Εκείνο που ξεχωρίζει το προχριστιανικό Ελληνικό Έθνος από τα υπόλοιπα που επέρασαν κάποια στιγμή επάνω από τα χώματα αυτού του πλανήτη, δεν είναι η γενναιότης (αφού και άλλα Έθνη επέδειξαν αυτήν, σε ίσο βαθμό με τους προγόνους μας) ή η ελευθεροπρέπεια (αφού επίσης ολόκληρη η προχριστιανική Ευρωπαϊκή Παράδοση μετέφερε πάντοτε την τελευταία ως το κατεξοχήν χαρακτηριστικό της).
Εκείνο που ξεχωρίζει το προχριστιανικό Ελληνικό Έθνος από τα υπόλοιπα της Ευρωπαϊκής Ομοεθνίας, είναι η λογική σύλληψη και διατύπωση του Κόσμου, η οποία, με τη σειρά της, οδήγησε στη σύνθεση εκείνου του θαυμαστού οικοδομήματος που οι σύγχρονοι, πεπαιδευμένοι τουλάχιστον, άνθρωποι γνωρίζουμε υπό τον όρο «Ελληνικό Θαύμα».
Αυτή η λογική σύλληψη και διατύπωση, υπήρξε το αποκλειστικό προϊόν του Ελληνικού Νοός, του περιβάλλοντος που τον εξέθρευσε και των δυνάμεων που τον ενεψύχωσαν, και δεν εισήχθη από πουθενά, διότι, όπως πολύ ορθώς ετόνισε γύρω στα 1920 ο Τζων Μπουρνέ, «ο υλικός πολιτισμός και οι τέχνες μπορούν να περάσουν εύκολα από ένα έθνος στο άλλο, χωρίς τα έθνη αυτά να έχουν μία κοινή γλώσσα, όπως και ωρισμένες ιδέες, θρησκευτικές, απλές, μπορούν να μεταδοθούν καλύτερα με το τυπικό παρά μέσω οποιουδήποτε άλλου δρόμου.
»Αντιθέτως, η Φιλοσοφία δεν μπορούσε να εκφρασθεί διαφορετικά παρά μόνο μέσα από μίαν εξαιρετικά καλλιεργημένη στις αφαιρέσες γλώσσα, και να μεταδοθεί από μορφωμένους ανθρώπους, είτε με το μέσο των βιβλίων, είτε με την προφορική διδασκαλία».
Αυτή η πνευματική διαύγεια και λογικότητα, η οποία διαπερνά, όπως είναι φυσικό, όλες τις σφαίρες της προχριστιανικής Ελληνικής ζωής, προέρχεται από την ιδιαιτέρως, όπως προείπαμε, εκτραφείσα και εμψυχωθείσα Κοσμοθέαση των Ελλήνων, η οποία, εστιάζοντας στην απεριόριστη δυνατότητα του παρατηρείν, του αναλύειν και του συμπεραίνειν, επέτυχε να μετατρέψει σε ανωτέρα Θρησκεία και απόλυτο Φιλοσοφία, την διαδεδομένη σε όλα τα άλλα Έθνη της προχριστιανικής Ευρώπης υγιά αλλά απλή λατρεία της Φύσεως, των στοιχείων και των νόμων αυτής.
Αυτό που αποκαλούμε «Ελληνική Εθνική Θρησκεία», εκδηλούται ιστορικώς με τέσσαρες διαφορετικούς τρόπους.
