«Οι συνθήκες ήταν ιδιαίτερες και σίγουρα οι υψηλές τιμές των ριπών αέρα δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την ταχύτατη επέκταση και εξάπλωση της φωτιάς», δήλωσε ο διευθυντής του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών (ΕΑΑ), καθηγητής Αστρονομίας του ΑΠΘ, Μανώλης Πλειώνης στον ραδιοφωνικό σταθμό του Αθηναϊκού – Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων Πρακτορείο 104,9 FM, σχετικά με την ταχύτητα των ανέμων, που κατέγραψε τη Δευτέρα το δίκτυο των 48 μετεωρολογικών σταθμών στη Αττική.
«Καταμετρήσαμε τις ριπές, που υπήρχαν στην ευρύτερη περιοχή και αυτό που είδαμε όταν κάναμε την ανάλυση δεδομένων ήταν οι πραγματικά υψηλές οι τιμές των ριπών του αέρα.
»Σε κάποιους από τους σταθμούς μας, στον Ισθμό, στο Καπαρέλλι Βοιωτίας, στην Πάρνηθα, στην Πεντέλη, στα Άνω Λιόσια και στον Νέο Κόσμο οι ριπές αυτές ήταν οι μεγαλύτερες που έχουν καταγραφεί τα τελευταία οκτώ χρόνια, που έχουμε σταθμούς στις περιοχές αυτές.
»Μπορεί να είναι και για μεγαλύτερο διάστημα οι μεγαλύτερες, απλώς δεν έχουμε σταθμούς παραπάνω από 8 χρόνια στις περιοχές αυτές», γνωστοποίησε ο κ. Πλειώνης.
Όπως εξήγησε, επρόκειτο για συνθήκες «αρκετά ιδιαίτερες, καθώς υπήρχαν θυελλώδεις δυτικοί- βορειοδυτικοί άνεμοι στην ανατολική Στερεά γενικότερα και στην Αττική και κράτησαν για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα – από τις 12 το πρωί μέχρι τις 10 το βράδυ».
«Οι άνεμοι ήταν θυελλώδεις. Ο μέσος άνεμος ήταν περίπου στα 65 χιλιόμετρα την ώρα -δεν μετράμε στο έδαφος σε μποφόρ, αλλά η αντιστοιχία θα ήταν 7 μποφόρ κατά μέσο όρο- όμως, το χαρακτηριστικό που είχαν αυτοί οι άνεμοι ήταν ότι είχαν πάρα πολλές ριπές, δυνατές ριπές που φτάνανε μέχρι τα 120 χιλιόμετρα – η αντιστοιχία σε μποφόρ είναι 12.
»Οι ριπές είναι στιγμιαίες, αλλά είναι αυτές που κάνουν και τη ζημιά, αυτές που δημιουργούν συνθήκες εξάπλωσης», πρόσθεσε.
Σε ό,τι αφορά τη δυνατότητα πρόβλεψης των ριπών του ανέμου ο καθηγητής διευκρίνισε ότι «γενικότερα το ανεμολογικό πεδίο έχει δυνατότητα να κάνει κάποιες βασικές προβλέψεις, αλλά πιο πολύ για τον μέσο άνεμο».
«Ξέραμε ότι θα υπήρχαν υψηλοί άνεμοι και αυτό θα το ξέρανε -αν είναι εμπρησμοί, όμως, δεν μπορώ να αποφανθώ εγώ γι’ αυτό- και οι πιθανοί εμπρηστές, ότι θα υπήρχαν πολύ υψηλοί θυελλώδεις άνεμοι», είπε.
Ο κ. Πλειώνης αναφέρθηκε στα προγράμματα πρόγνωσης, καταγραφής και παρακολούθησης των πυρκαγιών και φυσικών καταστροφών που υλοποιεί το Εθνικό Αστεροσκοπείο.
