Στις 12 Δεκεμβρίου 2023 ολοκληρώθηκαν στο Ντουμπάι οι εργασίες της Διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή 2023 (COP28).
Στις 13ήμερες εργασίες της συμμετείχαν περίπου 80.000 σύνεδροι (!!!), από την UNFCCC (Ηνωμένα Έθνη), τα Κράτη-μέλη του, διεθνείς οργανισμούς, επιχειρήσεις, επιστημονικές και επαγγελματικές ενώσεις, λομπίστες, μεμονωμένοι ενδιαφερόμενοι, δημοσιογράφοι κλπ.
Κυριολεκτικά στο πάρα πέντε η Διάσκεψη απέφυγε το ναυάγιο και κατέληξε σε μια συμβιβαστική συμφωνία σε ότι αφορά στο μελλοντικό ενεργειακό μίγμα και ειδικότερα τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, την ενεργειακή απόδοση, το ρόλο των ορυκτών καυσίμων στην άνοδο της θερμοκρασίας του πλανήτη, τη σταδιακή μείωση της χρήσης αυτών των καυσίμων και την ανάγκη γρηγορότερης αξιοποίησης όλων των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας.
Παρά τις θριαμβολογίες και τους βαρύγδουπους χαρακτηρισμούς πολλών μερών, αλλά και τις δηλώσεις απογοήτευσης άλλων για το αποτέλεσμα της Διάσκεψης, οι πρακτικές συνέπειες της συμφωνίας μένει να αποτιμηθούν από τον ιστορικό του μέλλοντος.
Προσωπικά πιστεύω ότι η συμφωνία συνιστά ένα είδος συμψηφιστικού ρεαλισμού των διαφορετικών και αντικρουόμενων απόψεων και συμφερόντων που υφίστανται.
Μερικές βασικές αλήθειες για την ενέργεια και το κλίμα
Ας επιστρέψουμε όμως στην κανονικότητα της γεμάτης από αντιθέσεις και παραδοξότητες ενεργειακής εποχής μας, τις ψευδαισθήσεις ότι η πράσινη μετάβαση προχωρά, αλλά τα επίσημα στοιχεία και η καθημερινότητα να το διαψεύδει και ας δούμε κάποιες βασικές αλήθειες και πραγματικότητες, χωρίς προκαταλήψεις, ιδεοληψίες και σκοπιμότητες.
Πραγματικότητα πρώτη: Η κλιματική αλλαγή είναι παρούσα και οι συνέπειές της γίνονται ολοένα και πιο ορατές από όλους.
Απαιτούνται λοιπόν δράσεις σε εθνικό και διακρατικό επίπεδο, καθώς και στοχευμένα μέτρα σε όλους τους τομείς της οικονομικής και κοινωνικής ζωή για την αντιμετώπιση των επιπτώσεών της.
Για να υπάρξει ελπίδα σωτηρίας του πλανήτη και διατήρηση όλων των ειδών της έμβιας ζωής πάνω σ’ αυτόν.
Πραγματικότητα δεύτερη: Η παγκόσμια οικονομία και οι κοινωνικές δραστηριότητες βασίζονται επί του παρόντος κατά 75% περίπου στα ορυκτά καύσιμα, είτε αυτό είναι αρεστό, είτε όχι.
Η πραγματικότητα αυτή δεν πρόκειται να αλλάξει ούτε σε μια νύχτα, ούτε σε ένα χρόνο.
Μπορεί να αλλάξει μόνο σταδιακά και σε ορίζοντα 2 δεκαετιών τουλάχιστον.
Τυχόν αποφάσεις για μια γρηγορότερη απαλλαγή από τα ορυκτά καύσιμα, πέραν της αμφίβολης αποτελεσματικότητάς της, θα επέφεραν και ένα δυσβάστακτο, αν όχι καταστρεπτικό κόστος για την κοινωνία και την οικονομία.
Η πραγματικότητα αυτή θα πρέπει να γίνει κατανοητή και στη χώρα μας, για να μην προστεθούν νέα προβλήματα στους καταναλωτές που το εισόδημά τους δοκιμάζεται σκληρά τα τελευταία 15 χρόνια, αλλά και στο ήδη χειμαζόμενο παραγωγικό δυναμικό της.
Πραγματικότητα τρίτη: Η ενέργεια ευθύνεται άμεσα ή έμμεσα για το μεγαλύτερο μέρος των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου (πάνω από 75%), όπως προκύπτει και από το πιο κάτω διάγραμμα του μη κερδοσκοπικού οργανισμού CLIMATE CENTRAL (στοιχεία 2019).
Ορθά λοιπόν βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής των αρμοδίων για λήψη μέτρων δραστικού περιορισμού τους.
Επειδή δε το μισό περίπου από τις πιο πάνω εκπομπές προέρχεται από την ηλεκτροπαραγωγή, δεν είναι παρήγορο και όχι τυχαίο το γεγονός ότι τις τελευταίες δεκαετίες έχουν αναπτυχθεί τεχνολογίες αξιοποίησης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας για την επίτευξη του σκοπού αυτού (κυρίως ανεμογεννήτριες και φωτοβολταϊκά).
Πραγματικότητα τέταρτη: Τα τελευταία χρόνια καλλιεργείται συστηματικά από κάποιες πλευρές μια ισοπεδωτική αντίθεση κατά όλων αδιακρίτως των ορυκτών καυσίμων, δαιμονοποιώντας τα εξίσου και διαστρεβλώνοντας τα επιστημονικά δεδομένα, που πιστοποιούν ότι δεν ρυπαίνουν όλα το ίδιο.
Για παράδειγμα κατά την καύση του λιθάνθρακα υπάρχουν σχεδόν διπλάσιες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου σε σύγκριση με την καύση του φυσικού αερίου.
Ξεχνούν ακόμη ότι και με τα επίσημα στοιχεία διεθνών οργανισμών αποδεικνύεται ότι μέχρι και σήμερα ο λιθάνθρακας και το πετρέλαιο ευθύνονται για πάνω από το 70% των παγκόσμιων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, όπως συνάγεται και από το πιο κάτω διάγραμμα του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (στοιχεία 2023).
Στο επίπεδο λοιπόν των πολιτικών επιλογών για μια αποτελεσματική διαχείριση των εκπομπών και του σχεδιασμού μιας ομαλής ενεργειακής μετάβασης, θα ήταν εύλογο να αναμένει κανείς μαζί με την έγκαιρη προώθηση των αναγκαίων νομοθετικών, κοινωνικών, τεχνικών και οικονομικών μέτρων και κινήτρων για επέκταση της χρήσης των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας, να επιλέγεται πρωτίστως ως μεταβατική λύση η υποκατάσταση των πιο ρυπογόνων μορφών ενέργειας από λιγότερο ρυπογόνες (πχ υποκατάσταση πετρελαίου και στερών καυσίμων από φυσικό αέριο).
Επιπρόσθετα, να εφαρμόζονται και να μην δαιμονοποιούνται λύσεις όπως πχ η δέσμευση και αποθήκευση του διοξειδίου του άνθρακα (CCUS), που μπορούν επίσης να συμβάλλουν στη μείωση των εκπομπών στην ατμόσφαιρα.
Αυτό εξάλλου είναι και το πνεύμα της συμφωνίας της COP28.
Ας μην διαφεύγει ακόμη της προσοχής ότι η μεταβατική χρήση του φυσικού αερίου, σε συνδυασμό και με τεχνολογικές λύσεις CCUS θα διευκολύνουν μελλοντικά και την μετάβαση στην εκτεταμένη χρήση ανανεώσιμων αερίων καυσίμων όπως πχ το υδρογόνο, το βιομεθάνιο, το bio-LNG κλπ.
Κατ’ αυτήν την έννοια ήταν μάλλον άστοχη ή τουλάχιστον άκαιρη η πρόσφατη απόφαση της Ελληνικής Κυβέρνησης να καταργηθεί η υποχρέωση κατασκευής εσωτερικών εγκαταστάσεων στα νεόδμητα κτίρια, σε μια περίοδο που όλη την Ευρώπη (και στη χώρα μας) κατασκευάζονται σωρηδόν τερματικοί σταθμοί LNG και νέοι αγωγοί μεταφοράς αερίου, αλλά και υπογράφονται συμβόλαια προμήθειας LNG διάρκειας μέχρι και 27 χρόνια.
Απλά γιατί οι ενεργειακές επιχειρήσεις βλέπουν την ενεργειακή μετάβαση να έχει αυτόν τον ορίζοντα.
Πραγματικότητα πέμπτη: Είναι μεν αυτονόητο, αλλά πολλές φορές διαφεύγει ή συσκοτίζεται το γεγονός ότι δεν ευθύνονται εξίσου όλες οι χώρες για τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου.
Υπάρχουν χώρες που λόγω του πληθυσμού τους και της οικονομικής τους ανάπτυξης ρυπαίνουν πολύ περισσότερο από άλλες μικρές και λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες.
Είναι χαρακτηριστικό ότι 10 μόλις χώρες (κατά σειρά ρύπανσης Κίνα, ΗΠΑ, Ινδία, ΕΕ (συνολικά), Ρωσία, Ιαπωνία, Βραζιλία, Ινδονησία, Ιράν και Καναδάς) ευθύνονται αθροιστικά για το 68% των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
Ακόμη και εντός της ΕΕ η Γερμανία για παράδειγμα έχει 10 φορές περισσότερες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου από ότι έχει η Ελλάδα (στοιχεία 2023).
Οι ευθύνες λοιπόν σε ό,τι αφορά στις εκπομπές ρύπων είναι ανόμοιες και για το λόγο αυτό δεν είναι λογικό να ζητούνται ή και να επιβάλλονται οριζόντια μέτρα με ισοβαρείς οικονομικές επιπτώσεις για όλες τις χώρες, ανεξαρτήτως του μεγέθους τους, της οικονομικής τους ανάπτυξης και των άλλων ιδιαιτεροτήτων τους, γιατί κατ’ αυτόν τον τρόπο απλά τα μέτρα συμβάλλουν στην περαιτέρω επιδείνωση των κοινωνικών οικονομικών δεικτών και των ανισοτήτων των πιο αδύναμων χωρών.
Είναι δε απολύτως παράλογο και δυσεξήγητο με οικονομικούς, κοινωνικούς και εθνικούς όρους, κάποιες αδύναμες και υπερχρεωμένες χώρες (όπως είναι και η χώρα μας) να επιλέγουν να μην αξιοποιήσουν τις εγχώριες πλουτοπαραγωγικές τους πηγές (πχ την εκμετάλλευση εγχώριων υδρογονανθράκων όσο είναι ακόμη καιρός).
Πραγματικότητα έκτη: Το θέμα που αφορά τη στοχαστικότητα των ΑΠΕ (τουλάχιστον μέχρι να αναπτυχθούν επαρκώς συστήματα αποθήκευσης ενέργειας) είναι γνωστό.
Για να μπορεί να υπάρξει αξιόπιστη παροχής ρεύματος στους καταναλωτές όλων των κατηγοριών, χρειάζεται επί του παρόντος να υπάρχει δυνατότητα back-up ηλεκτροπαραγωγής με αέριο, ανεξάρτητα αν το αέριο είναι ορυκτής ή ανανεώσιμης προέλευσης.
Οι καταναλωτές θα πληρώσουν γι’ αυτήν την υπηρεσία σε κάθε περίπτωση, άρα τους ενδιαφέρει αν υπάρχει διαθέσιμο αέριο για back-up σκοπό και πόσο αυτό κοστίζει.
Οι πολέμιοι του φυσικού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή δεν πρέπει να ξεχνούν ότι επί του παρόντος δεν υπάρχει διαθεσιμότητα εναλλακτικών ανανεώσιμων αερίων καυσίμων (βιομεθάνιο, RNG, bio-CNG, πράσινο υδρογόνο κλπ.) ή και αν υπάρχει το κόστος τους είναι σημαντικά υψηλότερο.
Επίσης, οι ακραιφνείς υποστηρικτές των ηλεκτρικών συστημάτων θέρμανσης στα σπίτια, τα νοσοκομεία και τα άλλα δημόσια και ιδιωτικά κτίρια, δεν πρέπει να ξεχνούν ότι η βασική ανάγκη της θέρμανσης δεν μπορεί να καλυφθεί στις περιπτώσεις που η ηλεκτροπαραγωγή από ΑΠΕ δεν μπορεί (λόγω καιρικών συνθηκών) να ανταποκριθεί.
