περίπτωση πάντως δεν μπορούν οι προσωπικές ιδεοληψίες αλλά και οι προεκλογικές τακτικές που αφορούν ένα κράτος-μέλος να καθορίζουν τη μοίρα ενός άλλου κράτους-μέλους. Η Ελλάδα τηρεί τη Συμφωνία που υπέγραψε και το ίδιο οφείλει να κάνει και η Γερμανία.
Το ΔΝΤ επιμένει σε νέα μέτρα (μετά το 2018) για να μπει στο ελληνικό πρόγραμμα με χρηματοδότηση, εμείς τα αποκλείουμε και οι σκληροί της ευρωζώνης συναρτούν την πορεία του προγράμματος και τη β’ αξιολόγηση από τη συμμετοχή του Ταμείου. Φαύλος κύκλος ή βλέπετε χρυσή τομή; Με ή χωρίς το ΔΝΤ;
Η ελληνική κυβέρνηση έχει πολλάκις δηλώσει ότι το ΔΝΤ δεν είναι απαραίτητο για τη συνέχιση και την επιτυχία του ελληνικού προγράμματος. Αν κάποιοι από τους δανειστές επιμένουν για τη συμμετοχή του, θα πρέπει και να αποδείξουν ότι το ΔΝΤ μπορεί να έχει εποικοδομητικό ρόλο και ότι δεν προκαλεί ανούσιες αντιπαραθέσεις, που το μόνο που κάνουν είναι να δημιουργούν άσκοπες καθυστερήσεις στη διαδικασία των διαπραγματεύσεων. Από τη δική μας πλευρά, είμαστε ανοικτοί στη συζήτηση, όμως, δεν πρόκειται να υποχωρήσουμε σε παράλογες απαιτήσεις για νέα μέτρα μετά τη λήξη του προγράμματος. Και το ΔΝΤ καλά θα κάνει αντί να πιέζει για περισσότερη λιτότητα την Ελλάδα, να πιέσει για τη ρύθμιση του ελληνικού χρέους. Πάντως να γνωρίζετε ότι οι εκτιμήσεις και οι προβλέψεις του Ταμείου σε ό,τι αφορά στην ελληνική οικονομία δεν έχουν βάση και ήδη έχουν αποδειχθεί λανθασμένες περισσότερες από μία φορές καθώς η ελληνική οικονομία κινείται σε θετική κατεύθυνση και είναι εντός στόχων. Αυτό είναι και το αντικειμενικό υπόστρωμα, η βάση που μας επιτρέπει εύλογα να υποστηρίξουμε ότι μπορεί να βρεθεί ένα σημείο ισορροπίας για το κλείσιμο της β’ αξιολόγησης.
Η «υποψία» ότι πάμε (ή μας πάνε) σε επανάληψη του πρώτου εξαμήνου του 2015 προκαλεί ήδη μεγάλες ανησυχίες στην αγορά. Δεν φοβάστε ότι η παράταση της εκκρεμότητας θα επιφέρει κόστος στην οικονομία;
Ξεκαθάρισα ότι αντικειμενικά δεν υπάρχουν οι όροι για την επανάληψη του σεναρίου της πιστωτικής ασφυξίας του πρώτου εξαμήνου του 2015. Η ελληνική οικονομία κινείται σε θετική τροχιά, η Ελλάδα τηρεί τα συμφωνηθέντα και επομένως οποιαδήποτε τέτοια προσπάθεια τεχνητής αναζωπύρωσης είναι καταδικασμένη να αποτύχει. Αν κάποιοι σκέφτονται την επανάληψη του σεναρίου αυτού πάντως θα πρέπει να απομονωθούν πολιτικά. Η Ευρώπη αυτή τη στιγμή δεν αντέχει μια ακόμη κρίση, και μάλιστα εσκεμμένη, τη στιγμή που έχει να αντιμετωπίσει πραγματικά προβλήματα, οικονομικά και πολιτικά, την προσφυγική κρίση, αλλά και την κρίση ασφάλειας.
