Οι νεαρές εργαζόμενες γυναίκες στη Δαμασκό της Συρίας, αρκετές από αυτές φοιτήτριες πανεπιστημίου, υφίστανται παρενοχλήσεις και εκμετάλλευση στους χώρους εργασίας. Οι νεαρές γυναίκες στη Συρία, μετά από ένα δεκαετή πόλεμο, αναγκάζονται να εισέλθουν νωρίς στην αγορά εργασίας εξαιτίας της επιδείνωσης των συνθηκών διαβίωσης των οικογενειών τους, όπως μεταδίδει το North Press.
Στις κοινωνίες της Συρίας, οι περισσότερες γυναίκες περνούσαν το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τους στην οικιακή εργασία, ενώ οι φοιτήτριες περίμεναν να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους για να βρουν εργασία σε κρατικά – δημόσια ιδρύματα.
Το 2020 ήταν μια εξαιρετική δύσκολη χρονιά για τη συριακή οικονομία.
Ξεκινώντας από την κατάρρευση της συριακής λίρας (SYP) σε συναλλαγματική ισοτιμία σχεδόν 3.000 SYP έναντι ενός δολαρίου ΗΠΑ, την αναστολή της παραγωγής σε πολλά εργοστάσια, αυξήσεις τιμών και εφαρμογή των κυρώσεων του αμερικανικού «Νόμου του Καίσαρα» στα μέσα Ιουνίου.
Με την εφαρμογή των νέων κυρώσεων ακολούθησε ασφυξία.
Κρίση έλλειψης καυσίμων, ιδίως ντίζελ και βενζίνης, συνεχιζόμενη κρίση ψωμιού και αύξηση των ωρών διακοπής ηλεκτροδότησης.
Αυτή η οικονομική κρίση στα εδάφη υπό κυβερνητικό έλεγχο συνέβαλε στην περαιτέρω επιδείνωση του ήδη χαμηλού βιοτικού επιπέδου μετά από μια δεκαετία πολέμου, αναγκάζοντας τα κορίτσια να αναζητήσουν εργασία σε διάφορες θέσεις και πολλές φορές να αποδεχτούν ακατάλληλες συνθήκες εργασίας.
Οι νεαρές γυναίκες στη Συρία αντιμετωπίζουν μεγάλες προκλήσεις κατά την αναζήτηση ή την έναρξη της εργασίας τους, ελλείψει εγγυήσεων και νόμων που να προστατεύουν τα δικαιώματά τους.
Δίδακτρα
Στις οικογένειες που αδυνατούν να ανταποκριθούν στις ανάγκες τους, τα μέλη τους, κάθε ηλικίας από μαθητές έως γέροντες, αναγκάζονται να αναζητήσουν νέες πηγές εισοδήματος.
Η Σούχα Σαΐφ, φοιτήτρια που εργάζεται σε οδοντιατρείο στη Δαμασκό, δήλωσε ότι λόγω της επιδείνωσης των συνθηκών διαβίωσης της οικογένειάς της, αναγκάστηκε να αναζητήσει δουλειά και με τη βοήθεια των φίλων της κατάφερε να βρει αυτή τη δουλειά.
Η φοιτήτρια ήταν αναγκασμένη να εγκαταλείψει τις σπουδές της λόγω της οικονομικής αδυναμίας της οικογένειάς της.
Παρά τις πολλές ώρες εργασίας, η Σαΐφ πιστεύει ότι η δουλειά της είναι καλή σε σύγκριση με εκείνη της φίλης της, η οποία δέχτηκε να εργαστεί χαμηλόμισθη, δεδομένου ότι οι εργοδότες εκμεταλλεύονται την απεγνωσμένη ανάγκη των κοριτσιών για εργασία και τις πληρώνουν λιγότερα.
Οι εργοδότες στη Συρία προτιμούν να απασχολούν γυναίκες, επειδή δέχονται χαμηλόμισθη εργασία χωρίς δικαιώματα και εγγυήσεις.
Ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών για Ανθρωπιστικές Υποθέσεις, Μαρκ Λόουκοκ, είπε ότι οι τιμές των αγαθών στη Συρία αυξήθηκαν, ακόμη και στα επιδοτούμενα προϊόντα όπως το ψωμί έχει διπλασιαστεί η τιμή, ενώ η τιμή του πετρελαίου ντίζελ έχει υπερδιπλασιαστεί από τον περασμένο Σεπτέμβριο.
Σεξουαλικές εύνοιες
Η Μπατούλ αλ Αγιέντ (ψευδώνυμο), φοιτήτρια στη Σχολή Επιστημών του Πανεπιστημίου της Δαμασκού, λέει ότι ο εργοδότης της απαίτησε να του προσφέρει σεξουαλικές «υπηρεσίες» για να προσληφθεί.
Η Αλ Αγιέντ είπε ότι πήγε σε ένα κατάστημα ηλεκτρονικών υπολογιστών που ζητούσε με αγγελία προσωπικό, αλλά ο εργοδότης τής είπε ότι η μόνη προϋπόθεση για την πρόσληψή της «είναι να πάει μαζί του σε ένα δωμάτιο με κρεβάτι».
Η επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης ώθησε την Ίσρα Φατέχ, κάτοικο της Δαμασκού, να εργαστεί σε ένα υφαντουργείο για να βοηθήσει τα δύο αδέλφια της.
Είπε ότι τα αδέρφια της δεν μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες της οικογένειάς τους.
Η Φατέχ παρενοχλήθηκε από τον ιδιοκτήτη, γεγονός που την οδήγησε να εγκαταλείψει τη δουλειά.
«Η εμφάνισή του ήταν παράξενη και προσπάθησε αρκετές φορές να αγγίξει το χέρι μου, οπότε έπρεπε να σταματήσω… το δικαιολόγησα τότε στην οικογένειά μου λέγοντας ότι ο μισθός ήταν χαμηλός, γιατί εάν γνώριζαν τον πραγματικό λόγο, δεν θα μου επέτρεπαν να δουλέψω ξανά».
Ο Άχμεντ Μπαρνιέ (ψευδώνυμο), δικηγόρος στη Δαμασκό, είπε ότι πολλά κορίτσια υφίστανται σεξουαλική παρενόχληση από εργοδότες, «ειδικά κορίτσια που δεν έχουν αδέρφια ή πατέρες να τα υπερασπιστούν».
Ανέφερε ότι ορισμένοι εργοδότες στοχεύουν ευάλωτες γυναίκες, μαθαίνοντας για αυτές και τις οικογένειές τους για να διασφαλίσουν ότι δεν θα λογοδοτήσουν σε περίπτωση σεξουαλικής παρενόχλησης ή επίθεσης.
Τόνισε ότι «δυστυχώς, η πλειονότητα των θυμάτων σεξουαλικής παρενόχλησης και επιθέσεων δεν αναφέρουν τι συνέβη λόγω κοινωνικών εθίμων και παραδόσεων».
Ο Μπαρνιέ είπε: «Υπάρχουν πολλές που συνεχίζουν να εργάζονται παρά την παρενόχληση λόγω της επείγουσας ανάγκης τους».