Ανακαλύφθηκε καταχωνιασμένο στα αρχεία της Βασιλικής Εταιρείας επιστημών της Βρετανίας το -θεωρούμενο χαμένο- πρωτότυπο γράμμα με το οποίο ο Γαλιλαίος για πρώτη φορά παρέθετε σε έναν Ιταλό φίλο του τα «αιρετικά» ηλιοκεντρικά επιχειρήματά του ενάντια στο δόγμα της Εκκλησίας ότι ο Ήλιος γυρίζει γύρω από τη Γη.
Η επιστολή ρίχνει νέο φως στη μακρόχρονη διαμάχη του Ιταλού φυσικού και αστρονόμου με τις ρωμαιοκαθολικές αρχές, που είχαν ως κατάληξη την καταδίκη του για αίρεση το 1633.
Το επτασέλιδο γράμμα, με την υπογραφή «G.G.» (Galileo Galilei), το οποίο είχε γραφεί 20 χρόνια πριν, στις 21 Δεκεμβρίου 1613, αποκαλύπτει ότι στο ξεκίνημα της ιστορικής σύγκρουσης επιστήμης-εκκλησίας ο Γαλιλαίος είχε σαφή συνείδηση των κινδύνων και προσπαθούσε να «νερώσει» τους ισχυρισμούς του.
Το εν λόγω γράμμα ήταν γνωστό, καθώς είχαν γίνει αρκετά αντίγραφά του, ενώ υπάρχουν δύο εκδοχές του: μία που εστάλη από «χαφιέ» στην Ιερά Εξέταση στη Ρώμη και μία άλλη με πιο μετριοπαθή γλώσσα.
Επειδή έως τώρα είχε χαθεί το πρωτότυπο γράμμα, δεν ήταν σαφές αν η Ιερά Εξέταση είχε «μαγειρέψει» μια πιο «αιρετική» εκδοχή του γράμματος για να τον ενοχοποιήσει καλύτερα (κάτι που ο Γαλιλαίος ισχυριζόταν στους φίλους του) ή αν ο ίδιος είχε πράγματι γράψει το πιο επαναστατικό γράμμα στην Ιερά Εξέταση, αλλά μετά αποφάσισε να φανεί -ή μάλλον να προσποιηθεί- πιο μετριοπαθής.
Η ανακάλυψη του πρωτότυπου γράμματος, σύμφωνα με το «Nature», δείχνει ότι συνέβη το δεύτερο και ότι ο Γαλιλαίος είπε ψέματα πως δήθεν η Εκκλησία είχε παραποιήσει τα λεγόμενά του.
Αυτός έγραψε μια πιο «νερωμένη» εκδοχή των θεωριών του, έστειλε τη «μαγειρεμένη» επιστολή σε ένα φίλο του, τον μαθηματικό Μπενεντέτο Καστέλι του Πανεπιστημίου της Πίζα, και του ζήτησε να την προωθήσει στο Βατικανό, ότι δήθεν αυτή ήταν η πρωτότυπη επιστολή του και όχι η άλλη, η πιο αιρετική, που είχε ήδη φθάσει στην Ιερά Εξέταση.
Το γράμμα βρισκόταν στην κατοχή της Βασιλικής Εταιρείας επί τουλάχιστον 250 χρόνια, αλλά είχε περάσει απαρατήρητο από τους ιστορικούς.
«Ξεθάφτηκε» από τη βιβλιοθήκη της από τον μεταδιδακτορικό ερευνητή της ιστορίας της επιστήμης Σαλβατόρε Ρικιάρντο του Πανεπιστημίου του Μπέργκαμο, ο οποίος επισκέφθηκε τη βιβλιοθήκη τον Αύγουστο για άλλο λόγο, αλλά τυχαία έπεσε πάνω στην ιστορική επιστολή.
Όπως είπε, «δεν μπορούσα να πιστέψω ότι είχα ανακαλύψει ένα γράμμα που ουσιαστικά όλοι οι μελετητές του Γαλιλαίου θεωρούσαν σίγουρα χαμένο.
»Φαινόταν ακόμη πιο απίστευτο, επειδή η επιστολή δεν είχε βρεθεί σε κάποια άσημη βιβλιοθήκη, αλλά στη βιβλιοθήκη της Βασιλικής Εταιρείας».
Ο Ρικιάρντο και άλλοι ερευνητές έκαναν αναλυτική παρουσίαση του ευρήματός τους στο περιοδικό «Notes and Records» της Βασιλικής Εταιρείας.
Στην επιστολή ο Γαλιλαίος για πρώτη φορά τονίζει ότι η επιστημονική έρευνα πρέπει να είναι απαλλαγμένη από το θεολογικό δόγμα, αναφέρει ότι οι αναφορές της Βίβλου σε αστρονομικά συμβάντα δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη στην κυριολεξία και επισημαίνει ότι οι θρησκευτικές αρχές που ισχυρίζονται το αντίθετο, δεν έχουν τις κατάλληλες γνώσεις για να κρίνουν σωστά.