Κλείσιμο της αξιολόγησης – ένταξη στο QE – επενδύσεις – δοκιμαστική έξοδος στις αγορές, είναι οι καθοριστικοί κρίκοι της αλυσίδας που θα τραβήξει τη χώρα από την κρίση. Τι περιθώρια -χρονικά, οικονομικά, πολιτικά- υπάρχουν για να μη σπάσουν;
Η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζει για τους επόμενους μήνες χρηματοδοτικό πρόβλημα. Η πίεση που ασκείται για το ταχύτατο κλείσιμο της αξιολόγησης έχει να κάνει με την ανάγκη να εμπεδωθεί γρήγορα η εμπιστοσύνη, να σταθεροποιηθεί πλήρως η ελληνική οικονομία και να πάψουν οι οποιεσδήποτε κινδυνολογικές προβλέψεις που, όπως και να το κάνουμε, δημιουργούν ανησυχία, αν και όχι πάντα εύλογα. Και όλα αυτά καθώς οι στόχοι για πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 1,75% για το 2017 και 3,5% είναι ούτως ή άλλως φιλόδοξοι. Αν λοιπόν όλοι θέλουν την επιτυχία του ελληνικού προγράμματος, θα πρέπει να δείξουν στάση εποικοδομητική, να σταματήσουν τα πολιτικά παιχνίδια και να δείξουν πραγματική βούληση για γρήγορη συμφωνία.
Εξακολουθείτε να αισιοδοξείτε ότι η αξιολόγηση θα κλείσει στο Eurogroup της 26ης Ιανουαρίου; Θα υπάρξουν πρωτοβουλίες της κυβέρνησης και, προσωπικά, του πρωθυπουργού για ουσιαστική επανεκκίνηση της διαπραγμάτευσης;
Η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει σταματήσει λεπτό τη σκληρή δουλειά για την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων. Οι πρωτοβουλίες είναι συνεχείς και λαμβάνονται σε όλα τα επίπεδα, τόσο στο τεχνικό, όσο και, κυρίως, στο πολιτικό. Και λέω κυρίως γιατί όπως γνωρίζετε, ελάχιστα τεχνικά θέματα έχουν παραμείνει ανοικτά. Το βασικό ανοικτό θέμα πλέον είναι πολιτικό και αφορά στους όρους συμμετοχής του ΔΝΤ. Εκεί είναι λοιπόν που εστιάζονται οι προσπάθειες, ώστε να βρεθεί το σημείο ισορροπίας εκείνο που είναι απαραίτητο για την ολοκλήρωση των διαδικασιών. Αυτό το σημείο όμως δεν μπορεί επ’ ουδενί να περιλαμβάνει νέα μέτρα για μετά το 2018, όπως δεν μπορεί να περιλαμβάνει και τη συνέχιση του καθεστώτος εξαίρεσης στην αγορά εργασίας που επιβλήθηκε από τις κυβερνήσεις ΝΔ και ΠΑΣΟΚ με τις ευλογίες του ΔΝΤ.
Η κυβέρνηση συζητά την επέκταση του «κόφτη» (χωρίς προσδιορισμό των μέτρων, λέτε) για μετά τη λήξη του προγράμματος. Γιατί μια τέτοια εξέλιξη δεν ισοδυναμεί με παράταση, ουσιαστικά, του μνημονίου πέρα από το 2018;
Οι διαπραγματεύσεις σε ό,τι αφορά στα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος και τους στόχους για πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2018 δεν έχουν ακόμη κλείσει. Βεβαίως η κυβέρνηση είναι ανοιχτή να συζητήσει για ένα μηχανισμό εγγυήσεων για την επίτευξη των όποιων στόχων τελικά συμφωνηθούν, όμως, αυτό δεν έχει καμία σχέση με παράταση του Μνημονίου. Όποιος στόχος και αν συμφωνηθεί, θα δεσμεύει την Ελλάδα με βάση τους ισχύοντες κανόνες της ευρωζώνης και όχι επειδή θα τον επιβάλει κάποια ad hoc συμφωνία. Από τη στιγμή που η Ελλάδα θα αποκτήσει πλήρη πρόσβαση στις αγορές χρήματος, δεν υπάρχει Μνημόνιο και αυτό το γνωρίζουν όλοι, όσο και αν για πολιτικούς λόγους επιλέγουν την προπαγάνδα και την καταστροφολογία. Εκτός αν εδώ δεν πρόκειται για εσκεμμένη πολιτική και επικοινωνιακή επιλογή, αλλά για απλή άγνοια, πράγμα που δεν αποκλείεται.
