«Εκείνη την μέρα δεν είχε γίνει απολύτως τίποτα. Ο κρατικός μηχανισμός δεν λειτούργησε, αλλιώς δεν θα είχε συμβεί το κακό. Δεν θα είχαμε τόσα θύματα…» κατέθεσε με δάκρυα στα μάτια η Θεοδώρα Δρακοπούλου, μητέρα ενός εκ των τριών εποχικών πυροσβεστών που έχασαν τη ζωή τους στη στροφή της Αρτέμιδας τα ξημερώματα της 24ης Αυγούστου 2007 στην δίκη που συνεχίζεται στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Πατρών.
«Ήταν εποχικός δασοπυροσβέστης επτά ολόκληρα χρόνια. Είχε εμπειρία στις δασικές πυρκαγιές, αλλά δεν είχαν ποτέ έναν μόνιμο πυροσβέστη. Αυτό ήταν και το παράπονό του. Εγώ του έλεγα να μην ξαναπάει, αλλά αυτός αγαπούσε πολύ τη δουλειά του…», ανέφερε στο Δικαστήριο, εμφανώς φορτισμένη, η μητέρα του, η οποία εκείνη την μοιραία νύχτα είχε επικοινωνήσει τηλεφωνικά με τον γιο της και την ενημέρωσε πως θα μετέβαινε στο συμβάν στο Παλαιοχώρι, κατ’ εντολήν του προϊσταμένου του Πυροσβεστικού Κλιμακίου.
Ήταν η τελευταία φορά που επικοινώνησε με το γιο της…
Σύμφωνα με το PatrasTimes στην κατάθεσή της, στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δήλωσε, απευθυνόμενη στους κατηγορούμενους: «Σέβομαι τους πάντες, δεν έχω απολύτως τίποτα με κανέναν», αλλά άφησε να διαφανεί η πικρία της, καθώς -όπως είπε- οι υπεύθυνοι της Πυροσβεστικής δεν αναζήτησαν τους εποχικούς δασοπυροσβέστες, το μοιραίο πλήρωμα Η42, τα μέλη του οποίου κάηκαν την ώρα του καθήκοντος…
Στο ίδιο σημείο, μέσα στο όχημα της άτυχης Αθανασίας Παρασκευοπούλου, στο οποίο επέβαιναν τα τέσσερα παιδιά της και η πεθερά της, επιβιβάστηκε και μια ηλικιωμένη, με τα δύο ανήλικα εγγονάκια της, που είχαν πάει στο χωριό για διακοπές και έμελλε να βρουν φρικτό θάνατο…
Συγκλονιστικές ήταν και οι καταθέσεις των Παναγιώτη και Ευστάθιου Αλεξανδρόπουλου, οι οποίοι έχασαν τα παιδιά τους και την μητέρα τους, στη μοιραία στροφή της Αρτέμιδας. «Η μητέρα μας πήρε τα πιτσιρίκια και έφυγε με τα πόδια από το χωριό. Έκανε 1,5 χιλιόμετρο και μετά επιβιβάστηκε μαζί με τα εγγονάκια της στο όχημα της συζύγου του Γ. Παρασκευόπουλου. Θα την παρακάλεσε να την πάρει μαζί της, καθώς είχε τρομοκρατηθεί από τη φωτιά. Μπήκαν μέσα για να γλιτώσουν, αλλά δυστυχώς…», ανέφεραν στις καταθέσεις τους τα δύο αδέλφια, περιγράφοντας εικόνες παγώνουν το αίμα.
«Πήγα στο σημείο την επόμενη μέρα, στις 3 το πρωί, είδα τη μάνα με το κοριτσάκι αγκαλίτσα, τον πυροσβέστη πιο δίπλα. Σώθηκαν μόνον δύο άτομα…», είπε ο Στάθης Αλεξανδρόπουλος, επιρρίπτοντας ευθύνες για αυτήν την τραγωδία σ’ όλους τους αρμοδίους.
«Ο πρόεδρος της Αρτέμιδας κοιμόταν. Εάν ήταν ενήμερος για την επικινδυνότητα της κατάστασης, θα είχε ενημερώσει τους κατοίκους, θα είχε χτυπήσει την καμπάνα του χωριού, θα είχε μαζέψει τους κατοίκους στην πλατεία και θα είχαν σωθεί», προσέθεσε.
Ευθύνες επέρριψε και στον πυροφύλακα της Μίνθης, λέγοντας ότι «είχε μεγάλη ορατότητα περιμετρικά από το φυλάκιο και θα έπρεπε να δει την φωτιά στο Παλαιοχώρι και να ενημερώσει εγκαίρως. Όφειλε να κάνει κύκλους γύρω από το κτίσμα και να ελέγχει την περιοχή. Εάν το έκανε θα είχε δει τη φωτιά και θα είχαν γλιτώσει οι άνθρωποί μας», ενώ παραδέχθηκε πως το πυροφυλάκιο ήταν ερειπωμένο πριν τις φωτιές, ενώ δεν υπήρξε πρόσβαση στον εξώστη.
Αίσθηση πάντως προκάλεσε η κατάθεση του μάρτυρα, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι περιπολικό της Αστυνομίας μετέβη στην Αρτέμιδα, ενημερώνοντας τους κατοίκους για την εκκένωση του χωριού, χωρίς όμως να τους υποδείξουν από ποιόν δρόμο να φύγουν. Έτσι, οι κάτοικοι κατευθυνόμενοι προς τη Ζαχάρω εγκλωβίστηκαν από τις φλόγες, με τραγική κατάληψη…
Οι συνήγοροι υπεράσπισης των κατηγορουμένων επικεντρώθηκαν στην «αιφνίδια, αυθαίρετη και εγκληματική», όπως είπαν, παρέμβαση της Αστυνομίας, τονίζοντας πως η Νομαρχία Ηλείας δεν είχε δώσει εντολή για εκκένωση του χωριού, διότι αφενός μεν η νομοθεσία δεν το προέβλεπε, αφετέρου δε δεν προβλεπόταν σχετικός σχεδιασμός. Επίσης, οι συνήγοροι υπεράσπισης προσπάθησαν να καταδείξουν μέσα από τις ερωτήσεις τους ότι οι ισχυρισμοί των συγγενών των θυμάτων που παρίστανται ως πολιτική αγωγή δεν ευσταθούν, καθώς -όπως υποστηρίζουν – έγιναν όλα όσα προβλέπονταν από το θεσμικό τους πλαίσιο, προασπιζόμενοι την αθωότητα των εντολέων τους.