Στις 29 Μαΐου 1453 η Κωνσταντινούπολη έπεσε στα χέρια των Οθωμανών μετά από σχεδόν 50 μέρες πολιορκίας.
Ήδη η κραταιά κάποτε Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε αποδυναμωθεί από θρησκευτικές έριδες, εμφύλιες διαμάχες και την εμφάνιση πολλών και επικίνδυνων εχθρών στα σύνορά της.
Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης/Νέας Ρώμης ήλθε ως φυσικό αποτέλεσμα της αδιάκοπης επέκτασης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην ευρύτερη περιοχή.
Από τις αρχές του 1453 ο Μωάμεθ προετοιμαζόταν για την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης.
Με έδρα την Αδριανούπολη συγκρότησε στρατό 150.000 ανδρών και ναυτικό 400 πλοίων.
Ξεχώριζε το πυροβολικό του, που ήταν ό,τι πιο σύγχρονο για εκείνη την εποχή και ιδιαίτερα το τεράστιο πολιορκητικό κανόνι, που είχαν φτιάξει Σάξωνες τεχνίτες.
Εκεί πού έδωσε τη μεγαλύτερη προσοχή ο σουλτάνος ήταν στην κατασκευή πυροβόλων που θα μπορούσαν να καταστρέψουν τα ισχυρά τείχη που προστάτευαν την Κωνσταντινούπολη.
Ο Μωάμεθ Β΄ υπήρξε ο πρώτος στρατιωτικός ηγέτης που είχε στη διάθεσή του πραγματικά οργανωμένο πυροβολικό.
Ο άνθρωπος που το αναβάθμισε και το έκανε το καλύτερο της εποχής του ήταν ένας επιδέξιος τεχνίτης, ο Ουρβανός, ο οποίος ήταν ουγγρικής ή σαξονικής καταγωγής.
Το μεγαλύτερο πυροβόλο που έφτιαξε ο Ουρβανός είχε μήκος 8 μέτρα και εκτόξευε πέτρινα βλήματα βάρους περίπου 400 κιλών.
Συνολικά το οθωμανικό πυροβολικό είχε 70 πυροβόλα από τα οποία τα 11 εκτόξευαν βλήματα 250 κιλών και πάνω από 50 χρησιμοποιούσαν βλήματα 100 κιλών.
Με αυτά ο Μωάμεθ σχημάτισε 14 πυροβολαρχίες, 9 από τις οποίες περιλάμβαναν μικρότερου διαμετρήματος πυροβόλα και 5 που περιλάμβαναν τα μεγαλύτερα πυροβόλα.
Ο ιστορικός Κριτόβουλος χαρακτηριστικά αναφέρει ότι οι υπόνομοι και οι υπόγειοι διάδρομοι (λαγούμια) που άνοιγαν οι Οθωμανοί κάτω από τα τείχη αποδείχθηκαν εντελώς περιττοί, καθώς τα κανόνια έδωσαν τη λύση στο θέμα.
Ακόμη και μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα ήταν ορατά σε πολλά σημεία της πόλης τα τεράστια βλήματα που βρίσκονταν στην ίδια θέση που είχαν πέσει το 1453.
Στις 7 Απριλίου, ο σουλτάνος έστησε τη σκηνή του μπροστά από την Πύλη του Αγίου Ρωμανού και κήρυξε επίσημα την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης.
Ο αγώνας ήταν άνισος για τους Ανατολικορωμαίους (Βυζαντινούς), που, όπως αναφέρει το sansimera, είχαν να αντιπαρατάξουν μόλις 7.000 άνδρες, οι 2.000 από τους οποίους μισθοφόροι, κυρίως Ενετοί και Γενουάτες, ενώ στην Πόλη είχαν απομείνει περίπου 50.000 κάτοικοι με προβλήματα επισιτισμού.
Η τελική έφοδος των Οθωμανών έγινε το πρωί της 29ης Μαΐου 1453.
Κατά χιλιάδες οι στρατιώτες του Μωάμεθ εφόρμησαν στη σχεδόν ανυπεράσπιστη πόλη και την κατέλαβαν μέσα σε λίγες ώρες.
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, που νωρίτερα απέκρουσε με υπερηφάνεια τις προτάσεις συνθηκολόγησης του Μωάμεθ, έπεσε ηρωικά μαχόμενος.
