Για την συνεισφορά στην ανάπτυξη της λεγόμενης 4ης βιομηχανικής επανάστασης, που συνίσταται στη σύγκλιση της βιομηχανικής δραστηριότητας, της τεχνολογίας, της πληροφορικής, του αυτοματισμού και του λογισμικού, αναφέρθηκε ο πρόεδρος της ΚΕΕ και του ΕΒΕΑ κ. Κωνσταντίνος Μίχαλος, στην ομιλία του στην εκδήλωση του τομέα Οικονομίας του ΣΥΡΙΖΑ με θέμα «Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΣΤΗΝ 4η ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ: ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟ ΟΡΑΜΑ ΚΑΙ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ ΜΕΤΑΒAΣΗΣ».
Η τοποθέτηση του Κ. Μίχαλου:
Είναι αλήθεια ότι τα τελευταία χρόνια οι εξελίξεις στην τεχνολογία και την επιστήμη κινητοποιούν επαναστατικές αλλαγές στην οικονομία, στην εργασία, αλλά και στην καθημερινή μας ζωή.
Ειδικά όσον αφορά τα μέσα και τις μεθόδους παραγωγής, τεχνολογίες όπως το Διαδίκτυο των Πραγμάτων, η Τεχνητή Νοημοσύνη και η Ρομποτική, η Εικονική Πραγματικότητα, οι Αλγόριθμοι και τα Μεγάλα Δεδομένα, έχουν δημιουργήσει πραγματικά έναν νέο κόσμο δυνατοτήτων.
Η αναφερόμενη συχνά ως Βιομηχανία 4.0 στηρίζεται πρακτικά στη σύγκλιση της βιομηχανικής δραστηριότητας, της τεχνολογίας, της πληροφορικής, του αυτοματισμού και του λογισμικού.
Ο ψηφιακός και τεχνολογικός μετασχηματισμός της βιομηχανικής παραγωγής αναμένεται ότι θα αποφέρει σημαντικά οφέλη για τις επιχειρήσεις, σε επίπεδο κόστους και αποδοτικότητας, αλλά και για τις οικονομίες σε επίπεδο παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας των προϊόντων τους.
Οι επιχειρήσεις και οι οικονομίες που θα μείνουν πίσω, κινδυνεύουν όλο και περισσότερο να αποδυναμωθούν ή να ακυρωθούν από τον ανταγωνισμό.
Για την Ελλάδα και για τις ελληνικές επιχειρήσεις, η μετάβαση στο νέο αυτό μοντέλο αποτελεί ζήτημα επιβίωσης.
Είναι σημαντικό προαπαιτούμενο, προκειμένου να διαμορφώσουμε ένα βιώσιμο αναπτυξιακό υπόδειγμα, στηριγμένο στην παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων και ανταγωνιστικών προϊόντων και υπηρεσιών.
Είναι προαπαιτούμενο, προκειμένου να συμβαδίσουμε με τις υπόλοιπες χώρες που ήδη προχωρούν με γοργά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση.
Ουσιαστικά, η 4η Βιομηχανική Επανάσταση είναι ένα «τραίνο» που δεν έχουμε την πολυτέλεια να χάσουμε.
Για να το προλάβουμε έγκαιρα, θα πρέπει να εφαρμόσουμε μια ολοκληρωμένη, συνεκτική εθνική στρατηγική.
Μια στρατηγική που θα καλύπτει όλες τις παραμέτρους της μετάβασης και θα συνδυάζει τις γνώσεις και τις δυνάμεις όλων των εμπλεκόμενων: των επιχειρήσεων, της επιστημονικής κοινότητας, της Πολιτείας, των κοινωνικών εταίρων.
Στο πλαίσιο αυτό, αναδεικνύονται συγκεκριμένα πεδία προτεραιότητας.
Το πρώτο αφορά τη δραστική αύξηση των τεχνολογικών επενδύσεων από τις ελληνικές επιχειρήσεις.
Είναι γεγονός ότι η έναρξη της 4ης βιομηχανικής επανάστασης βρήκε την Ελλάδα να παλεύει ενάντια στη χειρότερη οικονομική κρίση της μεταπολεμικής ιστορίας της.
Μέσα σε αυτό το αντίξοο περιβάλλον, η ελληνική βιομηχανία άντεξε.
Συνέχισε να επενδύει, συνέχισε να δημιουργεί θέσεις εργασίας, συνέχισε να στηρίζει τις εξαγωγές της χώρας.
Σήμερα, όλο και περισσότερες επιχειρήσεις επιχειρούν να ενσωματώσουν τις ψηφιακές τεχνολογίες στην παραγωγή τους, υλοποιώντας μεγάλα ή μικρότερα έργα.
Επιπλέον, ένα από τα πιο αισιόδοξα μηνύματα στη διάρκεια της κρίσης, ήταν η ανάδειξη ενός δυναμικού οικοσυστήματος νεοφυών επιχειρήσεων, οι οποίες έχουν την καινοτομία και τις ψηφιακές τεχνολογίες στο DNA τους.
Παρ’ όλα αυτά, θα έλεγα ότι είμαστε ακόμα σε αρχικό στάδιο.
Χρειάζεται ακόμη πολλή προσπάθεια και μεγάλες επενδύσεις, ώστε οι τεχνολογίες που αξιοποιούν οι ελληνικές επιχειρήσεις να συμβαδίσουν με τις απαιτήσεις της 4ης βιομηχανικής επανάστασης.
Αυτό σημαίνει ότι χρειάζονται στοχευμένα κίνητρα προς τις επιχειρήσεις, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη των κατάλληλων χρηματοδοτικών εργαλείων.
