Ανοικτή επιστολή, απηύθυναν οι Οικολόγοι Πράσινοι στον Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων, κ. Κωνσταντίνο Αρβανιτόπουλο και στον Υπουργό Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κ. Χαράλαμπο Αθανασίου, με αφορμή το Σχέδιο Νόμου που τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση σχετικά με την «Οργάνωση της νομικής μορφής των θρησκευτικών κοινοτήτων και των ενώσεων τους στην Ελλάδα».
Το εν λόγω σχέδιο νόμου περιπλέκει αντί να επιλύει σημαντικά προβλήματα που έχουν προκύψει διαχρονικά σχετικά με την αναγνώριση της νομικής προσωπικότητας των θρησκευτικών κοινοτήτων, ενώ εισάγει ανεπίτρεπτες διακρίσεις μεταξύ τους, καταργεί εμμέσως το απαραβίαστο της θρησκευτικής συνείδησης και επεμβαίνει στην εσωτερική λειτουργία του θρησκευτικού νομικού προσώπου.
Ακολουθεί το πλήρες περιεχόμενο της επιστολής
Αξιότιμε κύριε Υπουργέ Παιδείας και Θρησκευμάτων,
Αξιότιμε κύριε Υπουργέ Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων,
Όπως προκύπτει από τα στατιστικά στοιχεία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), κατά τα έτη 1959-2011 αντιστοιχούν στην Ελλάδα δέκα καταδικαστικές αποφάσεις παραβίασης του άρθρου 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που αφορά στην ελευθερία της σκέψης, συνείδησης και θρησκείας, έναντι 40 που αντιστοιχούν στο σύνολο των κρατών που έχουν προσχωρήσει στη Σύμβαση. Τούτο σημαίνει ότι οι ελληνικές καταδικαστικές αποφάσεις αντιστοιχούν σε ποσοστό 25% του συνόλου των καταδικαστικών αποφάσεων του άρθρου 9, «διαμορφώνοντας» σε μεγάλο βαθμό τη νομολογία του ΕΔΔΑ στα ζητήματα θρησκευτικής ελευθερίας. Η ανωτέρω αρνητική διαπίστωση αντανακλά το ιδιόμορφο καθεστώς των σχέσεων Πολιτείας- Εκκλησίας στην Ελλάδα που είναι εμφανές, μεταξύ άλλων, με τη διατήρηση διατάξεων που διασφαλίζουν την προνομιακή μεταχείριση της «επικρατούσας θρησκείας», καθώς και αναγκαστικών νόμων που προέρχονται από την εποχή της μεταξικής δικτατορίας, που αμφισβητούνται τόσο ως προς τη συνταγματικότητά τους, όσο και ως προς τη συμβατότητα τους με την ΕΣΔΑ.
Δεν παραγνωρίζουμε ταυτόχρονα το γεγονός ότι στην ελληνική έννομη τάξη συνυπάρχει ωστόσο η κατοχύρωση της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης και της ελευθερίας της λατρείας (forum internum και forum externum αντίστοιχα) από τα Ελληνικά Συντάγματα, με την παράλληλη ισχύ φιλελεύθερων διατάξεων του Συντάγματος, αλλά και διεθνών συμβάσεων. Στο πλαίσιο αυτό, θεωρούμε σκόπιμο να λάβετε υπόψη τις παρατηρήσεις μας επί του περιεχομένου του σχεδίου νόμου με τίτλο: «Οργάνωση της νομικής μορφής των θρησκευτικών κοινοτήτων και των ενώσεων τους στην Ελλάδα», το οποίο τέθηκε πρόσφατα σε δημόσια διαβούλευση.
Συγκεκριμένα:
Άρθρο 1
Στην έννοια Θρησκευτικής Κοινότητας εντάσσονται φυσικά πρόσωπα μόνιμα εγκατεστημένα σε «καθορισμένη γεωγραφική περιοχή». Από την Αιτιολογική Έκθεση προκύπτει ότι η γεωγραφική περιοχή «δεν μπορεί να εκτείνεται αυθαίρετα αλλά προσδιορίζεται από την περιοχή στην οποία κατοικούν ή διαμένουν τα πρόσωπα της κοινότητας», χωρίς τελικά να προσδιορίζεται τί περιλαμβάνει. Κρίνεται σκόπιμο να αποσαφηνιστεί ο όρος. Σε κάθε περίπτωση πάντως η «καθορισμένη γεωγραφική περιοχή», δεν αποτελεί δόκιμο όρο διότι συνιστά αδικαιολόγητο περιορισμό του δικαιώματος συλλογικής άσκησης της θρησκευτικής ελευθερίας.
