Την αποχώρησή της από το ΣΥΡΙΖΑ ανακοίνωσε η κυρία Νάντια Βαλαβάνη, προαναγγέλλοντας παράλληλα την προσχώρησή της στο νεοσύστσατο κόμμα του Παναγιώτη Λαφαζάνη, Λαϊκή Ενότητα.
Στο άρθρο της, το οποίο δημοσιεύεται στην Εφημερίδα των Συντακτών, αφήνει αιχμές κατά του Αλέξη Τσίπρα και διαψεύδει παράλληλα ότι θα μετέχει στον νέο πολιτικό φορέα υπό τη Ζωή Κωνσταντοπούλου. «Είναι φανερό ότι η Λαϊκή Ενότητα θα δώσει τον τόνο και θ’ αποτελέσει βασικό κορμό του εκλογικού σχήματος των δυνάμεων αντίστασης στην κυρίαρχη σημερινή πολιτική πριν και μετά τις εκλογές. Είναι όμως επίσης φανερό ότι στο χώρο του ΟΧΙ και στις ζυμώσεις για την πλατιά εκλογική έκφρασή του κινούνται ομάδες, κινήσεις και προσωπικότητες εκτός πλαισίου Λαϊκής Ενότητας… Δεν είναι δυνατόν «λιγότεροι» σήμερα απ’ ό,τι «χωρούσε» ο τότε ΣΥΡΙΖΑ, να μη «χωρούν», πολιτικά και κοινωνικά, σε μια νέα πολιτικοκοινωνική μετωπική ομπρέλα, που μπορεί να μετεξελιχθεί μετεκλογικά σε συνασπισμό. Η προτεινόμενη «συμπόρευση» όλων των υπόλοιπων σε σχήματα φτιαγμένα κυριολεκτικά στο πόδι δεν αποτελεί στοιχειωδώς σοβαρή αντιμετώπιση» αναφέρει χαρακτηριστικά η Νάντια Βαλαβάνη.
Αναλυτικά, το άρθρο με τίτλο «Τι να κάνουμε στο σημερινό κρίσιμο σημείο καμπής;»
«Στο ανεμόδαρτο, μετά την υπερψήφιση του τρίτου Μνημονίου, πολιτικό τοπίο της χώρας κι εν μέσω ενός διεθνούς κραχ μ’ έντονο άρωμα από την παγκόσμια κρίση του 2009, το πώς συμπεριφέρεται πολιτικά ο καθένας μας έχει πολύ μικρότερη σημασία από το τι προσδοκούμε και τι μπορούμε να κάνουμε ως πολιτικό συλλογικό υποκείμενο.
Ωστόσο, ο καθένας μας είναι ανάγκη να μιλήσει καταρχήν προσωπικά.
Εκλέχτηκα βουλευτής με έναν ΣΥΡΙΖΑ που έδωσε στη χώρα μια κυβέρνηση που θα μπορούσε να είναι αυτό που έλεγε τ’ όνομα της: Κυβέρνηση κοινωνικής σωτηρίας για απεμπλοκή της χώρας από τα μνημόνια και για δραστικό περιορισμό ενός χρέους που σήμερα καταβροχθίζει και την τελευταία ικμάδα της. Έτσι ώστε να μπορέσει να σταθεί σταδιακά στα πόδια της η μεγάλη εργαζόμενη πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας, να πάρουν αποφασιστική ένεση ζωής δεκάδες χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις και, προπαντός, να μείνουν στην Ελλάδα και να δώσουν τη μάχη για επιβίωση και παραγωγική ανασυγκρότηση οι νέοι, η πιο μορφωμένη γενιά που έχει ποτέ γαλουχήσει αυτός ο τόπος.