Ο πρώτος είναι ο κοσμογονικός τρόπος, κατά τον οποίο ο νούς ξεδιπλώνεται μέσα από το μάτι και την παρατήρηση, κατανοεί τον φυσικό Κόσμο, επιχειρεί την σύνοψη αφηγήσεων για το πώς εδημουργήθη ο Κόσμος και ζητά την επικοινωνία με τα υπόλοιπα ομοούσιά του τμήματα που κατοικούν μέσα στον τελευταίο. Μέσα στο υπερτέλειο σχήμα του Κόσμου, αυτής της μόνης αληθούς και αντικειμενικής πραγματικότητος, το ον το αιώνιο και ατελεύτητο που αναδύει τις περιοδικές του μορφές ΑΦ’ΕΑΥΤΟΥ, ως οργανικό σύνολο, άπειρο, διατεταγμένο και κεκοσμημένο (εξ ού και η ιδία η λέξη «Κόσμος»), τα ανθρώπινα όντα εννοούνται ως ενταγμένα πλήρως και οργανικώς, υφιστάμενα και αυτά τους νόμους που υφίστανται τα υπόλοιπα άπειρα τμήματα του Κόσμου, δεν είναι ωστόσο απλά οργανικά τμήματα αυτού του «παντός», αλλά και ταυτοχρόνως ένας μικρόκοσμος και απεικόνισή του. Οι Έλλήνες, αντικρίζουν, πολύ ορθώς, τον Κόσμο ως μίαν έγκυρο και διαρκή Θεοφάνεια.
Η ιδία η φύση και όψη του, αποτελούν το «θαυμαστό» (και παραπέμπουν στην τέχνη του «θαυμάζειν» που, πολύ ορθώς, κατά τον Σωκράτη εγέννησε εν συνεχεία την Φιλοσοφία) και αποτελεί απολύτως ΛΟΓΙΚΟ γεγονός μία οποιαδήποτε συμπυκνωμένη προβολή στοιχείου ή στοιχείων («επιφάνεια») αυτού ακριβώς του Κόσμου. Το «θαύμα», όπως αυτό εννοείται από τους μονοθεϊστές, δηλαδή ως εκτροπή των φυσικών νόμων, δεν υφίσταται. Το «θαύμα» είναι ο ίδιος ο Κόσμος και ό,τι συμβαίνει μέσα σε αυτόν, ακόμη και μία «επιφάνεια» Θεού ή ένας μαντικός χρησμός, παραμένουν κατά φύσιν, δηλαδή απολύτως σύμφωνα προς τα ισχύοντα εντός του Κόσμου και, κυρίως (όπως απέδειξαν το «κατά φύσιν» οι στωϊκοί) πέρα για πέρα ΛΟΓΙΚΑ.
Ο δεύτερος είναι ο φιλοσοφικός τρόπος, κατά τον οποίο ο νούς τολμά την αναζήτηση της «Αληθείας του Κόσμου» ή των λεγομένων «Πρώτων Αιτίων» και, εν συνεχεία, του ανθρωπίνου προορισμού (του λεγομένου «Τέλους»), ορίζοντας ταυτοχρόνως με σαφήνεια αυτή την Επιστήμη (όχι με την βλακωδώς περιοριστική σύγχρονη έννοια, αλλά με την εκ του ρήματος «επίσταμαι» ετυμολόγηση, ήτοι εκ του «γνωρίζω επακριβώς το είναι ή έχειν των πραγμάτων») ως «αληθή Επιστήμη περί τα καλά πρώτα και θεία και ακήρατα (άφθαρτα)» (κατά τον Πυθαγόρα), «αγάπη ή επιδίωξη της Σοφίας», «επιστήμη της Αληθείας» (κατά τον Αριστοτέλη), «τέχνη της προσεγγίσεως των αφθάρτων και αναλλοιώτων» (κατά τον Πλάτωνα), «επιστήμη της σχέσεως των θείων πραγμάτων και των ανθρωπίνων υποθέσεων» (κατά την Στοά) ή «επιστήμη που μας καθιστά καθαρούς και τελείους με συντόμους και σαφείς κανόνες» (κατά τον Ιεροκλέα).