Στην Κινέτα εφαρμόστηκε πιλοτικά εξειδικευμένο σύστημα πρόγνωσης εξάπλωσης πυρκαγιών, που αναπτύσσει το ΕΑΑ σε συνεργασία με τον Τομέα Φυσικής Περιβάλλοντος του ΕΚΠΑ.
«Είδαμε ότι ήταν μία πολύ καλή αποτύπωση της εξέλιξης της φωτιάς, προέβλεψε την εξέλιξη της φωτιάς στην Κινέτα, έτσι όπως καταγράφηκε σε πραγματικό χρόνο», είπε ο κ. Πλειώνης, διευκρινίζοντας ότι όταν το πρόγραμμα γίνει επιχειρησιακό και πιστοποιηθεί, «μέσα στο επόμενο εξάμηνο θα το παραδώσουμε στην Πολιτεία για να το χρησιμοποιήσει, να μπορεί κάθε φορά να δει προς τα πού πηγαίνει, πού προβλέπεται να πάει η φωτιά, ώστε να διατάξει τις δυνάμεις της αναλόγως».
Περαιτέρω αναφέρθηκε στην επιχειρησιακή υπηρεσία χρήσης δορυφορικών εικόνων για την ανίχνευση, παρακολούθηση και καταγραφή των δασικών πυρκαγιών FireHub.
«Ήδη συνεργαζόμαστε με το Κέντρο Διαχείρισης φυσικών καταστροφών της Πυροσβεστικής.
»Η εφαρμογή βασίζεται στην δορυφορική τηλεπισκόπηση, έχουμε το Κέντρο μας πάνω στην Πεντέλη, δεχόμαστε δεδομένα από πολλούς δορυφόρους, για μερικούς από τους οποίους είμαστε εμείς οι κύριοι πάροχοι αυτών των δεδομένων, τα οποία αναλύουμε και μπορούμε και παρακολουθούμε όλη την Ελληνική επικράτεια ανά 5 λεπτά, για να εντοπίσουμε εστίες πυρκαγιών.
»Μπορούμε να τις εντοπίσουμε, ενημερώνεται η Πυροσβεστική, η οποία έχει ήδη στο Κέντρο Επιχειρήσεών μια οθόνη με τα αποτελέσματα αυτής της διαδικασίας, μπορεί και βλέπει πού ξεκινάνε φωτιές», ανέφερε.
«Ό,τι και να κάνουμε δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε μια τέτοια πυρκαγιά»
Την εκτίμηση πως οι συνθήκες που επικράτησαν τη Δευτέρα ήταν ακραίες διατύπωσε, μιλώντας στο Πρακτορείο FM, o γ.γ. της Ένωσης Αποστράτων Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, αντιστράτηγος ΕΑ, Ιωάννης Ζαχίλας.
«Αν κάναμε μια ανάλυση για δασικές πυρκαγιές πέντε παράγοντες είναι που μπορούν να κάνουν μια πυρκαγιά μεγάλη, ανεξέλεγκτη, μεταξύ αυτών η ταχύτητα του ανέμου και η θερμοκρασία.
»Αυτοί οι δύο παράγοντες υπήρχαν στο Μάτι και εγώ αυτό το φαινόμενο το χαρακτηρίζω ακραίο, δηλαδή (υπό αυτές τις συνθήκες) καταρρέουν οι δομές και οι υποδομές και ό,τι κι αν κάνουμε δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε μια τέτοια πυρκαγιά», εξήγησε.
«Αυτό συμβαίνει στις πυρκαγιές αυτές, τα ακραία καιρικά φαινόμενα. Συμβαίνει δυστυχώς να έχουμε γρήγορα καταστροφικά αποτελέσματα.
»Το ίδιο έγινε με τις πλημμύρες στα Μέγαρα, το ίδιο έγινε και με τις πυρκαγιές το 2007, στην Ηλεία.
»Είχαμε ακραία καιρικά φαινόμενα. Εκεί δυστυχώς δεν μπορούν να επέμβουν οι δυνάμεις, ούτε οι επίγειες ούτε οι εναέριες», πρόσθεσε.