Ρυθμίζεται το ζήτημα της χορήγησης προσωρινής σύνταξης για αιτήσεις που υποβάλλονται ηλεκτρονικά για όλες τις κατηγορίες συνταξιοδότησης από τον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ)– εξ ιδίου δικαιώματος, λόγω ανικανότητας (αναπηρίας), εκ μεταβιβάσεως (λόγω θανάτου), σύμφωνα με εγκύκλιο του φορέα.
Στην εγκύκλιο επισημαίνεται ότι στο ΦΕΚ 176 Α΄ δημοσιεύτηκαν οι διατάξεις του άρθρου 2 του Ν. 4499/2017 (ΦΕΚ 85 Α΄) «Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις του ν. 4387/2016, ρυθμίσεις για την αγορά παιγνίων, για την «Ελληνικό Καζίνο Πάρνηθας ΑΕ» και άλλες διατάξεις». Οι διατάξεις του άρθρου 29 του ν. 4387/2016 εξακολουθούν να ισχύουν για τους ασφαλισμένους οι οποίοι καταθέτουν στον ΕΦΚΑ έντυπη αίτηση συνταξιοδότησης.
Υπενθυμίζεται ότι η χορήγηση προσωρινής σύνταξης, με τις διατάξεις του άρθρου 29 του Ν. 4387/2016, όπως ισχύει με την προσθήκη του άρθρου 29Α, αφορά αιτήσεις συνταξιοδότησης οι οποίες κρίνονται με τον νέο τρόπο υπολογισμού της σύνταξης, που θεσπίζεται με τον νόμο αυτό. Οι διατάξεις του άρθρου 38 του Ν. 3996/2011 εφαρμόζονται για τη χορήγηση προσωρινού ποσού σύνταξης σε ασφαλισμένους, των οποίων η αίτηση συνταξιοδότησης ως προς τον τρόπο υπολογισμού του ποσού της σύνταξης κρίνεται με τις προϊσχύουσες του Ν. 4387/2016 διατάξεις.
Δικαιούχοι-Διάρκεια του δικαιώματος (παρ. 1)
α) Δικαιούχοι της προσωρινής σύνταξης του άρθρου 2 είναι οι ασφαλισμένοι που υποβάλλουν στον ΕΦΚΑ αίτηση συνταξιοδότησης ηλεκτρονικά, συμπεριλαμβανομένων και των προσώπων που συνταξιοδοτούνται με τις διατάξεις του ειδικού καθεστώτος του Ν. 3163/1955, εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις της παρ. 4 του άρθρου αυτού.
Με την παρ. 2 του άρθρου 6 του Ν. 4488/2017 (ΦΕΚ 137 Α΄), καταργήθηκε, από την έναρξη ισχύος της, η παρ. 9 του άρθρου 29 του Ν. 4387/2016, η οποία προέβλεπε ότι οι διατάξεις του άρθρου 29 εφαρμόζονται αναλόγως και στα πρόσωπα που συνταξιοδοτούνται με το ειδικό καθεστώς του Ν. 3163/1955.
Ως εκ τούτου, για τα πρόσωπα αυτά, όταν υποβάλλεται αίτηση συνταξιοδότησης ηλεκτρονικά, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 2 του Ν. 4499/2017, ενώ, όταν υποβάλλεται σε έντυπη μορφή, για τη χορήγηση της προσωρινής σύνταξης εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 29 του Ν. 4387/2016.
β) Το δικαίωμα στην προσωρινή σύνταξη του άρθρου 2 αρχίζει την πρώτη ημέρα του επόμενου της ημερομηνίας κατάθεσης της αίτησης συνταξιοδότησης μήνα και λήγει στο τέλος του μήνα κατά τον οποίο εκδίδεται η οριστική απόφαση συνταξιοδότησης, ακόμα και στις ειδικές περιπτώσεις τυχόν άρσης των περιοριστικών συνθηκών που αναφέρονται στις περιπτώσεις δ και ε της παρ. 7.