Ο τρίτος είναι ο πολιτειακός τρόπος, κατά τον οποίο ο πολίτης, το ενεργό και οργανικό δηλαδή τμήμα της «πόλεως», ή της φυλής ή της φράτρας παλαιότερα, δομεί την οργανικότητα στην οποία συμμετέχει, μέσα από την ευσέβεια και την υπακοή στα προγονικά θέσμια και τους νόμους της Πολιτείας, τα οποία θεωρεί δώρα των Αθανάτων Θεών προς το γένος των θνητών. Η μεγαλειώδης και καταφάσκουσα την ανθρωπίνη και λοιπή ζωή λατρεία των Θεών, η απόδοση τιμής μέσα από πομπή, όρχηση, μουσική, αγώνες, ευχαριστήριο προσφορά και θυσιόδειπνο, στους Ολυμπίους προστάτες και οδηγητές των Ελληνικών πόλεων, στους νομίμως «αναγνωρισθέντες» υπό της βουληφόρου Συνελεύσεως Θεούς, ξεκινά από τον Οίκο, από το πρώτο δηλαδή πολιτικό κύτταρο, και διευρύνεται έτσι ώστε να αγκαλιάζει ολόκληρο το πολιτικό σώμα. Η λατρεία είναι κοινωνική και πολιτειακή, άρα αυθεντική και έγκυρη, οι ιερείς εκλέγονται εις ενιαύσιο θητεία και εκπροσωπούν απλώς την κοινότητα απέναντι στους Μάκαρες Θεούς, σε μία ακριβώς αντίθετη διαδρομή από εκείνη των σημερινών επαγγελματιών «παπάδων» του Μονοθεϊσμού, οι οποίοι πάσχουν από την αμετροέπεια του να ισχυρίζονται ότι, αντιστρόφως, εκπροσωπούν τάχα τον.. Θεό (!!) απέναντι στην κοινωνία των ανθρώπων.
Και, τέλος, ο τέταρτος τρόπος εκδηλώσεως της Εθνικής μας Θρησκείας είναι ο μυστηριακός, και εδώ με την αυθεντική σημασία του όρου που απέχει έτη φωτός από την σύγχρονο παραποίησή του. Η αρχή των «Μυστηρίων» χάνεται στα απώτατα βάθη της αρχαιότητος, πολύ πέραν των ασαφών εποχών του μύθου, με ιδρυτές των ανά τόπους λατρευτικών θεσμών, κάποιους εξαιρετικώς προικισμένους από τους Θεούς ανθρώπους. Από τα πάμπολλα «Μυστήρια» των προγόνων μας, σήμερα είναι γνωστά μόνον εκείνα που κατεγράφησαν στην Εθνική μας Γραμματεία κατά τους ιστορικούς χρόνους: Μινωϊκά, Καβείρια, Λυκομηδικά, Ελευσίνια, Ορφικά, Ανδανιακά, κ.ά. Δεν θα σταθώ στην παρουσίαση λεπτομερειών γύρω από αυτά, καθώς τις θεωρώ αυτές λίγο πολύ γνωστές για τον μέσο αρχαιογνώστη της εποχής μας. Εκείνο στο οποίο θα σταθώ στην ομιλία αυτή, είναι η φύση της μυστηριακής λατρείας, κοντολογίς των «Μυστηρίων», και αυτό διότι πρέπει να γίνεται πάντοτε σαφές και να επισημαίνεται όλως ιδιαιτέρως, το ότι η «κεχωρισμένη» από την Πολιτειακή λατρεία αντίστοιχη Μυστηριακή, έχει μόνες αιτίες αυτής της ιδιαιτερότητός της
τη δυνατότητα για κληρονομική μεταβίβαση της ιερατείας μέσα στο γένος του ιδρυτού,
και
τη διαφύλαξη του αναλλοιώτου των ιεροπραξιών έξω από τις δικαιοδοσίες του εντεταλμένου δημοσίου άρχοντος ή έξω από τις αποφάσεις του βουληφόρου σώματος των πόλεων ή, αργότερα, των συμπολιτειών.
Για να επιτευχθούν αυτά τα δύο, οι μυστηριακοί θεσμοί υποχρεούνται, όπως είναι λογικό, να κρατηθούν έξω από τη δημόσια σφαίρα και να δεχθούν μόνον τους θρησκευτές εκείνους οι οποίοι οικειοθελώς προσέρχονται στα «Ιερά των Μυστηρίων».
