«Το ευρώ δεν το θέτουν υπό αμφισβήτηση οι μαθητές και οι φοιτητές που διαδηλώνουν στους δρόμους της Αθήνας, της Ρώμης ή της Μαδρίτης, αλλά η νικηφόρα προέλαση των λαϊκιστικών κομμάτων στις εύπορες χώρες του Βορρά της ευρωζώνης.
Το “Αυστριακό Κόμμα της Ελευθερίας” (FPÖ), το ολλανδικό “Κόμμα για την Ελευθερία” (PVV), το “Εθνικό Μέτωπο” (Front National) της Γαλλίας και το “Κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία” (AfD) αυξάνουν την απήχησή τους στο λαό και θα μπορούσαν να επιβάλουν το τέλος της κοινής νομισματικής πολιτικής», τονίζει σε άρθρο του ο Ντάνιελ Εκερτ στην γερμανική εφημερίδα Die Welt.
Ο σχολιαστής επισημαίνει ότι αν και υπάρχει νηνεμία για το ευρώ, το ευρωπαϊκό νόμισμα διατρέχει τον κίνδυνο μιας μεγάλης δοκιμασίας, ο οποίος οφείλεται σε ορισμένες χώρες του πυρήνα της ευρωζώνης και όχι στην Ελλάδα, διότι σε αυτές αναπτύσσεται ένα μεγάλο πρόβλημα, δηλαδή το πρόβλημα του ακροδεξιού, αντιευρωπαϊκού λαϊκισμού.
Κατά τον αρθρογράφο της Welt «το πραγματικό σενάριο τρόμου για το ευρώ είναι η δεξιά πολιτική στροφή στις πλούσιες χώρες του Βορρά, διότι τα πλούσια κράτη μπορούν ευκολότερα να αποχωρήσουν από την νομισματική ένωση από τις (νότιες) χώρες που περνάνε κρίση.
Στην άνοδο των λαϊκιστών οι οικονομολόγοι βλέπουν έναν υποτιμημένο κίνδυνο, μια πραγματική ωρολογιακή βόμβα», όπως τονίζει χαρακτηριστικά.
«Από τον πυρήνα της νομισματικής ένωσης προέρχονται εν τω μεταξύ μεγαλύτεροι κίνδυνοι από ό,τι από τις περιφερειακές χώρες, οι οποίες δεν θέλουν να εγκαταλείψουν την νομισματική ένωση», δηλώνει στην γερμανική εφημερίδα και ο επικεφαλής οικονομολόγος της Commerzbank Γιοργκ Κρέμερ.
Ο Ντάνιελ Εκερτ επισημαίνει, ότι «ένα πρώτο χτύπημα στο ευρώ θα μπορούσαν να δώσουν οι Αυστριακοί.
Ο υποψήφιος του “Αυστριακού Κόμματος της Ελευθερίας (FPÖ) για την Προεδρία της Δημοκρατίας Νόρμπερτ Χόφερ έχει πιθανότητες να εκλεγεί στις (σημερινές) επαναληπτικές εκλογές.
Αλλά και αν ακόμα ο εμφανιζόμενος ως διαλλακτικός Χόφερ δεν τα καταφέρει τελικά, οι “Μπλε” είναι εν τω μεταξύ τόσο ισχυροί, ώστε η συμμετοχή τους στην επόμενη κυβέρνηση να γίνεται ολοένα και πιο πιθανή».
Ο επικεφαλής οικονομολόγος της Commerzbank Γιοργκ Κρέμερ εικάζει μάλιστα ότι «είναι πολύ πιθανόν το κόμμα της Ελευθερίας (FPÖ) στις επόμενες βουλευτικές εκλογές να εκλέξει και καγκελάριο».
«Οι περισσότεροι οικονομολόγοι θεωρούν την έξοδο από το ευρώ ως ένα οικονομικά τολμηρό εγχείρημα.
Αναλόγως σεναρίου το κόστος της καταστροφής της νομισματικής ένωσης θα ανέρχονταν σε εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ.
Η κατάρρευση των χρηματιστηρίων, η μείωση της ανάπτυξης, οι εμπορικοί πόλεμοι είναι οι συνέπειες για τις οποίες προειδοποιούν επαγγελματίες κι ακαδημαϊκοί.
Σχεδόν όλοι οι εμπειρογνώμονες όμως συμφωνούν ότι -αν δει κανείς το θέμα τεχνικά- είναι πολύ λιγότερο σύνθετο για τους δανειστές της ευρωζώνης να αποχωρήσουν από ό,τι είναι για της περιφερειακές χώρες», όπως γράφει ο Εκερτ.
Κατά τον σχολιαστή της Welt «αν η Ελλάδα είχε αποφασίσει το 2015 να εγκαταλείψει το ευρώ θα είχαν προκύψει μετά μεγάλης βεβαιότητος διαφυγή κεφαλαίων και χάος στη χώρα.
Η νέα δραχμή θα είχε κατακρημνιστεί και οι Έλληνες θα υπέφεραν από τον καλπάζοντα πληθωρισμό.
Διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα αν μια χώρα με ανταγωνιστική οικονομία, όπως η Αυστρία, η Ολλανδία ή η Γερμανία άνοιγαν το αλεξίπτωτο για να πέσουν.
Όλες αυτές οι χώρες έχουν ασφαλώς οικονομικές αδυναμίες, αλλά θα ήταν λίαν απίθανη η πτώση της αξίας του νέου εθνικού νομίσματος με διπλασιασμό των τιμών των εισαγομένων αγαθών».
Ο επικεφαλής οικονομολόγος της Commerzbank Κρέμερ πιστεύει μάλιστα ότι «μια χώρα του πυρήνα της ευρωζώνης μάλλον θα προσέλκυε κεφάλαια από το εξωτερικό».
«Οικονομικές και πολιτικές αναταράξεις θα ήταν βέβαια και σε αυτήν την περίπτωση πιθανές.
Συγχρόνως όμως το δικό τους σταθερό νόμισμα θα εγγυάτο μια συγκεκριμένη σταθερότητα των συνθηκών ζωής των πολιτών τους.
Το έμμεσο πολιτικό κόστος με την μορφή της αντίδρασης εξοργισμένων ψηφοφόρων θα ήταν μικρό» εκτιμά ο αρθρογράφος της Welt, Ντάνιελ Εκερτ , ενώ ο επικεφαλής οικονομολόγος της Commerzbank εφιστά την προσοχή στο ότι «η μοίρα της νομισματικής ένωσης θα κριθεί μάλλον στο κέντρο παρά στην περιφέρεια της νομισματικής ένωσης.
Γι’ αυτό οι επενδυτές θα όφειλαν να προσέξουν ακριβώς πως αναπτύσσεται η επιρροή των αντιπάλων του ευρώ στις χώρες του πυρήνα της ευρωζώνης».
Ο σχολιαστής της Welt επισημαίνει επίσης ότι «οι παίκτες της αγοράς θα μπορούσαν ενδεχομένως να υποτιμήσουν τη δυναμική των λαϊκιστικών κινημάτων στην Ευρώπη όπως συνέβη και στην περίπτωση του Ντόναλντ Τράμπ στις ΗΠΑ» υπενθυμίζοντας ότι «ο Αυστριακός υποψήφιος πρόεδρος Χόφερ αντιτίθεται σε μια Ευρωπαϊκή Ένωση ως ένωση χρέους και κοινής ευθύνης σε βάρος των αυστριακών μελλοντικών γενεών, κάτι το οποίο ακούγεται μεν λογικό επειδή η Αυστρία έχει και η ίδια πολλά χρέη» και τονίζει ότι «στα λόγια αυτά υπάρχει εκρηκτική ύλη.
Διότι αν παρεκκλίνει μόνο μια μεμονωμένη δανείστρια χώρα από τους μηχανισμούς διάσωσης θα μπορούσε να διαρραγεί ολόκληρος ο ιστός του ευρώ, ο οποίος βασίζεται στον εύθραυστο συμβιβασμό χρήματα έναντι μεταρρυθμίσεων».
Ο Ντάνιελ Εκερτ εκτιμά επίσης ότι «το Αυστριακό Κόμμα της Ελευθερίας (FPÖ) βρίσκεται ανησυχητικά κοντά στην εξουσία», δεδομένου ότι οι δημοσκοπήσεις του δίνουν κάτι παραπάνω από 30%.
«Αν παραμείνει το ίδιο, οι λαϊκιστές θα κατακτούσαν με απόσταση τις περισσότερες έδρες στις προσεχείς βουλευτικές εκλογές του 2018.
Για να εμποδιστεί να γίνει καγκελάριος ο υποψήφιος του FPÖ η μόνη εναλλακτική λύση που μένει αριθμητικά είναι ένας συνασπισμός των κυβερνώντων χριστιανοδημοκρατών-σοσιαλδημοκρατών με τους πράσινους», όπως γράφει, ενώ «κάτι ανάλογο συμβαίνει και σε άλλες χώρες.
Στην Ολλανδία το κόμμα για την Ελευθερία (PVV) προετοιμάζεται για να γίνει η ισχυρότερη πολιτική δύναμη».
Αλλά κατά τον αρθρογράφο της Welt «η Μαρί Λεπέν στη Γαλλία αποτελεί σίγουρα την πιο ακραία περίπτωση.
Δεν αποκρύπτει τη συμπάθειά της για την επανεισαγωγή του φράγκου, διότι η Γαλλία θα έχει περισσότερο αέρα να αναπνεύσει οικονομικά με το δικό της νόμισμα, να κάνει τα προϊόντα της φτηνότερα με την υποτίμηση.
Βέβαια δεν ζητούν όλα τα λαϊκιστικά κόμματα απερίφραστα την κατάργηση του ευρώ. Όμως τα προγράμματά τους περιέχουν αιτήματα η εφαρμογή των οποίων θα ανατίναζε την συνοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης» καταλήγει ο Ντάνιελ Εκερτ.