Οι παράγοντες που οδήγησαν στην παρακμή της Ανατολικής Ρωμαϊκής (Βυζαντινής) Αυτοκρατορίας
Η παρακμή της Ανατολικής Ρωμαϊκής (Βυζαντινής) Αυτοκρατορίας, της Ρωμανίας, ήρθε, όπως αναφέρεται στο Byzantium των N. H. Baynes και H. Moss, με πολλούς τρόπους και για πολλούς λόγους.
Κατ’ αρχάς, οι κοινωνίες, όπως και τα άτομα, γηράσκουν. Οι Ρωμιοί πλοιοκτήτες, οι έμποροι και οι βιομήχανοι, πιθανώς προσκολλημένοι παθητικά σε παλαιωμένες μεθόδους εργασίας, δεν μπόρεσαν να συναγωνιστούν τους νεότερους Ιταλούς ανταγωνιστές τους.
Από την άλλη πλευρά, η ρωμαίικη οικονομική οργάνωση ήταν κρατική και, κατά συνέπεια, γραφειοκρατική.
Οι γραφειοκρατίες καταλαμβάνονται ακόμα πιο γρήγορα από την παρακμή απ’ ό,τι οι «κοινότητες».
Από τον 11ο αιώνα η ανατολικορωμαϊκή διοίκηση δεν ήταν πλέον ικανή να προστατεύει τους μικροϊδιοκτήτες γης και η φορολογία, χαριστική (σε βαθμό διαρκώς αυξανόμενο) για τα μοναστήρια και την τάξη των ισχυρών, γινόταν εξ ανάγκης ολοένα και περισσότερο καταπιεστική για τις λαϊκές μάζες.
Εντούτοις, όλες αυτές οι αιτίες παρακμής βάρυναν λιγότερο σε σύγκριση με τις πολιτικές ατυχίες, που (με ορισμένες περιόδους ανακοπής, ιδίως στην εποχή των τριών μεγάλων Κομνηνών αυτοκρατόρων) εξακολουθούσαν να σημειώνονται στην αυτοκρατορία μετά το θάνατο του Βασιλείου Β’.
Ακολούθησαν οι πρώτες τρεις σταυροφορίες, οι οποίες, μεταξύ άλλων δυσάρεστων συνεπειών, επέφεραν τη μεταφορά του συριακού εμπορίου από την Κωνσταντινούπολη στην Ιταλία.
Η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους και ο διαμελισμός της αυτοκρατορίας επισφράγισαν τη μακρά σειρά των ατυχιών.
Η τελευταία καταστροφή ήταν από οικονομικής πλευράς θανάσιμο πλήγμα για την αυτοκρατορία.
Όσο η Κωνσταντινούπολη παρέμενε άθικτη, υπήρχε πάντα η δυνατότητα ανανεώσεως, ανάλογης με την ανανέωση που παρατηρήθηκε μετά τις μεγάλες αραβικές και βουλγαρικές επιδρομές, οι οποίες έλαβαν χώρα κατά την πρώτη περίοδο των Μέσων Χρόνων.
Η Κωνσταντινούπολη ήταν η καρδιά της οικονομικής ζωής του κράτους.
Εδώ ήταν συγκεντρωμένο το μεγαλύτερο μέρος του κινητού πλούτου και των κύριων κλάδων της βιομηχανίας και του εμπορίου.
Εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενου λαού ζούσαν εντός των τειχών της.
Απ’ όλα αυτά, ύστερα από μερικές ημέρες λεηλασίας, σφαγής και πυρπολήσεως, δεν έμεινε σχεδόν τίποτα.
Την Τρίτη το βράδυ, 29 Μαΐου, μεταξύ 01.00 και 02.00, εκδηλώθηκε γενική οθωμανική επίθεση.
Μόλις δόθηκε το σύνθημα η πόλη υπέστη συνδυασμένη επίθεση από τρεις πλευρές συγχρόνως.
Οι Ρωμαίοι κατάφεραν να αποκόψουν τις υπόγειες σήραγγες απ’ όπου οι Τούρκοι προσπάθησαν να περάσουν κάτω από τα τείχη.
Παρόλο που στις επιθέσεις ήταν περισσότεροι αριθμητικά, οι Ρωμαίοι τους απώθησαν αρκετές φορές προκαλώντας τους τρομερές απώλειες.