Εις σαφή ομοιότητα πάντως με την όμαιμο και αδελφή τους Φιλοσοφική Προσπάθεια, τα άγια «Μυστήρια» των Εθνικών Ελλήνων, ήλθαν να κάνουν απτή και μεταβιβάσιμη την Αλήθεια. Την σύνθετη και πολύπλοκη Αλήθεια, την κατανόηση της «πρώτης αιτίας του καθετί αληθινού» όπως την ώρισε ο φωτισμένος Μάρκος Αυρήλιος, ή της γνώσεως του αιτιακού πλέγματος που ελέγχει τα κοσμικά γεγονότα. Την, ως λέξη σύνθετη, εκ του στερητικού α και του «λανθάνω» (μένω κρυμμένος), Αλήθεια, που οι καπηλευτές της δεν εφάνησαν ικανοί, έστω και κατά μίμησιν των εθνικών φιλοσόφων, να ορίσουν όταν ερωτήθησαν τι ακριβώς είναι αυτό στο όνομα του οποίου δρουν υπερφρόνως και διαταρακτικώς. Και εδώ ίσως είναι η πρέπουσα στιγμή, για να θυμίσουμε ότι αυτός ο άγιος θεσμός της πατρογονικής μας Θρησκείας, αντιμετώπισε την εντονωτέρα των επιθέσεων από το καταστροφικό πνεύμα της Σεσημασμένης Ανατολής. Πολύ πριν οι λεγόμενοι «Πατέρες» συντάξουν πάνω στον πάπυρο με λέξεις τα ζηλόφθονα ρεκάσματά τους κατά της αγίας Μυστηριακής μας Παραδόσεως, τη μεγάλη και μαζική επίθεση είχε εξαπολύσει η παραφροσύνη, ασυνταξία και μικρότητα του ανατολίτικου ψυχισμού.
Η «σκοτόεσσα» ιδέα περί των ανωτέρων Κόσμων και περί του επέκεινα του βίου των θνητών, την οποία κάποτε κατήγγειλε με εξαιρετική ένταση ο Ακραγαντίνος φιλόσοφος Εμπεδοκλής, επελαύνει στους πρώτους αιώνες της Βαρβαρικής Εποχής, με όχημά της τη διαστροφή της μανιώδους αναζητήσεως του υποτιθεμένου «λυτρωτικού» (από τι; ερωτούμε..) στοιχείου. Το εξωπραγματικό, το απίθανο και το εξωφυσικό ξηλώνουν ό,τι, χρόνο με χρόνο, είχε συνθέσει με κόπο και τόννους φαιάς ουσίας ο ανθρώπινος νους, επί πολλές χιλιετίες (το να κυλά κανείς προς τα κάτω είναι άλλωστε πολύ εύκολη διαδικασία και γίνεται αυτομάτως και δίχως πολλές απώλειες ενεργείας).
Για να αντιμετωπισθεί η λαίλαπα του παραλογισμού της Ανατολής, με τα βέβηλα ψευτομυστήρια των ευνούχων Φρυγών «Γάλλων», των απατεώνων τύπου Αλεξάνδρου Αβωνοτικού, ή των αγυρτών ψυχοτρομοκρατών που εκαπηλεύοντο το όνομα των «Ορφικών», οι Νεοπλατωνικοί κάνουν το στρατηγικό σφάλμα να χωθούν στον βάλτο του μυστικισμού και της δαιμονολογίας, οι δε επίσημες αρχές προσπαθούν απελπισμένα να αντιτάξουν «εθνικούς» θαυματοποιούς στον ναζαρηνό θαυματοποιό ραββίνο που διαφήμιζαν οι οπαδοί του Σαούλ – Σαύλου (ο γνωστός σε όλους μας «Βίος Απολλωνίου Τυανέως» του Φιλοστράτου, είναι ένα ενδεικτικό παράδειγμα αυτής της απελπισμένης πρακτικής).
Η Ελληνική Εθνική Θρησκεία λοιπόν, και στις προαναφερθείσες τέσσαρες βασικές της εκδηλώσεις (κοσμογονική, φιλοσοφική, πολιτειακή και μυστηριακή) διετήρησε εκείνη την χαρακτηριστική της λογικότητα με έναν θαυμαστό τρόπο, έως τουλάχιστον τις αποφράδες εποχές που η δεισιδαιμονία, ο μυστικισμός, η σωτηρολογία, η σημιτικής προελεύσεως αντίληψη των Θεών ως «πρόσωπα», η θεοφοβία (η τελευταία, ως συνέπεια της αντιμετωπίσεως ενός ακαταλήπτου «επέκεινα» Θεού) και τα υπόλοιπα αρρωστημένα προϊόντα της Ανατολής, επέτυχαν τη μαζική διείσδυσή τους στην ευρωπαϊκή ήπειρο (και εντός ολίγου την επικράτησή τους).
