Στροφή από την πολιτική λιτότητας σε αναπτυξιακές πολιτικές, ζητεί ο πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδας κ. Κωνσταντίνος Μίχαλος, με υπόμνημα που απέστειλε στον πρωθυπουργό και τους πολιτικούς αρχηγούς των κομμάτων που εκπροσωπούνται στο ελληνικό κοινοβούλιο εν όψει της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης.
Όπως αναφέρει μεταξύ άλλων ο πρόεδρος της ΚΕΕ «τα προβλήματα στην πραγματική οικονομία και στην αγορά παραμένουν και μάλιστα αυξάνονται, καθώς η εμμονή στην πολιτική της εξάλειψης των ελλειμμάτων και της μείωσης του πληθωρισμού που επιβάλλει η Γερμανία στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κατ’ επέκταση και στη χώρα μας, εμποδίζουν την ανάπτυξη και ενισχύουν την ανεργία.
Για να βγει οριστικά η Ελλάδα από την κρίση, αλλά και για να επιστρέψει η ΕΕ σε αναπτυξιακή τροχιά, δεν είναι αρκετή η επίτευξη δημοσιονομικής εξυγίανσης. Απαιτείται μια συνολική αλλαγή της οικονομικής πολιτικής, ώστε να ενισχυθεί η ρευστότητα στην ευρωπαϊκή αγορά, να πραγματοποιηθούν παραγωγικές επενδύσεις.
Το πρόσφατο παράδειγμα της Γαλλίας, με την παραίτηση του υπουργού Οικονομικών, ενισχύει την άποψη ότι η κρίση χτυπά πλέον δυνατά και την καρδιά της Ευρώπης, ως απόρροια της εμμονής της Γερμανίας σε μια πολιτική που εξυπηρετεί τα δικά της συμφέροντα, μετατρέποντας τα ελλείμματα του νότου σε δικά της πλεονάσματα.
Είναι, ίσως, η πλέον κατάλληλη στιγμή η ελληνική κυβέρνηση, ενόψει και της συνάντησης των Παρισίων με τους εκπροσώπους της ΕΕ, της ΕΚΤ και του ΔΝΤ, να θέσει το ζήτημα της αλλαγής πολιτικής, με στροφή από τη σκληρή λιτότητα στην ανάπτυξη μέσω ελάφρυνσης του δημοσίου χρέους, έκδοσης ευρωομολόγων και χαλάρωσης των τραπεζικών κριτηρίων.
Οι δράσεις αυτές, ιδιαίτερα για την Ελλάδα, αλλά και πολλές άλλες χώρες της ΕΕ είναι αναγκαίες για την έξοδο από την κρίση και την επιστροφή στη βιώσιμη ανάπτυξη.
Για να αποφευχθεί ένας νέος δημοσιονομικός εκτροχιασμός στη χώρα μας και – κυρίως – για να αποκατασταθούν οι απώλειες που προκάλεσε η ύφεση, θα απαιτηθεί στα επόμενα χρόνια ένας μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης άνω του 3%.
Η δυναμική και διατηρήσιμη μεσοπρόθεσμα ανάπτυξη που χρειάζεται η χώρα, απαιτεί και την αλλαγή της οικονομικής πολιτικής που εφαρμόζεται στο εσωτερικό με αποφάσεις της ελληνικής κυβέρνησης που δεν εκπορεύονται από τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει έναντι των εταίρων και των δανειστών της.
Απαιτείται η ανάδειξη ενός νέου παραγωγικού υποδείγματος, το οποίο θα εστιάζει στους τομείς των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, στην καινοτομία και στην οικονομία της γνώσης. Κινητήριος μοχλός σε αυτό μοντέλο δεν μπορεί να είναι πλέον το κράτος, αλλά η εξωστρεφής και ανταγωνιστική επιχειρηματικότητα.
Δυστυχώς, η πορεία μετάβασης στο νέο αυτό αναπτυξιακό πρότυπο καθυστερεί χαρακτηριστικά. Η μέχρι τώρα υποχώρηση της ύφεσης έχει στηριχθεί κυρίως στην αύξηση της εξωτερικής ζήτησης για υπηρεσίες, κυρίως στον τομέα του τουρισμού, καθώς και στην ελαφρά ανάκαμψη της ιδιωτικής κατανάλωσης.
Οι εξαγωγές αγαθών, που οφείλουν να πρωταγωνιστήσουν στην αναδιάρθρωση του παραγωγικού μοντέλου της οικονομίας, παραμένουν σε μεγάλο βαθμό καθηλωμένες. Η βιομηχανική παραγωγή δεν ανακτά τη δυναμική της και η επενδυτική δραστηριότητα περιορίζεται.
Τα προβλήματα που εμποδίζουν τον παραγωγικό μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας εξακολουθούν να υφίστανται:
– Το πρόβλημα χρηματοδότησης της οικονομίας παραμένει οξύ.
– Παρά τις επιμέρους βελτιώσεις, το φορολογικό περιβάλλον στην Ελλάδα παραμένει εχθρικό για την επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις.
– Το κόστος της ενέργειας εξακολουθεί να απειλεί όχι μόνο την ανταγωνιστικότητα, αλλά και την ίδια τη βιωσιμότητα της εγχώριας βιομηχανίας.
– Παρά τα θετικά βήματα που έγιναν, οι μεταρρυθμίσεις στους τομείς της δημόσιας διοίκησης και της απονομής δικαιοσύνης δεν έχουν προχωρήσει όσο θα έπρεπε.
– Η φοροδιαφυγή και η εισφοροδιαφυγή συνεχίζουν να πρωταγωνιστούν.
Είναι πολλά αυτά που πρέπει ακόμη να γίνουν, πολλά που πρέπει ακόμη να αλλάξουν για να διασφαλίσουμε ότι η κρίση θα περάσει και θα μείνει οριστικά στο παρελθόν».