Τις τεράστιες απώλειες που προκαλεί στην αγορά, αλλά και στα δημόσια έσοδα το λαθρεμπόριο προεξέχοντος αυτού των αλκοολούχων ποτών, της τάξης των 20 δισ. ευρώ σε διαφυγόντα τζίρο από τις νόμιμες επιχειρήσεις και 6 δισ. ευρώ ετησίως φορολογικά έσοδα από το ελληνικό δημόσιο, επεσήμανε ο πρόεδρος της ΚΕΕ και του ΕΒΕΑ κ. Κωνσταντίνος Μίχαλος στην ομιλία του σε τηλεημερίδα για την παράνομη διακίνηση και διάθεση αλκοολούχων ποτών που διοργάνωσε η Ελληνική Αστυνομία σε συνεργασία με το Συντονιστικό Επιχειρησιακό Κέντρο (ΣΕΚ) της ΑΑΔΕ.
Αναλυτικά η ομιλία έχει ως εξής:
Το παράνομο εμπόριο – στο πλαίσιο του οποίου εντάσσεται και το λαθρεμπόριο αλκοολούχων ποτών – είναι μια από τις μεγάλες μάστιγες της εποχής μας. Ένα πολυδιάστατο πρόβλημα, που πλήττει σοβαρά τις νόμιμες επιχειρήσεις, την απασχόληση και την οικονομία, ενώ δημιουργεί σοβαρούς κινδύνους για την ασφάλεια των καταναλωτών.
Στην Ελλάδα, υπολογίζεται ότι το παράνομο εμπόριο συνολικά – συμπεριλαμβανομένων των καυσίμων, του αλκοόλ και του καπνού – προκαλεί κάθε χρόνο απώλειες της τάξης των 20 δισεκατομμυρίων ευρώ, σε διαφυγόντα τζίρο από την αγορά. Επίσης, στερεί από το κράτος φορολογικά έσοδα άνω των 6 δισεκατομμυρίων ευρώ ετησίως.
Τα Επιμελητήρια της χώρας έχουν αναδείξει επανειλημμένα το θέμα, ζητώντας την αποτελεσματική παρέμβαση της Πολιτείας για την καταπολέμηση του λαθρεμπορίου και της πειρατείας.
Ειδικά το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών αναλαμβάνει συστηματικές πρωτοβουλίες, τα τελευταία δέκα χρόνια.
• Έχουμε εκπονήσει σειρά ερευνών και μελετών.
• Υλοποιούμε δράσεις ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης των καταναλωτών.
• Συμμετέχουμε ενεργά σε προσπάθειες εντοπισμού κυκλωμάτων, σε συνεργασία με τις αρμόδιες διωκτικές αρχές, αλλά και με εταιρίες και ιδιωτικούς ερευνητές.
Αξιοποιώντας τη γνώση που έχει συσσωρευθεί μέχρι τώρα, έχουμε διαμορφώσει και υποβάλει σε διαδοχικές κυβερνήσεις της χώρας, ένα πλέγμα συγκεκριμένων μέτρων.
Αυτό που προκύπτει κυρίως από την εμπειρία μας, είναι η ανάγκη για καλύτερο συντονισμό των σχετικών δράσεων. Ουσιαστικά, για την αντιμετώπιση της διασποράς των αρμοδιοτήτων και των επικαλύψεων μεταξύ δεκάδων υπηρεσιών και φορέων του δημοσίου τομέα.
Ένα θετικό βήμα σε αυτή την κατεύθυνση, ήταν η δημιουργία του Συντονιστικού Επιχειρησιακού Κέντρου της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, για την καταπολέμηση του λαθρεμπορίου προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης.
Έχουμε μάλιστα τη χαρά, όχι μόνο να φιλοξενούμε τη συγκεκριμένη δομή στο ΕΒΕΑ, αλλά και να συνεργαζόμαστε σε μια σειρά από τομείς.
Υπάρχουν σαφώς περισσότερα που πρέπει και μπορούν να γίνουν. Μεταξύ άλλων:
• Περαιτέρω αναβάθμιση και εκσυγχρονισμός της σχετικής νομοθεσίας.
• Εντατικοποίηση της αστυνόμευσης στις περιοχές όπου ανθεί η παράνομη εμπορική δραστηριότητα.
• Ενίσχυση των μέσων και εργαλείων, για την αποτελεσματική άσκηση του έργου των διωκτικών αρχών.
• Επισήμανση καταστημάτων που λειτουργούν χωρίς νόμιμες άδειες.
• Αυστηρή εποπτεία και δικλείδες ενάντια στη διαφθορά και τη συναλλαγή, ανάμεσα σε κυκλώματα και επίορκους κρατικούς λειτουργούς.
• Διαμόρφωση μιας δυναμικής εθνικής εκστρατείας επικοινωνίας, με στόχο την ευαισθητοποίηση του κοινού.
Η ενεργοποίηση των ελεγκτικών μηχανισμών του κράτους ενάντια στην παρανομία, αλλά και στη διαφθορά, πρέπει να είναι ισχυρή και διαρκής. Ώστε να λειτουργεί όχι μόνο κατασταλτικά, αλλά και αποτρεπτικά.
Εξίσου απαραίτητη είναι η δικτύωση και η συνεργασία των αρμόδιων αρχών, σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, για την εξάρθρωση του παράνομου εμπορίου και της νοθείας, ιδιαίτερα σε τομείς κρίσιμους για τη δημόσια υγείας, όπως αυτός των τροφίμων και των ποτών.
Τα Επιμελητήρια θα συνεχίσουν την προσπάθειά τους ενάντια στο παράνομο εμπόριο, σε συνεργασία με την Πολιτεία και τις διωκτικές αρχές, αλλά και με τον επιχειρηματικό κόσμο και τους κοινωνικούς φορείς.
Γιατί – πέρα από το θέμα της καταστολής – καλούμαστε να εργαστούμε και στον τομέα της πρόληψης: σήμερα παραμένει ανησυχητικά υψηλό το ποσοστό των πολιτών, οι οποίοι συνειδητά αγοράζουν προϊόντα παράνομης διακίνησης, είτε αγνοώντας είτε υποβαθμίζοντας τη σοβαρότητα των κινδύνων.
Είναι επίσης πολλές οι περιπτώσεις νόμιμων επιχειρηματιών, οι οποίοι γνωρίζουν για την ύπαρξη παράνομων αποθηκών και παρ’ όλα αυτά διστάζουν να απευθυνθούν στις αρχές.
Αυτή η στάση πρέπει να αλλάξει. Το παράνομο εμπόριο είναι ένα ζήτημα που αγγίζει και αφορά όλους μας.
Όλοι μαζί, λοιπόν, οφείλουμε όχι μόνο να διεκδικήσουμε μέτρα, αλλά και να διευκολύνουμε το έργο των ελεγκτικών αρχών.
Η ευαισθητοποίηση και η κινητοποίηση από όλους απέναντι σε μια πρακτική που απειλεί όλο και περισσότερο την αγορά, την οικονομία και την ασφάλεια του καταναλωτή, δεν αποτελεί πλέον αίτημα. Είναι απόλυτη και άμεση ανάγκη.