Από τις προαναφερθείσες πάντως τέσσαρες εκδηλώσεις της Εθνικής μας Θρησκείας, η μυστηριακή εκείνη είναι που χρήζει της εν-τονωτέρας υπερασπίσεως κατά των γνωστών επιθέσεων των τελευταίων δύο χιλιετιών, οι οποίες αποσκοπούν με κάθε μέσον στην απαξίωση και δυσφήμιση του Ελληνικού (και όχι μόνον..) Εθνισμού. Αυτό που πρέπει συνεπώς να καταδεικνύεται διαρκώς, με την κάθε δυνατή ένταση και πυκνότητα, είναι το ότι η λεγομένη «μυστηριακή» πλευρά της Εθνικής Θρησκείας των πραγματικών Ελλήνων δεν υπήρξε ποτέ ανάλογη με τις παραπλανητικώς ομώνυμές της πλευρές των βαρβαρικών και αντιδημοκρατικών Θρησκειών της Ανατολής, αλλά υψηλή και λογική φιλοσοφική Πράξις, εκπληρούσα στο έπακρον τον ορισμό που απετόλμησε, αν και εμμέσως, ο Πλάτων, ορίζοντας τα «Μυστήρια» ως «ορθή Φιλοσοφία» (μέσω του ορισμού των ιδρυτών τους ως ανθρώπων που δεν ήσαν τυχαίοι αλλά προικισμένες προσωπικότητες που εφιλοσόφησαν ορθώς, οι «ορθώς πεφιλοσοφηκότες»).
Εδώ και 16 περίπου αιώνες, τα αυθεντικά και πανάγια «Μυστήρια» της λαμπρής αρχαιότητος, έχουν εξαφανισθεί από προσώπου γής, και, όπως διείδε ο τελευταίος Ευμολπίδης Ιεροφάντης Νεστόριος, η πνευματική νύκτα εβασίλευσε έκτοτε, επί πολλούς αιώνες, επάνω σε μία δυστυχισμένη ανθρωπότητα.
Όπως όμως οι άθλιοι απαξιωτές της λογικής ετόλμησαν να σφετερισθούν τον όρο «Φιλοσοφία», όπως οι άθλιοι θεοκράτες ετόλμησαν να ανεβάζουν σε επίπεδο Θεού τα φανταστικά πρόσωπα που κρύβονται πίσω από τις δεισιδαιμονίες τους, έτσι και δεν υπήρξε κανείς ενδοιασμός να γίνει αντικείμενο σφετερισμού, με τον χειρότερο μάλιστα τρόπο, και ο ιερός προγονικός όρος «Μυστήρια» για να περιγραφούν είτε οι βέβηλες παρωδίες ιεροπραξιών από αποκρυφιστές και λοιπούς εσωτεριστές, ή οι άγριες ψυχοϋποδουλωτικές και ατιμωτικές υποχρεώσεις, βλέπε «εξομολόγηση», των πιστών του κρατούντος Μονοθεϊσμού.
Θέλει να ελπίζει ο ομιλητής, ότι ετόνισε στον πρέποντα βαθμό την κυριαρχία του στοιχείου της λογικότητος στην Εθνική, δηλαδή προχριστιανική, Παράδοσή μας και, ιδιαιτέρως, την κυριαρχία αυτού του στοιχείου στο θρησκευτικο υποσύνολό της, όπως άλλωστε και τους τελευταίους αιώνες το ίδιο στοιχείο κυριαρχεί στο Ευρωπαϊκό Πνεύμα που ανέσυρε, έστω και ελάχιστα, τον άνθρωπο επάνω από τον φρικτό βούρκο του χριστιανικού Μεσαίωνος. Εδώ μάλιστα, ίσως θα ήταν πρέπον να ενθυμηθούμε τα λόγια του καθηγητού Κωνσταντίνου Μερεντίτου στην έξοχη, εν έτει 1974, εργασία του «Η Θρησκεία των Αρχαίων Ελλήνων. Η Εικών του Θείου εν τώ Κατόπτρω του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος»:
«..εν τήι περιοχήι της λατρείας των αρχαίων Ελλήνων, αποκαλύπτεται ημίν μία των μεγίστων θρησκευτικών ιδεών της ανθρωπό-τητος, η θρησκευτική ιδέα του Ευρωπαϊκού Πνεύματος.. Η ιδέα αύτη είναι πολύ διάφορος των θρησκευτικών ιδεών άλλων πολιτισμών και δη και εκείνων, οίτινες εν τήι περιοχήι της θρησκειολογίας και της φιλοσοφίας της θρησκείας παρέχουσιν ημίν συνήθως το υπόδειγμα της οφειλομένης θρησκευτικής αγωγής και μορφώσεως.. Προς τοίς άλλοις έργοις των Ελλήνων, ίσταται προ της ανθρωπότητος και η θρησκεία αυτών, ως τι μέγα, υπερφυές και άφθιτον έργον».
Τα φερέφωνα και σχολεία του συστήματος, ωστόσο, ουδέποτε επεσήμαναν στους Νεοέλληνες παρόμοια πράγματα (και γιατί να το έπρατταν άλλωστε, αφού τέτοιου είδους πληροφορίες αντιστρατεύονται τα γνωστά και μη εξαιρετέα συμφέροντά του). Αντιθέτως, με την πρώτη ευκαιρία που θα τους δοθεί, φωνάζουν μονότονα, μπαμπέσικα και καταθλιπτικά (στοιχεία άλλωστε που κατεξοχήν χαρακτηρίζουν τόσο το σύστημα όσο και τα φερέφωνά του) για να πείσουν τους αδαείς και τους ανιστορήτους για τα ακριβώς αντίθετα. Και επειδή ουδείς μη αδαής και μη ανιστόρητος μπορεί ποτέ να «πεισθεί» υπ’αυτών, φροντίζουν να αυξάνουν με όσο πιο ταχείς ρυθμούς τις στρατιές των αδαών και ανιστορήτων. Ο καθείς εφ’ ώ ετάχθη, που λέμε. Υπάρχουν τριών μόνο ειδών πράγματα και καταστάσεις σε αυτόν τον υφήλιο κόσμο των θνητών, στον οποίο όλοι μας ζούμε. Τα απελευθερωτικά, τα ουδέτερα και τα υποδουλωτικά.
Αυτό που εκπροσώπησε επί πολλούς αιώνες και εξακολουθεί να εκπροσωπεί η Εθνική Ελληνική Παράδοση, είναι η Αρετή και η Τόλμη που, όπως ετόνισε ο πραγματικός μας εθνικός ποιητής Ανδρέας Κάλβος, απαιτούνται για την Ελευθερία. Κάποιοι φιλόσοφοί μας άλλωστε, τις απεκάλεσαν «μοναδικές» και «ύψιστες» τέχνες, όπως άλλωστε και τη λογικότητα που διαποτίζει την Φιλοσοφία και Θρησκεία μας, χάρις στην οποία αποκτούν ενότητα οι ιδέες και οι πράξεις μας, καθώς οδηγούμαστε κατ’ουσίαν από αυτές να διάγουμε τον βίο συμφώνως προς την Φύση. Δηλαδή, συμφώνως προς την θέληση των Θεών και συμφώνως προς το αιώνιο και άπειρο Πυροειδές Πνεύμα, τον Ορθό Λόγο που διαποτίζει τα πάντα.
Βλάσης Ρασσιάς
(Εισήγηση του συγγραφέα, στο διήμερο «Α΄ Συνέδριο για τα Αρχαία Θρακικά Μυστήρια», Αλεξανδρούπολις 19 – 20 Μαϊου 2001)
Μοιραστείτε το άρθρο με τους φίλους σας στο facebook