Προϋποθέσεις χορήγησης της προσωρινής σύνταξης-δικαιολογητικά (παρ. 4)
Εκτός από τη συμπλήρωση της ηλεκτρονικής αίτησης συνταξιοδότησης σε όλα τα πεδία που είναι απαραίτητα για τον υπολογισμό της σύνταξης, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4387/2016, οι υποψήφιοι συνταξιούχοι σε όλες τις περιπτώσεις θα πρέπει να συνυποβάλουν υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του ν. 1599/1986, ειδικά ως προς την ακρίβεια του χρόνου ασφάλισης και των αποδοχών ή του εισοδήματος που δηλώνουν στην αίτηση συνταξιοδότησης, καθώς και ότι πληρούν τόσο τις προϋποθέσεις χορήγησης της προσωρινής σύνταξης του άρθρου αυτού όσο και τις προϋποθέσεις χορήγησης της οριστικής σύνταξης.
Οι ασφαλισμένοι με διαδοχικό χρόνο ασφάλισης επιπλέον οφείλουν να δηλώσουν αναλυτικά τα Ταμεία στα οποία ασφαλίστηκαν διαδοχικά, τον χρόνο ασφάλισης ανά ενταχθέν Ταμείο και συνολικά τις αντίστοιχες αποδοχές/εισόδημα, τον τυχόν χρόνο παράλληλης ασφάλισής τους, καθώς και το Ταμείο στο οποίο έχουν τυχόν οφειλές και το αντίστοιχο ποσό, σύμφωνα με την υπουργική απόφαση Φ.1500/οικ.9696/195/8.8.2014 (Β΄ 2441).
Όταν για τη συνταξιοδότηση είναι απαραίτητος ο έλεγχος της καταβολής των εισφορών (περιπτώσεις αυτοαπασχολούμενων, ελεύθερων επαγγελματιών και αγροτών), επιπλέον, οι ασφαλισμένοι θα πρέπει να καταθέσουν υπηρεσιακό σημείωμα του αρμόδιου Τμήματος εισφορών σχετικά με τις τυχόν οφειλόμενες εισφορές κατά το μήνα κατάθεσης της αίτησης συνταξιοδότησης.
Παράλληλα, υφίσταται και η υποχρέωση των ασφαλισμένων για την κατάθεση όλων των δικαιολογητικών που είναι απαραίτητα για την έκδοση της οριστικής απόφασης συνταξιοδότησης.
Αναγνώριση δικαιώματος (παρ. 3)
Τόσο η έγκριση όσο και η απόρριψη του αιτήματος για τη χορήγηση της προσωρινής σύνταξης του άρθρου 2 γίνεται πάντοτε με αιτιολογημένη απόφαση του αρμόδιου ασφαλιστικού οργάνου (Διευθυντή), μη υποκείμενη σε προσφυγή.
Η προθεσμία για την έκδοση της διοικητικής πράξης είναι δύο μήνες από την ημερομηνία κατάθεσης όλων των δικαιολογητικών της παραγράφου 4 ή και από την ημερομηνία οριστικοποίησης της κρίσης των υγειονομικών επιτροπών, αν η χορήγηση της σύνταξης συναρτάται με την εκτίμηση του βαθμού αναπηρίας του ασφαλισμένου, εάν έχει ασκηθεί προσφυγή ενώπιον της δευτεροβάθμιας επιτροπής (ΒΥΕ), από την ημερομηνία οριστικοποίησης της γνωμάτευσης αυτής.
Οι ανωτέρω προθεσμίες ισχύουν και στις περιπτώσεις όπου για τη συνταξιοδότηση λαμβάνεται υπόψη χρόνος διαδοχικής ασφάλισης στους εντασσόμενους στον ΕΦΚΑ φορείς.
Έλλειψη προϋποθέσεων χορήγησης οριστικής σύνταξης-συνέπειες (παρ. 6)
Εάν, τελικά, μετά τον έλεγχο όλου του συνταξιοδοτικού φακέλου που έχει σχηματιστεί μαζί με τα δικαιολογητικά που κατατέθηκαν προς έκδοση της απόφασης χορήγησης οριστικής σύνταξης διαπιστωθεί ότι δεν πληρούνται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις συνταξιοδότησης ή ότι τα στοιχεία που αναφέρονται στην αίτηση και στην υπεύθυνη δήλωση του ασφαλισμένου είναι ανακριβή, με συνέπεια να έχει χορηγηθεί αχρεωστήτως η προσωρινή σύνταξη, τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά συντάξεων αναζητούνται, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις περί επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών.