Με την έναρξη της νέας χρονιάς τρέχουν σημαντικές επιβαρύνσεις σε φόρους και εισφορές, που επιβαρύνουν ιδιαίτερα ελεύθερους επαγγελματίες και ατομικές επιχειρήσεις. Εξετάζετε διορθωτικές κινήσεις ή ανάσες; Για παράδειγμα, εκπτώσεις στις προκαταβολές φόρου;
Κανείς δεν ισχυρίζεται ότι οι στόχοι για πρωτογενές πλεόνασμα 1,75% και 3,5% είναι μικροί. Γνωρίζουμε καλά ότι η κοινωνία είναι ήδη επιβαρυμένη και ότι η συσσώρευση υποχρεώσεων είναι πράγματι δυσβάστακτη για αρκετούς συμπολίτες μας. Αυτό όμως είναι διαφορετικό από την ακατάσχετη καταστροφολογία της ΝΔ, που αναπαράγεται διαρκώς και από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Οι ρυθμίσεις που έχουν γίνει ευνοούν μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, άλλα τμήματα δεν επιβαρύνονται καθόλου, ενώ πράγματι τα ανώτερα εισοδήματα θα δουν επιβαρύνσεις.
Το θέμα είναι όμως κάθε φορά να σκεφτόμαστε πού θα βρισκόμασταν αν δεν είχε μεσολαβήσει η διαπραγμάτευση του 2015. Σας θυμίζω ότι οι στόχοι που είχε συμφωνήσει η ΝΔ ήταν 4,5% πρωτογενές πλεόνασμα για το 2016 και 4,5 για το 2017. Σωρευτικά δηλαδή θα έπρεπε περίπου 13 δισ. περισσότερα να αφαιρεθούν από τους φορολογούμενους, φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις. Επρόκειτο για οικονομικό και κοινωνικό παραλογισμό. Αυτόν τον παραλογισμό τερμάτισε η παρούσα κυβέρνηση και μάλιστα είχε την τιμιότητα να προσφύγει στον ελληνικό λαό τον Σεπτέμβρη του 2015. Καμία άλλη κυβέρνηση δεν το τόλμησε αυτό. Να απευθυνθεί στον ελληνικό λαό μετά και όχι πριν τη Συμφωνία.
Η ΝΔ ζητά καθημερινά εκλογές και η κυβέρνηση τις αποκλείει. Με ποια δεδομένα επιμένετε ότι δεν θα προκύψουν;
O κύριος Μητσοτάκης από τον δεύτερο μήνα της θητείας του στην Προεδρία της ΝΔ ζητά εκλογές. Καταστροφολογούσε διαρκώς για την πρώτη αξιολόγηση, την πορεία της οικονομίας, τον κόφτη, το προσφυγικό, υπονόμευσε τη συγκρότηση του ΕΣΡ για να προστατεύσει συμφέροντα, επαναλαμβάνει τις φαντασιοπληξίες περί success story των κυρίων Σαμαρά και Βενιζέλου, σε κάθε ευκαιρία ευθυγραμμίζεται με τους πιο ακραίους από τους δανειστές, στην προσπάθεια του να δημιουργήσει προβλήματα στην ομαλή πορεία των διαπραγματεύσεων. Έχει κινητοποιήσει έναν ολόκληρο μηχανισμό προπαγάνδας και παραγωγής ψευδών ειδήσεων. Έφτασε μέχρι το σημείο να καταψηφίσει τη ρύθμιση για την παροχή των 617 εκατομμυρίων ευρώ στους συνταξιούχους, για να δώσει διαπιστευτήρια υποταγής σε κάποιους από τους δανειστές. Η τακτική του αυτή, εκτός του ότι αναδεικνύει βιασύνη, αδυναμία στρατηγικού σχεδιασμού και εντελώς λανθασμένο πολιτικό κριτήριο, φέρνει στην επιφάνεια και μια έντονη εξουσιαστική επιθυμία. Στην πραγματικότητα είναι η επιθυμία ενός ολόκληρου μπλοκ οικονομικής και πολιτικής εξουσίας για την παλινόρθωσή του.
