Στον πληθωρισμό της Ευρωζώνης αναφέρθηκε στο πλαίσιο της καθιερωμένης συνέντευξης Τύπου μετά το πέρας της συνεδρίασης για τη νομισματική πολιτική της κεντρικής τράπεζας, η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία επισήμανε ότι η αποκλιμάκωση θα καθυστερήσει περισσότερο από τις αρχικές προβλέψεις.
Παρόλα αυτά σημείωσε πως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εξακολουθεί να παραμένει αισιόδοξη.
Μετά τη συνεδρίαση της ΕΚΤ, που άφησε αμετάβλητη τη νομισματική πολιτική της, η Λαγκάρντ υπεραμύνθηκε της απόφασης της κεντρικής τράπεζας, τονίζοντας ότι η διατήρηση ευνοϊκών χρηματοδοτικών συνθηκών είναι κρίσιμη για να συνεχιστεί η ανάκαμψη της οικονομίας και να αντιμετωπιστεί ο αρνητικός αντίκτυπος της πανδημίας στην πορεία του πληθωρισμού.
Οι παράγοντες που αυξάνουν τον πληθωρισμό
Σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters η Λαγκάρντ ανέφερε ως βασικούς πληθωριστικούς παράγοντες τις τιμές της ενέργειας, τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα που οδηγούν σε ελλείψεις πρώτων υλών και παραγωγικού εξοπλισμού και τα αποτελέσματα βάσης, κυρίως από την περυσινή μείωση των συντελεστών ΦΠΑ στη Γερμανία.
Ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη ανήλθε στο 3,4% τον Σεπτέμβριο και προβλέπεται να αυξηθεί στο 3,7% τον Οκτώβριο, κάτι που έχει δημιουργήσει ερωτηματικά σχετικά με το αν εξακολουθεί να είναι κατάλληλη η πολιτική μεγάλων αγορών ομολόγων από την ΕΚΤ.
Η Λαγκάρντ είπε ότι ο πληθωρισμός ήταν το κύριο θέμα στη συνεδρίαση της ΕΚΤ, σημειώνοντας χαρακτηριστικά: «Συζητήσαμε για τον πληθωρισμό, τον πληθωρισμό, τον πληθωρισμό», είπε χαρακτηριστικά. Πιστεύουμε ότι η ανάλυση μας είναι σωστής και ότι ο πληθωρισμός θα μειωθεί το 2022, πρόσθεσε.
Η ΕΚΤ προέβλεψε τον περασμένο μήνα ότι ο πληθωρισμός θα διαμορφωθεί στο 2,2% σε μέσα επίπεδα το 2022 και ότι θα μειωθεί στο 1,7% το 2022 και στο 1,6% το 2023, αλλά είναι πιθανό να αναθεωρήσει ανοδικά τις προβλέψεις αυτές τον Δεκέμβριο.
Οικονομολόγοι που ρωτήθηκαν από το Reuters αναθεώρησαν επίσης ανοδικά τις προβλέψεις τους στο 2,3% για φέτος, στο 1,8% για το 2022 και στο 1,6% για το 2023.
Οι πληθωριστικές προσδοκίες της αγοράς για την επόμενη δεκαετία έχουν αυξηθεί στο 2% που είναι και ο στόχος της ΕΚΤ για τον πληθωρισμό.
Οι κίνδυνοι για την ανάπτυξη
Η Λαγκάρντ τόνισε ότι η ανάπτυξη της οικονομίας συνεχίσθηκε και στο τρίτο τρίμηνο, αν και με κάπως πιο συγκρατημένο ρυθμό.
Είπε, ακόμη, ότι οι προοπτικές παραμένουν καλές, αλλά θολώνουν από τις ελλείψεις πρώτων υλών, παραγωγικού εξοπλισμού και εργατικού δυναμικού.
«Αν τα προβλήματα στην προσφορά και οι υψηλότερες ενεργειακές τιμές έχουν μεγαλύτερη διάρκεια, μπορεί να επιβραδύνουν την ανάκαμψη.
»Παράλληλα, αν διαρκείς στενότητες οδηγήσουν σε υψηλότερες από τις αναμενόμενες αυξήσεις μισθών ή αν η οικονομία επανέλθει ταχύτερα σε συνθήκες πλήρους δυναμικότητας, οι πιέσεις στις τιμές μπορεί να γίνουν ισχυρότερες», σημείωσε.
Παράλληλα, τόνισε πως «η ανάκαμψη συνεχίζει να εξαρτάται από την πορεία της πανδημίας και την περαιτέρω πρόοδο με τους εμβολιασμούς.
»Θεωρούμε ότι οι κίνδυνοι για τις οικονομικές προοπτικές είναι γενικά ισορροπημένοι.
»Βραχυπρόθεσμα, τα σημεία συμφόρησης στην προσφορά και οι αυξανόμενες τιμές της ενέργειας αποτελούν τους κύριους κινδύνους για τον ρυθμό ανάκαμψης και τις προοπτικές για τον πληθωρισμό».
Οικονομία και τα επιτόκια
«Η οικονομία της Ευρωζώνης συνεχίζει να ανακάμπτει έντονα, αν και η δυναμική έχει μετριαστεί σε κάποιο βαθμό.
»Οι καταναλωτές είναι αισιόδοξοι και οι δαπάνες τους παραμένουν ισχυρές.
»Ωστόσο, οι ελλείψεις υλικών, εξοπλισμού και εργασίας εμποδίζουν την παραγωγή σε ορισμένους τομείς», σημείωσε η κ. Λαγκάρντ.
«Τα επιτόκια της αγοράς έχουν αυξηθεί από την τελευταία μας συνάντηση στις αρχές Σεπτεμβρίου.
»Ωστόσο, οι συνολικές συνθήκες χρηματοδότησης παραμένουν επί του παρόντος ευνοϊκές για τις επιχειρήσεις, τα νοικοκυριά και τον δημόσιο τομέα.
»Οι ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης είναι απαραίτητες για τη συνέχιση της ανάκαμψης της οικονομίας και την αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεων της πανδημίας στην πορεία του πληθωρισμού.
»Συνεχίζουμε να κρίνουμε ότι οι ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης μπορούν να διατηρηθούν με έναν μετρίως χαμηλότερο ρυθμό καθαρών αγορών περιουσιακών στοιχείων στο πλαίσιο του προγράμματος έκτακτης αγοράς πανδημίας (PEPP) σε σχέση με το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους».