Ο συνολικός αριθμός των Ελλήνων Ορθόδοξων κατοίκων της Μ. Ασίας που αυτοπροσδιορίζονταν και ως Ανατολίτες ή Μικρασιανοί δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια αλλά με σχετικά ικανοποιητική προσέγγιση.
Το 1907 ο πρώην Γενικός Πρόξενος Σμύρνης Σταμάτιος Αντωνόπουλος εκτίμησε ότι οι Έλληνες αποτελούσαν τα 2/10 και «πλέον» του Μικρασιατικού πληθυσμού.
Το 1910 ο Σύλλογος των Μικρασιατών «Η Ανατολή» ανέβασε (υπερβολικά πάντως) τους Έλληνες της Μικράς Ασίας σε 3-4 εκατομμύρια.
Σύμφωνα με πιο ψύχραιμη εκτίμηση του Συλλόγου το 1918 «το εν Μικρά Ασία κλίμα (εκκλησιαστική περιφέρεια) του Πατριαρχικού Θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως» περιελάμβανε 2.151.418 Έλληνες που κατοικούσαν σε 1.410 πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά (αμιγή ή μεικτά) σε όλη τη Μικρά Ασία. Ο Σύλλογος διευκρίνησε όμως ότι στους παραπάνω έπρεπε να προστεθούν και 1.935.000 «εν κρυπτώ Έλληνας» δηλαδή εξισλαμισμένοι (Σταυριώτες κ.λπ.)
Στο τέλος του 1914 ο Οθωμανός πρέσβης στην Ελλάδα Γκαλήπ Βέης παραδέχθηκε ότι «η Ελλάς έχει δυόμιση εκατομμύρια ομοεθνών της εν Τουρκία».
Η Κοινή των Αλυτρώτων Επιτροπεία που συστάθηκε το 1917 με πρωτοβουλία του Συλλόγου της «Ανατολής» έκανε μνεία για 2 εκατομμύρια Έλληνες.
Το ελληνικό κράτος υπολόγισε το 1912 τον ελληνικό πληθυσμό της «ηπειρωτικής» Μικράς Ασίας (πλην των διοικήσεων Κωνσταντινουπόλεως και Δαρδανελίων) σε 1.692.374 (σε σύνολο περίπου 10 εκατομμυρίων κατοίκων).
Με βάση τις οθωμανικές απογραφές ο Κεμάλ Καρπάτ (Kemal Karpat) υπολόγισε τον ελληνικό πληθυσμό της Ανατολίας σε 1.498.540 το 1914.
Σύμφωνα με σημερινά πορίσματα του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, ο Ελληνορθόδοξος πληθυσμός της Μικράς Ασίας ανερχόταν το 1913 σε 1.547.952.
Ακόμα λοιπόν και με τις πλέον μετριοπαθείς αναλύσεις από την ελληνική πλευρά ο ελληνικός πληθυσμός ήταν τουλάχιστον το 10-15% του συνόλου του πληθυσμού της Μικράς Ασίας.
Οι Ελληνορθόδοξες Μητροπόλεις της Μικράς Ασίας και η οικονομική κυριαρχία των Ελλήνων
Πριν την καταστροφή του 1922 λειτουργούσαν στη Μικρά Ασία, 23 Ελληνορθόδοξες Μητροπόλεις του Οικουμενικού Θρόνου, οι εξής: Καισαρείας, Εφέσου, Κυζίκου, Νικομηδείας, Νικαίας, Χαλκηδόνος, Αμασείας, Προύσης, Νεοκαισαρείας, Ικονίου, Τραπεζούντος, Πισιδίας, Σμύρνης, Αγκύρας, Φιλαδέλφειας, Χαλδείας (ή Κερασούντος), Κολωνίας, Προ(ι)κοννήσου, Ηλιουπόλεως, Ροδουπόλεως, Κρήνης, Κυδωνιών και Δαρδανελίων.
Σύμφωνα με στοιχεία που είχε στη διάθεσή του ο Ελευθέριος Βενιζέλος το 1915 οι συνοικισμοί (πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά) στους οποίους ζούσε ο Μικρασιατικός ελληνισμός τότε «συντηρών εξ ιδίων σχολεία Ελληνικά, νοσοκομεία, Εκκλησίας, ορφανοτροφεία, μοναστήρια» (διέθετε δηλαδή συγκροτημένη και αναγνωρισμένη κοινοτική αυτοδιοίκηση, ήταν 576.
Οι ερευνητές του ΚΜΣ εντόπισαν συνολικά 2.163 Ελληνορθόδοξους (αυτοδιοίκητους και μη)οικισμούς στη Μικρασιατική χερσόνησο το 1912-1913.
Οι ελληνικοί ορθόδοξοι πληθυσμοί παρά τη σχετική διασπορά στον μικρασιατικό χώρο συγκεντρώνονταν κυρίως στις περιοχές της Δυτικής Μικράς Ασίας, του Πόντου, της Καππαδοκίας και της Κιλικίας (οι κοινότητες Αδάνων, Μερσίνας και Ταρσού υπάγονταν στον αραβόφωνο Θρόνο της Αντιόχειας).
Πρωτεύουσα του Ελληνισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν η Κωνσταντινούπολη, ενώ η Σμύρνη εθεωρείτο ως η «εστία των γραμμάτων και του πολιτισμού της Μ. Ασίας».
Όπως αναφέραμε η ελληνική παρουσία στη Μικρά Ασία ενισχύθηκε ιδιαίτερα στο β’ μισό του 19ου αιώνα.
Η εντυπωσιακή πύκνωση του ελληνικού πληθυσμού χαρακτηρίστηκε από τον Γερμανό βυζαντινολόγο Karl Krumbacher ως «επανελλήνιση» (Ruckhellenisierung, 1886) των παραλίων της Μικράς Ασίας και συνοδεύθηκε από την άνθηση των οικονομικών του δραστηριοτήτων.
Το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, οι Έλληνες κυριαρχούσαν οικονομικά στο εμπόριο, στις χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες, στα ελεύθερα επαγγέλματα και στη γεωργία, σε μια ζώνη που εκτεινόταν βαθιά στο εσωτερικό σε απόσταση εκατοντάδων χιλιομέτρων από τα δυτικά παράλια κατά μήκος της κοιλάδας του ποταμού Μαίανδρου και των σιδηροδρομικών γραμμών του Αϊδινίου και του Κασαμπά.
Στο βιλαέτι του Αϊδινίου/ Σμύρνης τη δεκαετία του 1880 οι Έλληνες αποτελούσαν το 80,1% του αγροτικού πληθυσμού και κατείχαν το 67,7% των μικρών γαιοκτησιών της περιοχής.
Το 1911 το 50% του εξωτερικού εμπορίου του βιλαετίου βρισκόταν επίσης σε ελληνικά χέρια.
Το 1920 από τις 391 βιομηχανίες και βιοτεχνίες της Σμύρνης οι 344 ήταν ελληνικής ιδιοκτησίας.
Από το 1909 υπήρξε φθίνουσα δημογραφική πορεία του ελληνισμού λόγω της υποχρεωτικής στράτευσης Χριστιανών αρρένων που οδηγούσε πολλούς φυγόστρατους στον εκπατρισμό αλλά και λόγω της οικονομικής μετανάστευσης από την ύπαιθρο προς τα μεγάλα αστικά κέντρα και την Αμερική.
Πόσοι Έλληνες εκτοπίστηκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία μεταξύ 1913-1918
Η άνοδος του τουρκικού εθνικισμού μετά την επικράτηση των Νεότουρκων (1909) οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην εδαφική συρρίκνωση της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Η απώλεια της Αλβανίας και της Λιβύης το 1912, η κατάληψη των Δωδεκανήσων από τους Ιταλούς και η ήττα των Τούρκων στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο.
Θεωρητικός της ιδεολογίας του εθνικισμού ήταν ο διανοούμενος Ziya Gokalp (1876-1924).
Προοίμιο των διωγμών των Ελλήνων ήταν ο εμπορικός αποκλεισμός του 1909 και του 1911.
Οι διωγμοί άρχισαν στα τέλη του 1913 με τη βίαιη εκδίωξη των Ελλήνων της Ανατολικής Θράκης.
Τον Μάιο του 1914 επεκτάθηκαν υπό την καθοδήγηση των Γερμανών επεκτάθηκαν στη Δυτική Μικρά Ασία.
Στη θέση των Ελλήνων που ξεριζώθηκαν εγκαταστάθηκαν Μουσουλμάνοι από περιοχές που απώλεσε η οθωμανική αυτοκρατορία.
Εκατοντάδες χιλιάδες ήταν και όσοι εκδιώχθηκαν από τον Πόντο.
Από το 1913 ως το 1918 εκδιώχθηκαν 298.449 Έλληνες από τη Μικρά Ασία, 257.019 από τον Πόντο και 218.447 από την Ανατολική Θράκη.
Συνολικά εκδιώχθηκαν 773.915 Έλληνες από εδάφη της οθωμανικής αυτοκρατορίας (Πηγή: Αναλυτικοί Πίνακες του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο βιβλίο του Rene Puaux «La deportation et le repatriement des Grecs en Turduie», Paris, 1919, σελ. 8).
Τουρκοφωνία: ένα πρόβλημα των Ελλήνων της Μικράς Ασίας
Πάρα πολλοί από τους Έλληνες της Μικράς Ασίας ήταν τουρκόφωνοι.
Η απόκτηση εθνικής συνείδησης και η μετάβαση από τη μακραίωνη πραγματικότητα των μιλέτ στη λόγια παιδεία του νεοτερικού έθνους δεν ήταν μια εύκολη διαδικασία.
Υπήρχαν και διαφορές από τόπο σε τόπο. Έτσι στη Σμύρνη σύμφωνα με τον Gaston Deschamps που επισκέφθηκε την περιοχή το 1888-1889 οι Έλληνες θεωρούσαν ότι βρίσκονται στην πατρίδα τους, υψώνουν τη γαλανόλευκη σημαία χωρίς την άδεια κανενός θεωρούν τους εαυτούς τους ίσους σχεδόν με τους Τούρκους και είναι προσηλωμένοι στη Μεγάλη Ιδέα.
Αντίθετα άλλοι όπως οι Ορθόδοξοι κάτοικοι του Ναζλί (47 χλμ. ανατολικά του Αϊδινίου) ήταν ως επί το πλείστον τουρκόφωνοι μιλούσαν για την Ελλάδα σαν να αναφέρονται σε ένα κράτος πέρα από τον ωκεανό και δεν είχαν καμία σχέση με τις ελληνικές πόλεις.
Σταδιακά η επέκταση και ποιοτική αναβάθμιση των ελληνικών σχολείων, η καταπολέμηση της τουρκοφωνίας, η κατασκευή μεγαλοπρεπών ναών και σύγχρονων σχολείων, η εισαγωγή σύγχρονων παιδαγωγικών μεθόδων και νέων μαθημάτων (Ελληνικής και Λατινικής Φιλολογίας, Γεωγραφίας, Μαθηματικών, Φυσικής, Χημείας, Φυτολογίας, Ζωολογίας κ.ά.) συνέλαβαν σημαντικά στην αλλαγή αυτής της κατάστασης.
Ο «Ασιατικός Ελληνισμός» όπως αποκαλούνταν από πολλούς οι Έλληνες της Μικράς Ασίας, ως το 1914 είχε σχετική άγνοια για τον εθνικισμό και τον Αλύτρωτο Ελληνισμό.
Ως τότε οι ελληνικές ορθόδοξες κοινότητες της Μικράς Ασίας διακατέχονταν από εθνισμό και όχι εθνικισμό.
Όπως γράφει ο Σπυρίδων Πλουμίδης: «Το έτος 1914 και ο πρωτοφανής ανθελληνικός διωγμός που εξαπολύθηκε εκείνη τη χρονιά αποτελεί το χρονικό σημείο τομή στην πολιτική αυτοσυνειδησία των Ελλήνων Ορθοδόξων κατοίκων της Μικράς Ασίας το οποίο σηματοδότησε τη μαζική στροφή τους (για λόγους επιβίωσης) προς τον αλυτρωτισμό και την αμφίδρομη στενή σύνδεση τους με την εξωτερική πολιτική και τις πολιτικο-στρατιωτικές επιλογές του ελληνικού κράτους.
Επίλογος
Αυτή ήταν η πληθυσμιακή σύνθεση της Μικράς Ασίας και της ευρύτερης περιοχής λίγο πριν την μικρασιατική εκστρατεία.
Στο ελληνικό υπόμνημα της 17/30 Δεκεμβρίου 1918 που κατέθεσε ο Ελευθέριος Βενιζέλος στο Συνέδριο της Ειρήνης αναφερόταν ότι ο ελληνικός πληθυσμός ήταν: στο βιλαέτι του Αϊδινίου, 622.810 στο βιλαέτι Προύσας 278.421, στο ανεξάρτητο σαντζάκι Ισμίτ 73.134, στο ανεξάρτητο σαντζάκι Δαρδανελίων 38.830, στην Ίμβρο 8.125 (όλοι Έλληνες) και στην Τένεδο 3.752 Έλληνες στη συντριπτική τους πλειοψηφία.
Αλλά και για τους ελληνικούς πληθυσμούς που δεν κατοικούσαν στη διεκδικούμενη από την Ελλάδα περιοχή, πρότεινε ανταλλαγή με τους Μουσουλμάνους της ζώνης που θα δινόταν στην Ελλάδα.
Τότε η Σμύρνη είχε 350.000 κατοίκους από τους οποίους οι 200.000 ήταν Έλληνες.
Στο βιλαέτι Κωνσταντινούπολης την ίδια εποχή κατοικούσαν 364.459 Έλληνες, 449.114 Μουσουλμάνοι, 4.331 Βούλγαροι, 159.193 Αρμένιοι, 46.521 και άλλοι διαφόρων εθνικοτήτων (150.005). Συνολικά δηλαδή ζούσαν εκεί 1.173.673 άτομα, το 1/3 των οποίων ήταν Έλληνες.
Οποιαδήποτε συσχέτιση με τα σημερινά πληθυσμιακά μεγέθη της Τουρκίας είναι άστοχη.
Στο βιβλίο του Π. Κοντογιάννη υπάρχουν σημαντικές λεπτομέρειες για όλες τις πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά της Μ. Ασίας που είναι αδύνατο να παραθέσουμε εδώ. Οι στόχοι για επέκταση της Ελλάδας στη Μ. Ασία και η απόδοση της Κωνσταντινούπολης στη χώρα μας το 1918 ήταν, θεωρούμε, ρεαλιστικοί.
Μια σειρά από λάθη της ελληνικής πλευράς, η αλλαγή ηγεσιών και πολιτικών σε ευρωπαϊκά κράτη, η σοβιετική βοήθεια και η διορατικότητα του Κεμάλ είχαν τα αποτελέσματα που όλοι γνωρίζουμε…