Πραγματικότητα έβδομη: τη στιγμή που η αγωνία για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής κορυφώνεται, διεθνείς οργανισμοί και κυβερνήσεις υποκριτικά ξεχνούν ένα από τα βασικά όπλα για τον περιορισμό της συγκέντρωσης διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα, που αποδεδειγμένα θεωρείται ο βασικός υπαίτιος για την υπερθέρμανση του πλανήτη.
Το όπλο αυτό δεν είναι άλλο από την αναδάσωση και την επέκταση των δασικών περιοχών σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη.
Τα δένδρα απορροφούν διοξείδιο του άνθρακα και απελευθερώνουν οξυγόνο (κύκλος του άνθρακα) και για το λόγο αυτό η αύξηση δασικών εκτάσεων θα μπορούσε να συμβάλλει αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση της υπερθέρμανσης του πλανήτη.
Αντίθετα, με βάση στοιχεία των Ηνωμένων Εθνών εκτιμάται ότι ανθρωπογενείς δραστηριότητες και πυρκαγιές μειώνουν κατά 100 εκατομμύρια στρέμματα τα δάση στον πλανήτη μας κάθε χρόνο (!!!).
Ας σημειωθεί δε ότι τα νεαρά δένδρα έχουν την ικανότητα να δεσμεύουν περισσότερο διοξείδιο του άνθρακα, ενώ δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι τα δάση προσφέρουν και άλλες ευεργετικές φυσικές υπηρεσίες όπως η ενίσχυση της βιοποικιλότητας, η βελτίωση της ποιότητας του αέρα, ο εμπλουτισμός της γονιμότητας του εδάφους, η προστασία από πλημύρες κλπ.
Δυστυχώς τυπικό παράδειγμα αδιαφορίας για το ρόλο των δασών αποτελεί και η χώρα μας, όπου κάθε χρόνο πυρκαγιές και (παράνομες ή μη) ανθρώπινες δραστηριότητες αποψιλώνουν εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα, χωρίς καμία σχεδόν μέριμνα για αναδάσωση, που επαφίεται απλά στη φύση και στις εθελοντικές πρωτοβουλίες.
Συμπέρασμα:
H ενεργειακή μετάβαση προς μια οικονομία ουδέτερου ανθρακικού αποτυπώματος βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη.
Θα είναι όμως σταδιακή και επίπονη και αναγκαστικά θα περάσει μέσα από τη συνύπαρξη παλαιών και νέων, λιγότερο ρυπογόνων, τεχνολογιών, ορυκτών και ανανεώσιμων καυσίμων τις επόμενες δεκαετίες.
Το ενεργειακό κόστος και η ενεργειακή ασφάλεια θα πρέπει πάντα να βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής όσων λαμβάνουν αποφάσεις και μέτρα ενεργειακής/περιβαλλοντικής πολιτικής.
Τα σήματα που πρέπει να εκπέμπουν αυτού του είδους οι πολιτικές αποφάσεις και επιλογές στην κοινωνία και την αγορά οφείλουν να είναι σαφή και καλά μελετημένα σε ότι αφορά στους στόχους, το χρονοδιάγραμμα, το κόστος και τις επιπτώσεις που μπορεί να έχουν. Έτσι μόνον θα αποφευχθούν ενεργειακές κρίσεις και πισωγυρίσματα.
Η παραμέλησή τους πριν λίγα χρόνια οδήγησε σε έλλειψη παραγωγικών upstream επενδύσεων στον τομέα του φυσικού αερίου και LNG, με αποτέλεσμα να προκληθεί ενεργειακή κρίση, η οποία απλά επιδεινώθηκε με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και ό,τι ακολούθησε.
Η αλήθεια λοιπόν είναι ότι η ενέργεια και η μετάβαση σε μια οικονομία κλιματικής ουδετερότητας είναι πολύ σημαντικά θέματα για να επιλέγονται ως πεδία άγονων ιδεολογικών, πολιτικών και κοινωνικών αντιπαραθέσεων, γεωπολιτικών σκοπιμοτήτων και κυνικών συγκρούσεων οικονομικών συμφερόντων. Απαιτείται λογική, ρεαλισμός, επιστημονικές προσεγγίσεις, επίγνωση της πραγματικότητας και των επιπτώσεων που έχουν οι σχετικές επιλογές και αποφάσεις και προπαντός διάθεση για συναινέσεις.