Μια πολύτιμη μάσκα από χουντίτη και πορφύρα, την οποία ενδεχομένως φορούσε ο Φίλιππος Β΄ σε επίσημες θρησκευτικές τελετές, εκτιμούν ότι ανακάλυψαν μέλη της διεπιστημονικής ομάδας της πανεπιστημιακής ανασκαφής στην Βεργίνα.
Σύμφωνα με την Καθημερινή ο νεκρός άνδρας του Τάφου ΙΙ, που θεωρείται ότι ανήκε στον Μακεδόνα βασιλιά, ήταν μεσήλικος, ίππευε συστηματικά, φαίνεται ότι έπασχε από χρόνια ιγμορίτιδα και έφερε τραύμα από αιχμηρό αντικείμενο στο αριστερό χέρι.
Στο πλαίσιο της ημερίδας, ο δρ. Θεόδωρος Αντίκας ανέπτυξε το σκεπτικό και τα πορίσματα «μιας έρευνας πέρα από βάσεις δεδομένων», ο δρ. Γιάννης Μανιάτης έθεσε ερωτήματα σχετικά με το «πρωτόγνωρο σύνθετο υλικό από τη λάρνακα του θαλάμου του Τάφου ΙΙ των Αιγών», και ο Δημοσθένης Κεχαγιάς παρουσίασε την «προκαταρκτική μελέτη αποτυπωμάτων υφάσματος στο οστεολογικό υλικό».
Αναφερόμενοι στην ταυτότητα των νεκρών, οι μελετητές εξέφρασαν τη βεβαιότητα ότι στον κυρίως θάλαμο του Τάφου ΙΙ είχε ενταφιαστεί ο Φίλιππος Β΄.
Όσο για τη γυναίκα που τον συνόδευσε στην τελευταία του κατοικία, πιστεύεται πως ήταν η έβδομη σύζυγός του και κόρη του Σκύθη βασιλιά, Αθέα.
Εξαιτίας ενός παλαιότερου κατάγματος στην αριστερή κνήμη, η νεκρή χώλαινε, όμως αυτό δεν την εμπόδιζε να ιππεύει, γεγονός που ενισχύεται και από τα κτερίσματα του δεύτερου θαλάμου -κνημίδες, μία φαρέτρα, αιχμές βέλων και άλλα χαρακτηριστικά όπλα των έφιππων τοξοτριών της Σκυθίας.
Οι μελετητές πραγματοποίησαν εργαστηριακές αναλύσεις σε περίπου 350 οστά και θραύσματα οστών, που εντοπίστηκαν στις δύο χρυσές λάρνακες. Πάνω στα οστά της λάρνακας του κυρίως θαλάμου εντοπίστηκαν τα θραύσματα που, όπως προέκυψε από εργαστηριακές αναλύσεις στο ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος», αποτελούνται από λευκό χουντίτη και πορφύρα.
Η ακριβής χρωστική ουσία και, ακόμα περισσότερο, το εξαιρετικά σπάνιο λευκό ορυκτό, που δεν έχει εντοπιστεί σε άλλη ανασκαφή εντός του ελλαδικού χώρου, μαρτυρούν την υψηλή καταγωγή του ενταφιασμένου. Σύμφωνα με την επιστημονική ομάδα, τα θραύσματα πιθανότατα προέρχονται από μία τελετουργική μάσκα, αποτελούμενη από πολλά στρώματα υφάσματος και άλλων υλικών, που τοποθετήθηκε στο πρόσωπο του νεκρού πριν από την αποτέφρωση, όμως είχε χρησιμοποιηθεί και κατά τη διάρκεια της ζωής του.
Στα επόμενα στάδια της έρευνας σχεδιάζεται να πραγματοποιηθούν ραδιοχρονολόγηση και αναλύσεις ισοτόπων και αρχαίου DNA, έτσι ώστε να εντοπιστούν συγγένειες μεταξύ των νεκρών και να αντληθούν πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο ζωής τους.