Άρθρο 2
Η πρόβλεψη 300 μελών ως προϋπόθεση για να αναγνωρισθεί η νομική προσωπικότητα μιας θρησκευτικής κοινότητας, είναι υπερβολική και απαγορευτική για τη συντριπτική πλειοψηφία των θρησκευτικών κοινοτήτων. Θυμίζουμε ότι έως τώρα οι ευκτήριοι οίκοι εντάσσονταν στις διατάξεις περί Σωματείων του Αστικού Κώδικα, ο οποίος προβλέπει μόνο 20 άτομα (άρθρο 78 Α.Κ.), όπως αντίστοιχα ισχύει και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Αξίζει επίσης να επισημάνουμε ότι σύμφωνα με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, για την ίδρυση χώρων λατρείας επαρκούν επτά πιστοί (ΣτΕ 1842/1992). Αντίστοιχα, το επιχείρημα της Αιτιολογικής Έκθεσης βάσει του οποίου για τις Ενορίες της Ορθόδοξης Εκκλησίας απαιτούνται 300 οικογένειες, είναι μαχητό, διότι αφορά πληθυσμό πόλης 10.000 κατοίκων. Περαιτέρω, η εν λόγω διάταξη εξαιρεί συγκεκριμένες εκκλησίες και θρησκευτικές κοινότητες από τις διατάξεις περί αναγνώρισης της νομικής προσωπικότητας, εισάγοντας ανεπίτρεπτη διάκριση και προσκρούοντας με αυτό τον τρόπο στη θεμελιώδη συνταγματική αρχή της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 και 2 Σ.). Ταυτόχρονα, εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι δεν γίνεται καμία αναφορά στην υφιστάμενη νομική προσωπικότητα της Καθολικής Εκκλησίας, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη ότι η Ελλάδα υποχρεώθηκε να προσαρμόσει τη νομοθεσία της στην καταδικαστική απόφαση του ΕΔΔΑ (Απόφαση Καθολική Εκκλησία Χανίων κατά Ελλάδας, 16.12.1997) θεσπίζοντας το ν.2731/1999 (Α΄138), με τον οποίο όρισε ότι στα νομικά πρόσωπα που έχουν διατηρηθεί σε ισχύ με το άρθρο 13 Εισ.Ν.Α.Κ. συμπεριλαμβάνονται και τα προ της 23.2.1946 συσταθέντα ή λειτουργούντα καθιδρύματα της Καθολικής Εκκλησίας της Ελλάδος (άρθρο 33).
Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 3 προσκρούει στις διατάξεις του ν. 2472/97 που, μεταξύ άλλων, προβλέπει την απαγόρευση συλλογής και επεξεργασίας ευαίσθητων δεδομένων, καταργώντας με τον τρόπο αυτό, εμμέσως, το απαραβίαστο της θρησκευτικής συνειδήσεως, καθώς και την προϋπόθεση της ακώλυτης άσκησης λατρείας.
Μάλιστα, στο άρθρο 13 ορίζεται ότι σε περίπτωση που δεν υπάρχει αναγνώριση της νομικής προσωπικότητας των θρησκευτικών κοινοτήτων, καμία Δημόσια Υπηρεσία δεν θα συναλλάσσεται μαζί τους, ενώ γνωρίζουμε ότι με το ισχύον νομικό καθεστώς οι νόμιμα λειτουργούντες Ναοί και Ευκτήριοι Οίκοι συναλλάσσονται και με το Δημόσιο (διαθέτουν ΑΦΜ, υποβάλλουν φορολογικές δηλώσεις κοκ).
Άρθρο 7
Προτείνουμε να αντικατασταθεί η λέξη «ημεδαπών νομικών προσώπων», δεδομένου ότι η περιουσία των θρησκευτικών νομικών πρόσωπων ενδέχεται να προέρχεται και από παγκόσμιες ενισχύσεις.
Άρθρο 8
Η πρόβλεψη ενός θρησκευτικού λειτουργού, αποτελεί αδικαιολόγητη παρέμβαση στην εσωτερική διοίκηση των θρησκευτικών κοινοτήτων, δυσχεραίνοντας ταυτόχρονα τη λειτουργία των θρησκευτικών κοινοτήτων που διοικούνται λ.χ. από συλλογικά αιρετά όργανα- χωρίς να διαθέτουν ιερατείο. Αδικαιολόγητη παρέμβαση του κράτους αποτελεί και η ρύθμιση των όρων εισόδου και αποχώρησης του Θρησκευτικού Νομικού Προσώπου.