Στη διάρκεια του πρώτου 5μηνου αυτής της κυβέρνησης υπήρξαν πολλές ελπιδοφόρες στιγμές, όλες συνδεμένες με καταργήσεις ή καθυστερήσεις εφαρμογής ακραίων μνημονιακών ρυθμίσεων και με «μονομερείς» νομοθετικές πρωτοβουλίες ανακούφισης των ανθρώπων, υπεράσπισης του δημοσίου συμφέροντος, επανεκκίνησης της οικονομίας. Η κορυφαία πολιτική και κοινωνική μάχη, το συγκλονιστικό δημοψήφισμα που «έβγαλε» ένα τέτοιο αδιαμφισβήτητο ΟΧΙ «ωθώντας» εκατομμύρια ανθρώπους και προπαντός νεολαία στο προσκήνιο, σε μοναδικές στην πολιτική ιστορία του σύγχρονου κόσμου εκλογικές συνθήκες, με κλειστές τράπεζες, έδειξε με τον πιο καθαρό τρόπο τον δρόμο πού θα έπρεπε να βαδίσει η κυβέρνηση μια βδομάδα αργότερα, αντιμέτωπη με το «σφαγείο» των Βρυξελλών. Χάραξε ταυτόχρονα και τον οδικό χάρτη που καλούμαστε να βαδίσουμε όσοι αρνηθήκαμε να ακολουθήσουμε την ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ στη στροφή της στον δρόμο του εξωραϊσμού του μνημονιακού καθεστώτος εκατοντάδων νόμων των τελευταίων πέντε χρόνων. Το σημερινό, πιο κρίσιμο σε όλη αυτή την περίοδο κυριαρχίας των μνημονιακών πολιτικών, σημείο καμπής δημιουργήθηκε από το γεγονός ότι αυτό το καθεστώς, αντί να αποδομηθεί, τσιμεντάρεται τώρα μέσω του πρόσφατα κοινοβουλευτικά «εγκεκριμένου» Τρίτου Μνημόνιου: Xάρη στον καταλυτικό ρόλο μιας κυβέρνησης ταγμένης στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση.
Τι πρέπει να κάνουμε λοιπόν τώρα όλοι εμείς, για να σφραγίσει τις εξελίξεις, κόντρα σε ό,τι έχει δρομολογηθεί κυρίαρχα απ’ τον Ιούλιο, αυτό που εκφράστηκε στο συγκλονιστικό αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος; Τι πρέπει να κάνουμε πριν κλείσει, ανεπανόρθωτα για το λαό και ίσως για πολλές δεκαετίες, το ιστορικό παράθυρο που άνοιξε τόσο ώστε να περάσει από μέσα του η πρώτη κοινοβουλευτική κυβέρνηση της Αριστεράς, όποια κι αν ήταν η κατάληξη της;
Η πρώτη απάντηση σ’ αυτό σήμερα περνάει μέσα από τη διάταξη των πολιτικών δυνάμεων στο πλαίσιο των δρομολογημένων «εκλογών-express». Express, ακριβώς για να μην υπάρξει χρόνος ουσιαστικότερης συζήτησης, αλλά και κοινωνικών εξελίξεων που θα μπορούσαν να αποσταθεροποιήσουν το επιζητούμενο αποτέλεσμα: Με τον ΣΥΡΙΖΑ πρώτη δύναμη, να «νομιμοποιηθεί» ένας μικρότερος ή μεγαλύτερος συνασπισμός κομμάτων που θα εγγυηθεί την εφαρμογή ενός προγράμματος που όλοι – δανειστές, απελθούσα κυβέρνηση και μνημονιακή «αντιπολίτευση» – ξέρουν ότι δεν είναι «βιώσιμο», άρα θα «αποσταθεροποιηθεί»: Στη χειρότερη περίπτωση, μέσω της λαϊκής απόγνωσης.
Αντίθετα με το αφήγημα της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, κατά το οποίο τα λαϊκά στρώματα θα υποφέρουν κατά τι λιγότερο αν εφαρμόσει τις μνημονιακές πολιτικές το κόμμα που κατεξοχήν τις καταπολέμησε, οι δυνάμεις που «καταψήφισαν» μέσα κι έξω από τη Βουλή σε όλη τη χώρα το Τρίτο Μνημόνιο, δεν είχαν κάποιες διαδικασίες συνάντησης, διαλόγου και συνομολόγησης κοινών προγραμματικών θέσεων άλλων από το ίδιο το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η βασική αδυναμία χρειάζεται να ξεπεραστεί -αναγκαστικά όχι σε βάθος, αυτό μπορεί να γίνει μόνο μετεκλογικά- μέσα στις ελάχιστες μέρες πριν τις εκλογές.
