Λεπτομέρειες για την επιχειρησιακή δράση της «17 Νοέμβρη» αλλά και την οργανωτική της δομή αποκαλύπτει ο Δημήτρης Κουφοντίνας στο βιβλίο του για τον απολογισμό της πορείας του. Το βιβλίο έχει τον τίτλο «Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη».
Στις σελίδες του βιβλίου περιγράφονται λεπτομέρειες από τις επιχειρήσεις της τρομοκρατικής οργάνωσης και μία σειρά από συμπλοκές με την αστυνομία. Παράλληλα ο Κουφοντίνας δεν παραλείπει να αναλύσει μία πιθανή κυβέρνηση της Αριστεράς σημειώνοντας ωστόσο ότι «ο λαός πρέπει να ξεπεράσει τις πολλαπλά βολεμένες και τακτοποιημένες πολιτικές και συνδικαλιστικές ηγεσίες, να ξεπεράσει κάθε ελπίδα στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες που ανακυκλώνουν φθαρμένους και διεφθαρμένους πολιτικούς, να ξεπεράσει κάθε πίστη σε διακηρύξεις ειρηνικών και καθωσπρέπει αλλαγών, να μην περιμένει καμία λύση απ’ τους επίσημους θεσμούς».
Απόσπασμα από το βιβλίο όπως αποκάλυψε το news247:
“Εκείνο το βράδυ στα Σεπόλια έγιναν πολλές αναποδιές. Ήμασταν τέσσερις, είχαμε επισημάνει μια καμιονέτα. Στην οδό Αυλώνος, όπως κατεβαίναμε από τη Ρόδου.
Τα δύο περιπολικά είχαν κατεβεί από την οδό Ρόδου. Το πρώτο προσπέρασε τη γωνία με την Αυλώνος, ύστερα έκανε όπισθεν. Πετάχτηκε ένας, ο καουμπόης. Με προτεταμένο το περίστροφο και την αλαζονεία της εξουσίας διέταξε “Ψηλά τα χέρια”.
Λάθος πόρτα χτύπησε. Βουτήξαμε πίσω από τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Ανταλλάξαμε πυροβολισμούς. Ο καουμπόης καλύφθηκε. Νομίζω τον πήρε μια σφαίρα. Αργότερα, μετά τους πυροβολισμούς του εναντίον μου. Καλύφθηκαν και οι άλλοι από τα δύο περιπολικά που κατέβηκαν τη Ρόδου. Ρίχναμε αραιά πυρά – δεν είχαμε πολλές σφαίρες. Μία μία, να τους κρατάμε καθηλωμένους όσο αποχωρούσαμε.
Υποχωρούσαμε στην Αυλώνος. Πήρα μια χειροβομβίδα από ένα σύντροφο. Την πέταξα πίσω από τους οχυρωμένους αστυνομικούς. Πάνω που είχαν ξεθαρρέψει και έβγαιναν από το καβούκι τους. Λούφαξαν ξανά. Ο ένας από αυτούς είχε βγει στη μέση του δρόμου με το αυτόματο, έτοιμος να ρίξει. Θα μας χτυπούσε, θα χτυπούσε και το συγκεντρωμένο κόσμο πίσω μας. Έριξα τη χειροβομβίδα εκεί, για να λουφάξει. Ανάμεσά τους. Εκεί δεν υπήρχε κόσμος, δεν κινδύνευε κανένας, μόνο οι αστυνομικοί τραυματίστηκαν, τρόμαξαν, κρύφτηκαν. Υποχωρήσαμε στην Αυλώνος, προς Αθήνα. Πολλά αυτοκίνητα είχαν σταματήσει, έκλειναν το δρόμο. Μπροστά ήταν ένα παλιό ταξί. Βγάλαμε τον πελάτη του. Βγάλαμε τον ταξιτζή. “Μια στιγμή να πάρω τις εισπράξεις”, “Καλά, πάρ’ τες”.
Οι αστυνομικοί από τη μεριά της Ρόδου πήγαν να ξεμυτίσουν. Τους φώναξα “Ρίχνω κι άλλη χειροβομβίδα”. Ξαναλούφαξαν. Πρώτος αυτός με το αυτόματο.
Ένα –τρίτο ή τέταρτο;– περιπολικό ήρθε στην Αυλώνος από τη μεριά της Αθήνας. Μπλοκαρίστηκε από τα σταματημένα αυτοκίνητα. Κατέβηκαν, μας έριχναν από πίσω, από δυο τρία μέτρα απόσταση. Ανταποδώσαμε τα πυρά. Ξεκίνησα αργά, έστριψα αριστερά, στη Χρηστομάνου, ξανά αριστερά στη Δυρραχίου, ξανά αριστερά, πήρα την Αγίου Μελετίου. Ακούσαμε σειρήνα πίσω μας. Είπα να πετάξουν χειροβομβίδες. Δεν μας κυνηγούσαν, μετέφεραν τους τραυματίες τους. Όταν άκουσαν τις εκρήξεις, εξαφανίστηκαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα.”