Άρθρο 9
Σύμφωνα με το άρθρο 9, η ίδρυση των χώρων λατρείας γίνεται με βάση τις ισχύουσες διατάξεις. Θυμίζουμε εντούτοις ότι οι διατάξεις ίδρυσης ευκτήριων οίκων και ναών χρονολογούνται από τη μεταξική περίοδο και έχουν οδηγήσει την Ελλάδα σε καταδίκη από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Μανουσάκης και λοιποί κατά της Ελλάδος, 26.9.1996). Μάλιστα, μετά την εν λόγω απόφαση και με σκοπό την ενσωμάτωση της νομολογίας του ΕΔΔΑ, ο Άρειος Πάγος απεφάνθη ότι το σύστημα άδειας για την ίδρυση ευκτήριου οίκου είναι συνταγματικό μόνο κατά το μέρος που περιορίζεται στον έλεγχο των προϋποθέσεων που τίθενται από τα άρθρα 13 παρ.2 του Συντάγματος και 9 παρ.2 της ΕΣΔΑ (γνωστή θρησκεία, μη προσβολή της δημόσιας τάξης ή των χρηστών ηθών). Το Συμβούλιο της Επικρατείας προχώρησε ένα βήμα παρακάτω και το Τμήμα Δ΄ με τη 2188/2010 απόφασή του παρέπεμψε στην Ολομέλεια προς κρίση το ζήτημα της συνταγματικότητας του συστήματος προηγούμενης διοικητικής άδειας για την ανέγερση και λειτουργία ναού ή την εγκατάσταση ευκτήριου οίκου (δηλαδή το άρθρο 1 του α.ν.1363/1938, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του α.ν. 1672/1939). Βάσει των ανωτέρω νομολογιακών εξελίξεων, η αναθεώρηση των ισχυουσών διατάξεων σχετικά με την ίδρυση ευκτήριων οίκων και ναών, θα πρέπει να απασχολήσει άμεσα και σοβαρά την Πολιτεία.
Άρθρο 10
Να διαγραφεί ως αίτιο διάλυσής του θρησκευτικού νομικού προσώπου η ανήθικη ή ενάντια προς τη δημόσια τάξη λειτουργία του (παράγραφος γ΄), διότι αφήνει ανοιχτό το πεδίο για υποκειμενική και αυθαίρετη κρίση περί ηθικής.
Άρθρο 12
Στην παρ.2 να συμπληρωθεί «και λειτουργούν βάσει του υφιστάμενου νομικού καθεστώτος, χωρίς άλλη διαδικασία».
Άρθρο 17
Σύμφωνα με την πάγια νομολογία τεκμαίρεται ως «γνωστή θρησκεία» κάθε θρησκεία που δεν έχει κρυφές δοξασίες και δόγματα και της οποίας οι τελετές είναι ανοικτές και προσβάσιμες σε όλους ανεξαιρέτως. Υπό την έννοια αυτή, ο νέος ορισμός της γνωστής θρησκείας, βάσει του οποίου «τεκμαίρεται ως γνωστή θρησκεία κάθε θρησκεία και δόγμα που για την άσκηση της δημόσιας λατρείας της, τελεί σε ισχύ σχετική άδεια ίδρυσης και λειτουργίας ναού ή ευκτήριου οίκου της», πρέπει να διαγραφεί και να αντικατασταθεί ως ανωτέρω.
Παρακαλούμε να λάβετε υπόψη τις παρατηρήσεις που καταθέσαμε, καθώς και τις εμπεριστατωμένες προτάσεις της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου για τις σχέσεις Πολιτείας και θρησκευτικών κοινοτήτων. Για τους Οικολόγους Πράσινους η ρύθμιση των σχέσεων Πολιτείας Εκκλησίας με σεβασμό στις θεμελιώδεις συνταγματικές επιταγές της θρησκευτικής ελευθερίας και της ίσης μεταχείρισης, αποτελούν αλάνθαστο δείκτη εύρυθμης λειτουργίας και εμβάθυνσης της Δημοκρατίας.
Η Εκτελεστική Γραμματεία των Οικολόγων Πράσινων