Η προστασία του περιβάλλοντος είναι δεσπόζουσα προτεραιότητα της επιχειρηματικής δράσης, επεσήμανε ο πρόεδρος της ΚΕΕ και του ΕΒΕΑ Κωνσταντίνος Μίχαλος, στην ομιλία του σε ημερίδα του Τμήματος Οικολογίας του ΣΥΡΙΖΑ με θέμα:«Διακυβέρνηση και οικο-ανάπτυξη των ελληνικών προστατευόμενων περιοχών της φύσης (περιοχές του οικολογικού Δικτύου NATURA 2000)».
Ολόκληρη η τοποθέτηση του Κ. Μίχαλου:
Σύμφωνα με το άρθρο 24 του Συντάγματος, «η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους».
Συνεπώς, το εθνικό σύστημα προστασίας, ως κομβικό εργαλείο για την προστασία της βιοποικιλότητας, αποτελεί βασική ευθύνη και κεντρική αρμοδιότητα της εκάστοτε κυβέρνησης, η οποία οφείλει να συντονίζει κεντρικά τη διαχείριση του εθνικού συστήματος προστασίας.
Η ΚΕΕ ως κοινωνικός εταίρος και εκπρόσωπος της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα, είχε πάντοτε στραμμένη την προσοχή της και υποστήριζε τον ιδανικό συνδυασμό του επιχειρείν και της προστασίας των φυσικών πόρων και της φύσης γενικότερα, στο πλαίσιο μιας αειφορικής και βιώσιμης ανάπτυξης.
Μέσα από τις διαχρονικές παρεμβάσεις της, πρόταξε πάντοτε την περιβαλλοντική διάσταση ως δεσπόζουσα προτεραιότητα και του επιχειρηματικού περιβάλλοντος.
Ειδικότερα τώρα αναφερόμενοι στη διακυβέρνηση και οικο-ανάπτυξη των ελληνικών προστατευόμενων περιοχών της φύσης και πιο συγκεκριμένα στις περιοχές του οικολογικού δικτύου NATURA2000, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τις διεθνείς και ευρωπαϊκές εξελίξεις, για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης και της δραματικής απώλειας της βιοποικιλότητας.
Σύμφωνα με αυτές τις εξελίξεις, αναγνωρίζεται πλέον ότι το θεσμικό πλαίσιο προστασίας των προστατευόμενων περιοχών στη χώρα μας, παρά τις διαδοχικές παρεμβάσεις, παραμένει ελλιπές και αναποτελεσματικό.
Πολύς κόσμος συγχέει τη διατήρηση της φύσης με τη δημιουργία αυστηρά προστατευόμενων φυσικών καταφυγίων, όπου απαγορεύεται συστηματικά κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα.
Το δίκτυο Natura 2000, ευτυχώς, ακολουθεί διαφορετική προσέγγιση.
Ο χαρακτηρισμός μιας περιοχής ως περιοχής Natura 2000 δεν σημαίνει ότι πρέπει να διακοπούν όλες οι οικονομικές δραστηριότητες.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, ενδέχεται να απαιτηθούν προσαρμογές ή αλλαγές, με στόχο την προστασία των ειδών και των οικοτόπων χάριν των οποίων η περιοχή εντάχθηκε στο δίκτυο Natura 2000, ή μέτρα αποκατάστασης προκειμένου να επανέλθει μια ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, πρέπει να αξιολογούνται οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, σε συνδυασμό με τις ειδικές περιβαλλοντικές συνθήκες, κάθε περιοχής.
Άλλωστε το δίκτυο Natura 2000 στην Ελλάδα περιλαμβάνει 446 περιοχές, με συνολική επιφάνεια στην ξηρά 36.000 km2 περίπου ή 27,3% της χερσαίας έκτασης της Ελλάδας και θαλάσσιο τμήμα 23.000 km2 περίπου.
Συμφωνούμε με την άποψη ότι οι πολιτικές περιβάλλοντος στην Ελλάδα παρουσίασαν διαχρονικά καθυστερήσεις, με αποτέλεσμα η χώρα να χρεώνεται με τεράστια πρόστιμα και συστάσεις από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, παράλληλα με την υποβάθμιση του περιβάλλοντος γύρω μας.
Για την κατάσταση αυτή, εκτός από την ευθύνη της κοινωνίας και των πολιτών, καταγράφεται διαρκής και οριζόντια ευθύνη όλων των κυβερνήσεων.
Παρόλα αυτά, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η οριστικοποίηση και έγκριση του νέου εθνικού καταλόγου περιοχών του δικτύου Natura 2000 το 2017 έκλεισε ένα μεγάλο μέρος εκκρεμοτήτων της χώρας μας.
Παράλληλα, η ολοκλήρωση του θεσμικού πλαισίου των προστατευόμενων περιοχών, με το νόμο 4519 του 2018, αποτέλεσε ένα φιλόδοξο πυλώνα προστασίας και διαχείρισης της φύσης.
Δυστυχώς, έως σήμερα, δεν έχουμε τη δυνατότητα να αξιολογήσουμε την αποτελεσματικότητα του, καθώς βασικές προβλέψεις του που αφορούν στην ενίσχυση των Φορέων Διαχείρισης, δεν ολοκληρώθηκαν (χρηματοδότηση, προσλήψεις, οργανισμοί φορέων κλπ.).
Σήμερα, η κυβέρνηση ετοιμάζει νέες νομοθετικές ρυθμίσεις.
Είναι πιο αναγκαίο από ποτέ, να εντείνουμε τις προσπάθειες, ώστε οι νέες νομοθετικές ρυθμίσεις να βελτιώσουν ουσιαστικά το υφιστάμενο σύστημα διαχείρισης, χωρίς να το κατεδαφίσουν.
Για το λόγο αυτό επιβάλλεται η ανοικτή διαβούλευση με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη.
Σ’ αυτή τη διαδικασία συμμετοχής και διαλόγου, η επιχειρηματική κοινότητα δεν μπορεί να απουσιάζει.
Τα Επιμελητήρια μπορούν να συμβάλουν για τον καθορισμό ρεαλιστικών και επιτεύξιμων στόχων διατήρησης, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη των τοπικών οικονομιών.
Είναι ιδιαίτερα θετικό το γεγονός ότι τόσο η Κυβέρνηση, όσο και η αξιωματική αντιπολίτευση έχουν ανοίξει έναν σοβαρό κοινωνικό διάλογο, με την συμμετοχή τόσο των περιβαλλοντικών οργανώσεων, όσο και αυτών της κοινωνίας των πολιτών και των επιχειρήσεων.
Ελπίζουμε, ο διάλογος αυτός να οδηγήσει στις καλύτερες δυνατές προτάσεις κοινής αποδοχής.
Ως ΚΕΕ επιφυλασσόμαστε στη διατύπωση λεπτομερών προτάσεων επί των νέων ρυθμίσεων που προωθεί το ΥΠΕΝ στο νέο πολεοδομικό και περιβαλλοντικό νομοσχέδιο.