Αιχμές κατά των σκληροπυρηνικών φωνών της ΕΕ που ζητούν «πάγωμα» της συνθήκης Σένγκεν για τη χώρα μας και κλείσιμο των συνόρων άφησε ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς, τονίζοντας μεταξύ άλλων πως «τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ΕΕ σήμερα είναι πολύπλοκα και σύνθετα και γι’ αυτό χρειάζονται βαθιές, αναστοχασμένες λύσεις, όχι εύκολες κινήσεις που οδηγούν στον κατακερματισμό της Ευρώπης και στην επαναεθνικοποίηση, με την κακή έννοια του όρου» και πως «εάν η Ελλάδα απομονωθεί από την Ευρώπη θα σημαίνει ότι δεν υπάρχει Ευρώπη».
Σε κοινές δηλώσεις του με τον ιταλό ομόλογό του Πάολο Τζεντιλόνι, ο κ. Κοτζιάς κληθείς να απαντήσει σε ερώτηση σχετικά με το θέμα των συνόρων και της Σένγκεν και αν η Ελλάδα αισθάνεται απομονωμένη, τόνισε : «Η Ευρώπη γεννήθηκε, ωρίμασε, υπήρξε σαν ιδέα και όνομα μέσα από το μεγαλείο του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού». «Η Ευρώπη χρειάζεται περισσότερη Ευρώπη, περισσότερο σχέδιο ενοποίησης, περισσότερο κοινωνικό κράτος και δημοκρατία, χρειάζεται να συγκινήσει τους ανθρώπους περισσότερο με τα οράματα, τις αξίες και τις αρχές της.
Αυτό που δεν έχει ανάγκη η Ευρώπη είναι από νοοτροπίες και αντιλήψεις που δεν έχουν συνείδηση της Ιστορίας του ευρωπαϊκού εγχειρήματος και που πιστεύουν ότι με κάποιες απλές κινήσεις θα λύσουν σύνθετα προβλήματα. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ΕΕ σήμερα είναι πολύπλοκα και σύνθετα και γι αυτό χρειάζονται βαθιές, αναστοχασμένες λύσεις, όχι εύκολες κινήσεις που οδηγούν στον κατακερματισμό της Ευρώπης και στην επαναεθνικοποίηση, με την κακή έννοια του όρου».
«Από αυτή την άποψη», προσέθεσε, «νοιώθουμε ότι είμαστε στοιχείο της Ευρώπης, φορείς, όπως και άλλοι, ευρωπαϊκών αξιών, αρχών και οραμάτων», εξηγώντας ότι «αυτοί που θα απομονωθούν από την Ιστορία και από το τι χρειάζεται η Ευρώπη είναι αυτοί που σκέπτονται τα σύνθετα με ένα απλουστευτικό και όχι με έναν παραγωγικό τρόπο». «Εάν η Ελλάδα απομονωθεί από την Ευρώπη θα σημαίνει ότι δεν υπάρχει Ευρώπη. Νομίζω ότι θα πρέπει να ανησυχούν εκείνοι που είναι σε μία αυλή όπου ο καθένας παίρνει μία πέτρα και την πετάει στους άλλους», υπογράμμισε ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών.
Από την πλευρά του, ο κ. Τζεντιλόνι τόνισε ότι «προσδοκούμε μια ισχυρή δέσμευση», «να δεσμευτεί, έστω και καθυστερημένα η Ευρώπη, και πρώτον, να μην υπάρξουν μονομερείς λύσεις που θα προκαλέσουν επιπτώσεις μη αναστρέψιμες για το σύνολο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και για τη Συνθήκη του Σένγκεν και, δεύτερον, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σύμφωνα με το πρόγραμμα, να δρομολογήσει το μήνα Μάρτιο την αναθεώρηση των κανονισμών της Συνθήκης του Δουβλίνου»
Απαντώντας σε ερώτηση του ΑΠΕ-ΜΠΕ σχετικά με την τροποποίηση της Συνθήκης του Δουβλίνου, για την οποία έχει δηλώσει ότι δεν είναι αισιόδοξος, και αν αυτό εγκυμονεί κινδύνους για τις δύο χώρες, ο κ. Τζεντιλόνι είπε ότι «είναι δύσκολο να μη βλέπει κανείς τους κινδύνους και να μην ανησυχεί», προσθέτοντας «ότι υπάρχουν στοιχεία ορθολογιστικά που θα πρέπει να μας ωθήσουν προς την ορθή κατεύθυνση».
«Όλοι γνωρίζουμε ότι η Συνθήκη του Σένγκεν και η ελεύθερη διακίνηση προσώπων είναι δυο πράγματα θεμελιώδους σημασίας», είπε ο Ιταλός υπουργός Εξωτερικών, τονίζοντας ότι «δύσκολα μπορεί κανείς να δει ενιαία αγορά σε οικονομικό επίπεδο, χωρίς την ελεύθερη διακίνηση προσώπων».
Αναφορικά με τη συνθήκη του Δουβλίνου επισήμανε:«Όλοι γνωρίζουμε ότι οι κανονισμοί του Δουβλίνου υιοθετήθηκαν 25 χρόνια πριν, όταν επικρατούσαν συνθήκες που ήταν εντελώς διαφορετικές από αυτές οι οποίες ισχύουν σήμερα. Δεν μπορεί να πέσει το βάρος της καταγραφής στις νεοαφιχθείσες χώρες. Οι δεσμεύσεις είναι σαφείς, αλλά αυτές οι χώρες μπορούν να επωμισθούν το βάρος της φιλοξενίας όσων δικαιούνται ασύλου και επαναπατρισμού.
Η επαναπροώθηση είναι καθήκον ευρωπαϊκό, δεν μπορεί να είναι καθήκον μιας μεμονωμένης χώρας. Και το λέω αυτό ευθέως. Ουδείς μπορεί να διανοηθεί ότι είμαστε χώρες πρώτης γραμμής και ότι αυτό το πρόβλημα αφορά αποκλειστικά την Ιταλία και με ιδιαίτερο τρόπο την Ελλάδα. Άρα απαιτείται σοβαρότητα και κοινή οπτική». «Πιστεύω», κατέληξε, «ότι κάποιες από τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες αρχής γενομένης της Γερμανίας θα συμμεριστούν τούτη την ανάγκη να διατηρήσουμε τη Συνθήκη του Σένγκεν και σταδιακά να επικαιροποιήσουμε τη Συνθήκη του Δουβλίνου. Θα είναι μια θέση και των 28 κρατών-μελών και το εύχομαι. Αν τούτο δεν γίνει θα πρέπει να εξευρεθεί ο τρόπος ώστε, εν πάση περιπτώσει, η θέση αυτή να είναι η κυρίαρχη στο χώρο του Σένγκεν και στην Ευρώπη».