Αναφέρει πάντως ότι το ηλιοκεντρικό μοντέλο, ότι η Γη περιφέρεται πέριξ του Ηλίου, που είχε παρουσιάσει ο Πολωνός αστρονόμος Κοπέρνικος πριν περίπου 70 χρόνια (το 1543), (σ.σ. στηριζόμενος στην ηλιοκεντρική θεωρία του Αρίσταρχου), δεν είναι ασύμβατο με τη Βίβλο.
Ο Αρίσταρχος ο Σάμιος (310 π.Χ. – περίπου 230 π.Χ.) ήταν Έλληνας αστρονόμος και μαθηματικός, που γεννήθηκε στη Σάμο. Είναι ο πρώτος επιστήμονας (μετά τους Πυθαγορείους) ο οποίος πρότεινε το ηλιοκεντρικό μοντέλο του Ηλιακού Συστήματος, θέτοντας τον Ήλιο και όχι τη Γη, στο κέντρο του γνωστού Σύμπαντος. Οι ιδέες του περί Αστρονομίας φαίνεται να μην είχαν γίνει αρχικά αποδεκτές και θεωρήθηκαν κατώτερες από εκείνες του Αριστοτέλη και του Πτολεμαίου, όμως τα διαθέσιμα στοιχεία είναι ελλιπή. Δύο χιλιάδες (2000) χρόνια μετά, ο Κοπέρνικος στηριζόμενος στις θεωρίες του Αρίσταρχου και των Πυθαγορείων, όπως ο ίδιος επισημαίνει στην εισαγωγή του έργου του, ανέλυσε περαιτέρω το ηλιοκεντρικό σύστημα, όπως το γνωρίζουμε σήμερα.
Ο Γαλιλαίος, ο οποίος ζούσε στη Φλωρεντία, είχε γράψει χιλιάδες γράμματα, μερικά από τα οποία αποτελούν μικρές επιστημονικές πραγματείες.
Συχνά γίνονταν αντίγραφα των επιστολών του και κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι.
Το συγκεκριμένο γράμμα στον Καστέλι, που διασώζεται σε δύο εκδοχές, θεωρείται από τα σημαντικότερα.
Η πιο «σκληρή» εκδοχή του, που σήμερα σώζεται στα μυστικά αρχεία του Βατικανού, εστάλη στη Ιερά Εξέταση στη Ρώμη, στις 7 Φεβρουαρίου 1615, από τον δομινικανό μοναχό Νικολό Λορίνι.
Λίγες μέρες μετά, στις 16 Φεβρουαρίου, ο Γαλιλαίος έγραψε στον κληρικό φίλο του στη Ρώμη Πιέρο Ντίνι, λέγοντάς του ότι το γράμμα με το οποίο ο Λορίνι τον «κάρφωσε» στην Ιερά Εξέταση, δεν ήταν το αυθεντικό και του προώθησε μια λιγότερο «εμπρηστική» εκδοχή της επιστολής, που ισχυρίσθηκε ότι είναι η σωστή, γι’ αυτό ζήτησε από τον Ντίνι να τη στείλει στους θεολόγους του Βατικανού (ώστε να περιορίσει τη ζημιά που θα του έκανε η προηγούμενη επιστολή).
Σε αυτή τη λιγότερο προκλητική επιστολή, ο Γαλιλαίος, μεταξύ άλλων, εκφράζει τις ανησυχίες του ότι η Ιερά Εξέταση «μπορεί εν μέρει να εξαπατηθεί από απάτη», που του έχουν στήσει οι εχθροί του.
Με όλα αυτά είχε δημιουργηθεί μεγάλο μπέρδεμα στους μελετητές.
Η ανακάλυψη όμως του υπογεγραμμένου από τον ίδιο πρωτοτύπου στη Βασιλική Εταιρεία, το οποίο έχει τον γραφικό χαρακτήρα του, δείχνει ότι ο ίδιος ο Γαλιλαίος επιχείρησε να «νερώσει» το αρχικό γράμμα του που είχε πέσει στα χέρια της Ιεράς Εξέτασης.
Με δεδομένο ότι λίγα χρόνια πριν, το 1600, η Ιερά Εξέταση είχε κάψει στην πυρά τον Δομινικανό κληρικό και μαθηματικό Τζιορντάνο Μπρούνο για αιρετικές απόψεις που περιλάμβαναν την υποστήριξη του ηλιοκεντρικού μοντέλου του Κοπέρνικου, ο Γαλιλαίος δικαιολογημένα ανησυχούσε και για τη δική του τύχη.
Έτσι, όταν ένα αντίγραφο από το αρχικό «αιρετικό» γράμμα του στον Καστέλι το 1613 -αυτό που βρέθηκε στη Βασιλική Εταιρεία- έπεσε στα χέρια της Ιεράς Εξέτασης (μέσω του Λορίνι το 1615), ο Γαλιλαίος έβαλε τον Ντίνι να στείλει στην Εκκλησία το υποτιθέμενο πρωτότυπο γράμμα του, που ήταν πιο μετριοπαθές και λιγότερο ενοχοποιητικό.
Μόνο που έλεγε ψέματα, καθώς όντως είχε γράψει το αρχικό γράμμα.
Τελικά, το 1633, καταδικάσθηκε για αίρεση, αν και την έβγαλε φθηνά, αφού απλώς υποβλήθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό για τα τελευταία εννέα χρόνια της ζωής του.