Μερικές θέσεις, λοιπόν, στο πλαίσιο ενός διαλόγου που πρέπει να παραγάγει αποτελέσματα μέσα στα επόμενα 24ωρα:
Πρώτο, απευθυνόμαστε πολιτικά στο «όλον» ΟΧΙ, και όχι σε ένα μόνο, έστω και το πιο συνειδητοποιημένο, μέρος του. Απευθυνόμαστε ακόμα και σ’ αυτούς που ψήφισαν ΟΧΙ με επιφυλάξεις και φόβους: Σε συνθήκες κλειστών τραπεζών, κυριάρχησε ακόμα και σ’ αυτούς η ανάγκη αντίστασης σε ό,τι ισοπέδωσε εκατομμύρια ζωές. Αυτό είναι κυρίαρχα, από μεριάς των λαϊκών δυνάμεων, το ζητούμενο στην κοινωνική και πολιτική μετεκλογική κατάσταση.
Δεύτερο, η προτεραιότητα προφανώς δεν είναι ένα λεπτομερές κυβερνητικό πρόγραμμα μιας αριστερής κυβέρνησης κοινωνικής σωτηρίας. Το ρεαλιστικά ζητούμενο είναι μια ισχυρή αντιπολίτευση απέναντι στον κοινωνικό Αρμαγεδδώνα, ικανή να κινητοποιήσει με αποτελεσματικότητα λαϊκές δυνάμεις και να βοηθήσει ώστε να ενισχυθεί η πρωτοβουλία και η αυτενέργεια στο πλαίσιο κοινωνικών και πολιτικών αγώνων. Γι’ αυτό χρειάζεται περισσότερο να υπάρξει μια συνομολογημένη απ’ όλους κοινή κατεύθυνση. Τα υπόλοιπα μπορούν να βρεθούν μετεκλογικά μέσα από διαδικασίες σε βάθος.
Τρίτο, εξαιρετικά σημαντική πρωτοβουλία υπήρξε η δημιουργία, σε ουσιαστικά προεκλογικές συνθήκες, της νέας κοινοβουλευτικής ομάδας της Λαϊκής Ενότητας. Αυτό έδωσε μεταξύ άλλων τη δυνατότητα να παρακαμφθούν «Χρυσή Αυγή» και «Ποτάμι» ως προς την τρίτη διερευνητική εντολή -όχι βέβαια για τη δημιουργία κυβέρνησης. Είναι φανερό ότι η Λαϊκή Ενότητα θα δώσει τον τόνο και θ’ αποτελέσει βασικό κορμό του εκλογικού σχήματος των δυνάμεων αντίστασης στην κυρίαρχη σημερινή πολιτική πριν και μετά τις εκλογές. Είναι όμως επίσης φανερό ότι στον χώρο του ΟΧΙ και στις ζυμώσεις για την πλατιά εκλογική έκφρασή του κινούνται ομάδες, κινήσεις και προσωπικότητες εκτός πλαισίου Λαϊκής Ενότητας. Όλος αυτός ο κόσμος, που εντάσσεται επίσης στις πιο ζωντανές δυνάμεις του ΟΧΙ, δεν είναι σωστό να κληθεί απλώς να «συμπορευτεί» σε παράλληλα, συνεργαζόμενα, σχήματα. Κατά τη γνωστή ρήση, είναι σαν να πετάμε μαζί με τ’ απόνερα της μπανιέρας και το μωρό, στη συγκεκριμένη περίπτωση την εξαιρετικά σημαντική εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ πριν τη δημιουργία του -ας πούμε- «ενιαίου», κόμματος. Δεν είναι δυνατόν «λιγότεροι» σήμερα απ’ ό,τι «χωρούσε» ο τότε ΣΥΡΙΖΑ, να μη «χωρούν», πολιτικά και κοινωνικά, σε μια νέα πολιτικοκοινωνική μετωπική ομπρέλα, που μπορεί να μετεξελιχθεί μετεκλογικά σε συνασπισμό. Η προτεινόμενη «συμπόρευση» όλων των υπόλοιπων σε σχήματα φτιαγμένα κυριολεκτικά στο πόδι δεν αποτελεί στοιχειωδώς σοβαρή αντιμετώπιση.