Κατά τον ίδιο τρόπο όμως που διαψεύδονται οι προσδοκίες του εδώ και ένα χρόνο θα διαψευσθούν και τώρα. Η β’ αξιολόγηση θα κλείσει χωρίς υποχωρήσεις σε παραλογισμούς, ενώ η «ιδεοληπτική εμμονή της Αριστεράς» για αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων θα δικαιωθεί. Η κοινωνική πλειοψηφία, η «αδαής πλειοψηφία» του κυρίου Μητσοτάκη δεν έχει λόγο να ανησυχεί. Τις κυβερνήσεις στην Ελλάδα τις εκλέγει ο λαός για 4 χρόνια και όχι οι δανειστές και τα παράκεντρα εξουσίας του κυρίου Μητσοτάκη.
Γιατί προκρίθηκαν οι κατ’ ιδίαν συναντήσεις του πρωθυπουργού με τους πολιτικούς αρχηγούς (πλην του Νίκου Μιχαλολιάκου) για το Κυπριακό και όχι η σύγκληση του Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών;
Κατά τη διάρκεια των συνομιλιών για το Κυπριακό επανειλημμένα συγκλήθηκε το Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής, κατά τις συνεδριάσεις του οποίου θεσμικά ενημερώθηκαν με λεπτομέρεια τα πολιτικά κόμματα από τον υπουργό Εξωτερικών. Σε αυτή τη φάση και ενόψει της Διάσκεψης της Γενεύης, ο πρωθυπουργός θα ενημερώσει τους πολιτικούς αρχηγούς για τις θέσεις με τις οποίες προσέρχεται η ελληνική πλευρά στις διαπραγματεύσεις, πάντοτε σε στενό συντονισμό και διαρκή επικοινωνία με την Κυπριακή Δημοκρατία και τον πρόεδρο κ. Αναστασιάδη.
Στις συναντήσεις αυτές θα επαναλάβει τις πάγιες θέσεις για την ανάγκη τερματισμού του αναχρονιστικού καθεστώτος των εγγυήσεων αλλά και την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής, ώστε να επιτευχθεί μια δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού στο πλαίσιο των αποφάσεων του ΟΗΕ και στη βάση της ιδιότητας της Κύπρου ως κράτους-μέλους της ΕΕ. Ελπίζουμε σε επικοδομητικό και ειλικρινή διάλογο εκ μέρους όλων και νομίζω ότι οι συναντήσεις θα ολοκληρωθούν με επιτυχία.
Τι περιμένετε από τη Διάσκεψη της Γενεύης; Θα επιμείνει η Αθήνα στην πολυμερή σύνθεση, δεδομένου ότι η τουρκοκυπριακή πλευρά εμμένει στην πενταμερή; Ο κύριος Τσίπρας θα συμμετέχει στη Διάσκεψη, με δεδομένη την άρνηση του κυρίου Ερντογάν να παραστεί;
Η συμμετοχή της ΕΕ είναι απαραίτητη, με δεδομένη την ιδιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας ως κράτους-μέλους της αλλά και τις προβλέψεις της Συνθήκης της Λισαβόνας για θέματα που αφορούν στην ασφάλεια των κρατών-μελών. Σε ό,τι αφορά δε τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, αυτά θα συμμετάσχουν ούτως ή άλλως σε κάποια φάση της διαδικασίας εφόσον οδεύουμε σε συμφωνία, καθώς θα απαιτηθεί απόφαση του ίδιου του Συμβουλίου Ασφαλείας κάτι τέτοιο. Η ελληνική κυβέρνηση εργάζεται σκληρά ώστε σε στενή επικοινωνία με την Κυπριακή Δημοκρατία να βρεθεί η λύση στη βάση όσων ήδη σας είπα. Περιμένουμε και από την Τουρκία λοιπόν την ίδια αποφασιστικότητα για την εξεύρεση δίκαιης και βιώσιμης λύσης.
Όσο για το επίπεδο της εκπροσώπησης δεν θέλω αυτή τη στιγμή να προεξοφλήσω τίποτα, καθώς όλα παραμένουν ανοιχτά. Ο πρωθυπουργός θα παραστεί στη Διάσκεψη εφόσον υπάρχουν προϋποθέσεις για συμφωνία. Και αυτό εξαρτάται όχι μόνο από την ελληνική κυβέρνηση, αλλά και από τη στάση της Τουρκίας.
Πηγή: www.euro2day.gr