Ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας Αλέξης Τσίπρας είχε την Μεγάλη Τετάρτη κατ’ ιδίαν συνάντηση στο Κρεμλίνο (ώρα 13.00) με τον Πρόεδρο της Ρωσικής Ομοσπονδίας Βλαντιμίρ Πούτιν.
Ο Ρώσος Πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν υποδεχόμενος τον Έλληνα Πρωθυπουργό, τόνισε τα εξής:
«Αξιότιμε κύριε Πρωθυπουργέ, αγαπητοί φίλοι καλημέρα. Είναι μεγάλη χαρά, κύριε Πρωθυπουργέ, που σας γνωρίζω προσωπικώς. Έχουμε μιλήσει και στο τηλέφωνο. Είναι μεγάλη χαρά μας που σας καλωσορίζουμε στη Μόσχα πριν από τη γιορτή του Πάσχα, κοινή μας γιορτή.
Πρέπει να τονίσω τον πολύ ιδιαίτερο φιλικό χαρακτήρα των σχέσεων, εννοώντας βεβαίως τις πνευματικές παλιές ρίζες. Θέλω να πω ότι τις προάλλες η Ρωσία ήταν η κύρια εμπορική εταίρος της Ελλάδος, είχαμε την πρώτη θέση.
Την περίοδο 2009-2013 ο όγκος των ανταλλαγών μας είχε διπλασιαστεί. Δυστυχώς, όμως, πέρυσι είχαμε μείωση κατά 40%. Νομίζω ότι η επίσκεψή σας είναι πολύτιμη, γιατί πρέπει να βρούμε τους λόγους και να συμφωνήσουμε τι θα κάνουμε για να ξαναφέρουμε τις σχέσεις μας μπροστά. Και πάλι με μεγάλη μου χαρά καλωσορίζω την ελληνική αντιπροσωπεία».
Στην αντιφώνησή του, ο Έλληνας Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας τόνισε τα εξής :
«Σας ευχαριστώ πολύ, κύριε Πρόεδρε, για την υποδοχή. Είναι, πραγματικά, μεγάλη μου χαρά να βρίσκομαι σήμερα στη Μόσχα, αλλά και μεγάλη συγκίνησή μου, διότι το πρωί κατέθεσα στεφάνι στον Άγνωστο Στρατιώτη στην Κόκκινη Πλατεία, αποτίοντας φόρο τιμής σε εκατομμύρια απλούς ανθρώπους, οι οποίοι έδωσαν τη ζωή τους για τη μεγάλη αποφασιστική νίκη των λαών της Ευρώπης.
Όπως ξέρετε, η χώρα μου, η Ελλάδα είναι μια χώρα που αναλογικά με τον πληθυσμό της είχε τον βαρύτερο φόρο αίματος.
Όπως είπατε, πράγματι, υπάρχουν βαθιές ρίζες, διαχρονικές σχέσεις ανάμεσα στους δύο λαούς και εξ αιτίας των κοινών αγώνων, αλλά και εξ αιτίας της κοινής πνευματικής και θρησκευτικής παράδοσης.
Και αυτή η σχέση διατηρήθηκε με αισθήματα φιλίας και αδελφοσύνης ανάμεσα στους λαούς μας, ανεξάρτητα από την εκάστοτε πολιτική συγκυρία.
Σκοπός της παρουσίας μου εδώ είναι να φροντίσουμε από κοινού να επανεκκινήσουμε αυτές τις σχέσεις προς όφελος και των δύο χωρών, αλλά και προς όφελος της σταθερότητας και της ασφάλειας στην ευρύτερη περιοχή μας».