Υπολογισμός του ποσού της προσωρινής σύνταξης (παρ. 2)
α) Προσωρινή σύνταξη, λόγω γήρατος
Υπολογίζεται στο 80% του ποσού της οριστικής σύνταξης, όπως διαμορφώνεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4387/2016. Στην περίπτωση χορήγησης μειωμένης σύνταξης, λόγω γήρατος, το ποσό μειώνεται αντίστοιχα προς το ποσοστό μείωσης που προβλέπεται από τις οικείες διατάξεις για κάθε μήνα που υπολείπεται της συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας για τη χορήγηση πλήρους σύνταξης.
β) Προσωρινή σύνταξη, λόγω αναπηρίας
Οι ασφαλισμένοι που υποβάλλουν αίτηση συνταξιοδότησης, λόγω αναπηρίας, δικαιούνται προσωρινή σύνταξη, η οποία διαμορφώνεται στο 80% του ποσού της οριστικής σύνταξης που υπολογίζεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4387/2016, σε συνδυασμό με τα αναφερόμενα στο πρώτο εδάφιο της περίπτωσης α΄ της παρ. 2 του άρθρου 27 και την παρ. 2 του άρθρου 31 του ν. 4387/2016.
Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης α΄ της παρ. 2 του άρθρου 27 αναφέρεται στα ποσοστά μείωσης της εθνικής σύνταξης των συνταξιούχων που προέρχονται από τον ιδιωτικό τομέα και λαμβάνουν μειωμένη σύνταξη, λόγω αναπηρίας, με ποσοστό αναπηρίας από 67% έως και 79,99%, οπότε χορηγείται το 75% της εθνικής σύνταξης ή με ποσοστό αναπηρίας από 50% έως και 66,99%, οπότε χορηγείται το 50% της εθνικής σύνταξης.
Όσον αφορά στους συνταξιοδοτούμενους με τις διατάξεις του Ν. 612/1977 (ΦΕΚ Α΄164) είτε με βάση τις διατάξεις που παραπέμπουν σε αυτές και ισχύουν κάθε φορά, επειδή θεωρούνται συνταξιούχοι, λόγω γήρατος και όχι λόγω αναπηρίας, το ποσοστό αναπηρίας τους δεν επηρεάζει το ποσό της προσωρινής σύνταξης, όπως, άλλωστε, συμβαίνει και με τον υπολογισμό του ποσού της εθνικής σύνταξης στις περιπτώσεις αυτές.
Η παρ. 2 του άρθρου 31 του ν. 4387/2016 ρυθμίζει τον τρόπο υπολογισμού της σύνταξης επί αναπηρίας που οφείλεται σε εργατικό ατύχημα ή επαγγελματική ασθένεια, βάσει των άρθρων 7, 8 και 28 του ίδιου νόμου, με ελάχιστο καταβαλλόμενο ποσό εκείνο που αντιστοιχεί στο διπλάσιο της εθνικής σύνταξης για 20 έτη ασφάλισης, στο ύψος που εκάστοτε διαμορφώνεται, σύμφωνα με το άρθρο 7 (βλ. εγκ. 24/2017, ενότητα Ζ, περ. ii).
Επομένως, το ποσό της προσωρινής σύνταξης, λόγω αναπηρίας, που οφείλεται σε εργατικό ατύχημα ή επαγγελματική ασθένεια, δεν μπορεί να υπολείπεται του ανωτέρω ποσού, ήτοι των 768 ευρώ.
γ) Προσωρινή σύνταξη, λόγω θανάτου
Σε περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου ή συνταξιούχου, η προσωρινή σύνταξη ανέρχεται σε ποσοστό 50% επί του ποσού που διαμορφώνεται, σύμφωνα με την περίπτωση α΄ της παραγράφου 2 και χορηγείται στους δικαιοδόχους, σύμφωνα με το άρθρο 12 του ν. 4387/2016, δηλαδή υπολογίζεται στο 50% του ποσού που χορηγείται ως οριστική σύνταξη, λόγω θανάτου, σύμφωνα με το άρθρο 12, όπως ισχύει, μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 1 του Ν. 4499/2017.
Δεδομένων δε των προβλέψεων του ν. 4499/2017 και της εγκυκλίου Φ80000/οικ. 58727/74/Δ29.17/29-12-2017 του υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, το ποσό της προσωρινής σύνταξης, σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού που αντιστοιχεί στο κατώτατο ποσό σύνταξης, λόγω θανάτου, ήτοι 360 ευρώ.