Οι δύο πρώτες επιθέσεις αποκρούστηκαν.
Όμως ο Μωάμεθ Β΄ οργάνωσε πολύ προσεκτικά την τρίτη και τελευταία επίθεση.
Με ιδιαίτερη επιμονή οι Οθωμανοί επιτέθηκαν κατά του μέρους των τειχών το οποίο ήταν κοντά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού (Πέμπτον), όπου πολεμούσε και ο ίδιος ο Αυτοκράτορας.
Ένας από τους κύριους υπερασπιστές της πόλης, ο Γενουάτης Ιουστινιάνης, τραυματίστηκε σοβαρά και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον αγώνα.
Αυτή η απώλεια υπήρξε ανεπανόρθωτη για τους πολιορκημένους.
Ωστόσο, ακόμα και μετά από αυτή την επιτυχία, οι Οθωμανοί αδυνατούσαν να διεισδύσουν στην Πόλη.
Στα τείχη, όμως, δημιουργούνταν συνεχώς ρήγματα και ο Αυτοκράτορας, πολεμώντας ως απλός στρατιώτης, έπεσε στη μάχη.
Δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες για τον θάνατο του και για τον λόγο αυτό ο θάνατός του έγινε γρήγορα θέμα ενός θρύλου που έχει συσκοτίσει την ιστορική πραγματικότητα.
Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, οι Τούρκοι δεν κατάφεραν να σπάσουν τη γραμμή άμυνας των τειχών, παρά μόνο όταν από εσωτερική προδοσία μπήκαν από την Κερκόπορτα και περικύκλωσαν τους αμυνόμενους.
Η πολιορκία της Πόλης από τους Οθωμανούς κράτησε σχεδόν 2 μήνες και, τελικά, ο σημαντικά ισχυρότερος Μωάμεθ κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη την Τρίτη 29 Μαΐου 1453 (αποφράς ημέρα).
Μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου οι οθωμανικές ορδές όρμησαν μέσα στην Πόλη, αρχίζοντας μαζικές λεηλασίες.
Ένα μεγάλο πλήθος πολιτών κατέφυγε στην Αγία Σοφία, ελπίζοντας να βρει εκεί ασφάλεια.
Αλλά οι Οθωμανοί διέρρηξαν την κεντρική πύλη και όρμησαν μέσα στην εκκλησία όπου έσφαξαν το πλήθος.
Την ημέρα της πτώσης της Κωνσταντινούπολης, ή πιθανόν την επόμενη, ο Σουλτάνος εισήλθε επίσημα στην Πόλη και πήγε στην Αγία Σοφία, όπου και προσευχήθηκε.
Κατόπιν ο Πορθητής εγκαταστάθηκε στα αυτοκρατορικά ανάκτορα των Βλαχερνών.
Όπως παραδίδει ο Σφραντζής, δόθηκε διαταγή για τριήμερη λεηλασία της πόλης.
Άλλες πηγές αναφέρουν πως ουσιαστικά η λεηλασία έπαυσε μετά την πρώτη ημέρα.
Ο ιστορικός Δούκας αναφέρει πως ο σουλτάνος επιφύλαξε για τον εαυτό του τα οικοδομήματα και τα τείχη της πόλης, αφήνοντας τα υπόλοιπα αγαθά, τους αιχμαλώτους και τα λάφυρα στη διάθεση των στρατευμάτων.
Ο άμαχος πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης θανατωνόταν χωρίς διάκριση.
Οι εκκλησίες με επικεφαλής την Αγία Σοφία, καθώς και τα μοναστήρια με όλο τους τον πλούτο λεηλατήθηκαν και βεβηλώθηκαν, ενώ οι ιδιωτικές περιουσίες έγιναν αντικείμενο αρπαγής και λαφυραγωγίας.
Κατά τη διάρκεια αυτών των ημερών χάθηκαν αναρίθμητοι πολιτιστικοί θησαυροί.
Πολύτιμα βιβλία κάηκαν, κομματιάστηκαν ή πουλήθηκαν σε εξευτελιστικές τιμές.
Ο ιστορικός Κριτόβουλος, που ανήκε στο οθωμανικό στρατόπεδο, αναφέρει ότι δεν υπήρξε στοιχειώδης οίκτος κατά τις λεηλασίες και η πόλη ερημώθηκε ολοσχερώς.