Τέταρτο, προσωπική μου γνώμη, που έχω εκφράσει διαχρονικά σε δεκάδες άρθρα μου, είναι ότι η δυναμική του τότε ΣΥΡΙΖΑ στηρίχτηκε σε αποφασιστικό βαθμό στην αυτενέργεια και στην ανιδιοτελή προσφορά χιλιάδων ανένταχτων ανθρώπων. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία προέρχονταν από τη συρρίκνωση ή διάλυση αριστερών κομμάτων, οργανώσεων και κινημάτων της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου, οι περισσότεροι αποσυρμένοι από την ενεργή πολιτική πάλη μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’90. Είναι φανερό ότι σε μια περίοδο – που πρέπει πάση θυσία ν’ αποφευχθεί η μετατροπή της σε «εποχή» αποστράτευσης, πρέπει να προσφερθεί ευρύ πεδίο αυτενέργειας όχι μόνο των μεγαλύτερων σε ηλικία, αλλά κυρίως αυτών που σφράγισαν με τον πιο καταλυτικό τρόπο το συγκλονιστικό ΟΧΙ: Των νέων ανθρώπων, του πιο μαχητικού, αλλά ταυτόχρονα πιο ευάλωτου σε κινδύνους αποστράτευσης λόγω απογοήτευσης, κοινωνικού στρώματος.
Η παραπάνω σχετική εμπειρία υποβαθμίστηκε και υποτιμήθηκε στο πλαίσιο του ΣΥΡΙΖΑ από το σύνολο των συνιστωσών του, ενώ το «ενιαίο» κόμμα λειτούργησε σαν χωνευτήρι των πάντων. Αυτό δεν πρέπει να επαναληφθεί. Ένα «χαλαρό» εκλογικό μετωπικό σχήμα δίνει τη δυνατότητα έκφρασης όλων χωρίς να γίνεται αναγκαστικός δεξιόστροφος ή αριστερόστροφος «κορσές», ενώ παραμένει ανοιχτό σε μια σε βάθος συζήτηση μετεκλογικά.
Πέμπτο, αυτή τη στιγμή υπάρχουν σημαντικές οργανώσεις και άνθρωποι που φαίνεται ότι αποφασίζουν μια πορεία προς το κίνημα και τους αγώνες με ταυτόχρονη απόσυρση από εκλογικές και κοινοβουλευτικές διαδικασίες, στερώντας από ένα μετωπικό εκλογικό σχήμα ακόμα και τους εξαιρετικά αξιόλογους και καταξιωμένους στις τοπικές κοινωνίες βουλευτές τους. Πρέπει ν’ αγωνιστούμε ώστε να μην υπάρξουν τέτοιες πολύ σημαντικές απώλειες.
Έκτο, αυτό δε μπορεί παρά να εκφραστεί και στις διαδικασίες. Είναι ακατανόητη η σπουδή που καταγράφεται σε βασικές επαρχιακές πόλεις για ζυμώσεις συγκρότησης ψηφοδελτίων – που είναι ακόμα μεγαλύτερη ευθύνη, καθώς υπάρχει λίστα κι όχι σταυρός -, όταν ακόμα δεν έχουν ολοκληρωθεί διαδικασίες για το ποιο θα είναι το εκλογικό σχήμα. Όταν ο μνημονιακός πλέον ΣΥΡΙΖΑ κάνει εκλογές-express, η δική μας δύναμη είναι ν’ αξιοποιήσουμε τα λίγα 24ωρα που έχουμε ακόμα την πολυτέλεια μιας συζήτησης για το τι ακριβώς, πώς και με ποιους πάμε να το κάνουμε στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, την Πάτρα, το Ηράκλειο, τη Λάρισα, τα Ιωάννινα και σε κάθε γωνιά της χώρας, αντί να δημιουργούνται τετελεσμένα.
Η Αριστερά πρέπει να είναι κοινωνικά χρήσιμη, αλλιώς δεν έχει λόγο ύπαρξης. Πρέπει όμως να είναι και έξυπνη. Και όσο το δυνατό πιο στενά συνδεδεμένη με τη ζωντανή, ρέουσα και σήμερα πιο πρωτότυπη απ’ οποιεσδήποτε επεξεργασίες και συλλήψεις του «κοινωνικού εργαστηρίου», πραγματικότητα».