Σημειώνεται, επίσης ότι και στην προσωρινή εφαρμόζεται αναλόγως το άρθρο 1 του ν. 4499/2017, με το οποίο προβλέπεται χορήγηση αυτοτελούς κατωτάτου ορίου σύνταξης και στα δικαιοδόχα τέκνα, όπως και στα δικαιοδόχα τέκνα που είναι ορφανά και από τους δύο γονείς.
Έτσι, για παράδειγμα, σε περίπτωση που υπάρχουν δύο δικαιοδόχα τέκνα και ένα δικαιοδόχο–ορφανό και από τους δύο γονείς, τότε στα δύο δικαιοδόχα τέκνα επιμερίζεται ένα ελάχιστο όριο προσωρινής σύνταξης (360 ευρώ) και στο ορφανό και από τους δύο γονείς τέκνο, επίσης, ένα ελάχιστο όριο προσωρινής (360 ευρώ).
Στα πρόσωπα που έχουν δικαιωθεί προσωρινής σύνταξης, πριν από την ισχύ του ν. 4499/2017, δίνεται η δυνατότητα υποβολής με ηλεκτρονικό τρόπο νέας αίτησης λήψης προσωρινής σύνταξης, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παρούσα εγκύκλιο, προκειμένου να δικαιωθούν ως προς το ύψος της προσωρινής σύνταξης οι προβλέψεις του ν. 4499/2017 και της σχετικής Φ80000/οικ. 58727/74/Δ29.17/29-12-2017 εγκυκλίου του υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης.
Επίσης, διευκρινίζεται ότι για τις συντάξεις, λόγω αναπηρίας, που καταβάλλονταν στους θανόντες συνταξιούχους μειωμένες, λόγω ποσοστού αναπηρίας, το χορηγούμενο ποσό θα είναι μειωμένο σε αντίστοιχο ποσοστό, ενώ, στην περίπτωση που καταβαλλόταν πλήρες ποσό, παρά την ύπαρξη χαμηλότερης βαθμίδας αναπηρίας, το ποσό που θα χορηγείται στα μέλη οικογένειας θα είναι πλήρες, για λόγους ίσης μεταχείρισης με τους δικαιούχους που υποβάλλουν έντυπη αίτηση συνταξιοδότησης.
Συμψηφισμός (παρ. 5)
Το ποσό της σύνταξης που καταβάλλεται στον ασφαλισμένο, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, συμψηφίζεται με το ποσό της σύνταξης που καθορίζεται στην οριστική απόφαση απονομής της σύνταξης.
Εξαιρέσεις (παρ. 7)
Το άρθρο 2 δεν εφαρμόζεται στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α. Όταν η αίτηση συνταξιοδότησης δεν υποβάλλεται ηλεκτρονικά. Για τις περιπτώσεις που υποβάλλεται έντυπη αίτηση συνταξιοδότησης, η διάταξη της παρ. 8 του άρθρου 2 προβλέπει την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 29 του Ν. 4387/2016, όπως ισχύουν, μετά την κατάργηση της παρ. 9 (βλ. ανωτέρω παρ. 2α).
β. Όταν για τη συνταξιοδότηση πρέπει να εφαρμοστούν οι Κανονισμοί 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου 2004 για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας και 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 883/2004 για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας, καθώς και οι διμερείς συμβάσεις κοινωνικής ασφάλειας, εκτός των περιπτώσεων που θεμελιώνεται αυτοτελές συνταξιοδοτικό δικαίωμα μόνο με το χρόνο ασφάλισης σε ελληνικό ασφαλιστικό φορέα.
γ. Όταν δεν έχει διακοπεί η εργασία/αυτοαπασχόληση κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης ή όταν αναληφθεί μεταγενέστερα, καθώς και όταν χορηγείται ήδη προσωρινή ή οριστική σύνταξη για την ίδια αιτία.
δ. Όταν είναι απαραίτητη η αναγνώριση χρόνων ασφάλισης για θεμελίωση του δικαιώματος συνταξιοδότησης. Εφόσον, όμως, μετά την υποβολή σχετικής αίτησης εκ μέρους του ενδιαφερομένου, εκδοθεί η απόφαση αναγνώρισης χρόνου ασφάλισης, ακόμα και αν η εξαγορά του χρόνου αυτού γίνει τμηματικά με παρακράτηση του σχετικού ποσού από τη σύνταξη του δικαιούχου, είναι επιτρεπτό να χορηγηθεί προσωρινή σύνταξη από την αρχική αίτηση, όχι, όμως, πριν από την πρώτη ημέρα του επόμενου της ημερομηνίας κατάθεσης της αίτησης συνταξιοδότησης μήνα.
Για λόγους ίσης μεταχείρισης μεταξύ των ασφαλισμένων οι οποίοι καταθέτουν είτε έντυπη είτε ηλεκτρονική αίτηση συνταξιοδότησης, μπορεί να γίνει δεκτό ότι στις περιπτώσεις που εφαρμόζεται το άρθρο 2, θα εφαρμόζονται επί του ζητήματος αυτού οι οδηγίες του ΥΠΕΚΑΑ ως προς την εφαρμογή του άρθρου 29 του Ν. 4387/2016 (ΑΔΑ: ΨΘΠΞ465Θ1Ω-Ρ6Δ), δηλαδή:
Αν στην απόφαση αναγνώρισης χρόνου ασφάλισης προβλέπεται ότι η εξόφληση του ποσού που αντιστοιχεί στην εξαγορά, θα παρακρατηθεί σε δόσεις από τη σύνταξη, το ποσό της μηνιαίας δόσης που προκύπτει, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην περίπτωση γ της παρ. 1 του άρθρου 34 του ν. 4387/2016, όπως ισχύει, μπορεί να παρακρατείται κάθε μήνα από την προσωρινή σύνταξη.
Στην περίπτωση αυτή, το ποσό της προσωρινής σύνταξης που καταβάλλεται τελικά στον δικαιούχο, δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το ήμισυ του ποσού που δικαιούται ως προσωρινό ποσό σύνταξης, σύμφωνα με τον υπολογισμό που προβλέπεται για την περίπτωσή του από τις διατάξεις του άρθρου 2.
Συνεπώς, το υπερβάλλον ποσό της δόσης, που δεν μπορεί να παρακρατηθεί, μέσω της προσωρινής σύνταξης, θα πρέπει να παρακρατηθεί από τα ποσά της οριστικής σύνταξης, δηλαδή εφάπαξ, από τα αναδρομικά ποσά που οφείλονται στον συνταξιούχο.
Σε περίπτωση που το συνολικό ποσό των αναδρομικών δεν επαρκεί, για να καλυφθεί το σύνολο του ανωτέρω ποσού, μπορεί να παρακρατηθεί από τις μηνιαίες καταβαλλόμενες συντάξεις, μαζί με το υπόλοιπο της οφειλής για την εξαγορά.
ε. Όταν υπάρχουν οφειλές από ασφαλιστικές εισφορές, το ποσό των οποίων υπερβαίνει τα προβλεπόμενα από τις σχετικές διατάξεις ποσά. Αν μεταγενέστερα εκλείψει ο λόγος αυτός, η προσωρινή σύνταξη καταβάλλεται από την πρώτη ημέρα του επόμενου της ημερομηνίας κατάθεσης της αίτησης συνταξιοδότησης μήνα.
Εάν ο ασφαλισμένος οφείλει αθροιστικά και εισφορές από αναγνώριση χρόνου ασφάλισης, οι οφειλές αυτές δεν μπορεί να υπερβαίνουν το ανώτατο ποσό οφειλής, όπως διαμορφώνονται ανά πρώην φορέα. Όμως, επισημαίνεται ότι το ποσό της οφειλής από ασφαλιστικές εισφορές, επιμεριζόμενο σε μηνιαίες δόσεις, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις, παρακρατείται από το ποσό της οριστικής σύνταξης και όχι από την προσωρινή σύνταξη.
Τέλος, στην εγκύκλιο τονίζεται ότι η χορήγηση προσωρινής σύνταξης αποτελεί προσωρινό μέτρο οικονομικής υποστήριξης των υποψήφιων συνταξιούχων κατά το μεταβατικό στάδιο μεταξύ της επαγγελματικής ζωής και της συνταξιοδότησης, αλλά, σε καμία περίπτωση, δεν είναι επιτρεπτό να αποτελέσει αιτία καθυστέρησης στην απονομή της οριστικής σύνταξης.