Χρειάζονται συγκεκριμένα μέτρα, για να ενθαρρύνουμε νέες επενδύσεις σε υψηλή τεχνολογία, σε λύσεις και εφαρμογές θα επιταχύνουν τον μετασχηματισμό των ελληνικών μεταποιητικών επιχειρήσεων σε «έξυπνα» εργοστάσια.
Εξίσου σημαντικό ζητούμενο είναι η επένδυση στο «τρίγωνο της γνώσης», δηλαδή στην αποτελεσματική διασύνδεση της έρευνας, της εκπαίδευσης και της καινοτομίας.
Σήμερα, στα πανεπιστήμια της χώρας αναπτύσσεται σημαντική ερευνητική δραστηριότητα, με αποτελέσματα υψηλού επιπέδου.
Ωστόσο, η σύνδεση μεταξύ των φορέων που παράγουν τη γνώση και των φορέων που την εφαρμόζουν – ενσωματώνοντάς τη σε προϊόντα και υπηρεσίες – είναι εξαιρετικά περιορισμένη.
Αυτή η ασυνέχεια αποτελεί πανευρωπαϊκό φαινόμενο, ωστόσο στην Ελλάδα ισχύει σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό.
Για να την αντιμετωπίσουμε, χρειάζεται στενότερη συνεργασία του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα, με σκοπό την αύξηση των πόρων που διατίθενται για έρευνα, αλλά και ένα πλαίσιο ανώτατης εκπαίδευσης, το οποίο δεν θα είναι αποκομμένο από τον κόσμο της παραγωγής.
Είναι, επίσης, σημαντικό να εστιάσουμε στη δημιουργία κόμβων καινοτομίας στην Αθήνα, αλλά και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας, ώστε να διευκολυνθεί η προσέγγιση των ερευνητών και των επιχειρήσεων.
Άφησα για το τέλος, ένα θέμα που επίσης προκύπτει και πρέπει να αντιμετωπιστεί κατάλληλα. Κι αυτό δεν είναι άλλο από τις αλλαγές που φέρνει η νέα πραγματικότητα, ως προς το περιεχόμενο και την οργάνωση της εργασίας.
Σύμφωνα με μελέτη του McKinsey Global Institute, στο μέλλον 6 από τα 10 τρέχοντα επαγγέλματα θα δουν πάνω από το 30% των δραστηριοτήτων τους να αυτοματοποιείται με την υιοθέτηση των νέων τεχνολογιών.
Εκτιμάται δε ότι 20% του παγκόσμιου εργατικού δυναμικού θα επηρεαστεί από την υιοθέτηση της τεχνητής νοημοσύνης και της αυτοματοποίησης.
Περίπου 400-800 εκατομμύρια εργαζόμενοι θα αντικατασταθούν από ρομπότ σε όλο τον κόσμο, ενώ περισσότεροι από τους μισούς εργαζόμενους θα χρειαστούν επανεκπαίδευση και αναβάθμιση των δεξιοτήτων τους.
Βεβαίως, καθώς θα περιορίζονται οι θέσεις εργασίας σε παραδοσιακά αντικείμενα, θα δημιουργούνται και νέα επαγγέλματα και ειδικότητες.
Για παράδειγμα, οπτικοί σχεδιαστές, big data specialists κ.ά.
Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι διπλό. Αφενός να περιορίσουμε τον κίνδυνο ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας να μείνει χωρίς αντικείμενο εργασίας.
Αφετέρου, να διασφαλίσουμε ότι η χώρα και οι επιχειρήσεις θα έχουν ανθρώπινο δυναμικό με τις κατάλληλες δεξιότητες, για να υποστηρίξει τη μετάβαση στο νέο μοντέλο.
Το κλειδί για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, είναι η επένδυση στην εκπαίδευση, στην κατάρτιση, στην αναβάθμιση ή τη συμπλήρωση των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού.
Στην επανειδίκευση των εργαζομένων, ώστε να μπορούν να αναλάβουν νέους ρόλους και καθήκοντα.
Σε αυτή την προσπάθεια έχουμε σημαντικό έδαφος να καλύψουμε.
Σήμερα, η Ελλάδα υστερεί σημαντικά σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως προς το επίπεδο των ψηφιακών δεξιοτήτων που διαθέτουν οι εργαζόμενοί της.
Ταυτόχρονα, η έλλειψη κατάλληλα καταρτισμένου ανθρώπινου δυναμικού αναδεικνύεται από έρευνες, ως ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις.
Αυτό δείχνει, αν μη τι άλλο, ότι υπάρχει ένα χάσμα μεταξύ του συστήματος εκπαίδευσης και κατάρτισης και των αναγκών της αγοράς εργασίας.
Ένα χάσμα, που οφείλουμε να καλύψουμε, με συντονισμένες και αποφασιστικές δράσεις.
• με την ενίσχυση των αντίστοιχων προγραμμάτων σπουδών και την ανάπτυξη νέων ειδικοτήτων και εξειδικεύσεων, που καλύπτουν όλο το φάσμα της αλυσίδας αξίας
• με τη δημιουργία προγραμμάτων επανακατάρτισης και επανειδίκευσης εργαζομένων, σε όλες τις ηλικίες.
• αλλά και με κινητοποίηση των ίδιων των επιχειρήσεων, οι οποίες έχουν κάθε λόγο να επενδύσουν στην ανάπτυξη των εργαζομένων τους, υιοθετώντας εσωτερικά συστήματα δια βίου εκπαίδευσης.
Σε κάθε περίπτωση, η προσαρμογή του ανθρώπινου δυναμικού στα δεδομένα και τις απαιτήσεις της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης προϋποθέτει ενεργό συμμετοχή και συντονισμό: μεταξύ των επιχειρήσεων και των κοινωνικών εταίρων, των παρόχων κατάρτισης, της Πολιτείας, αλλά και των ίδιων των εργαζομένων.
Κυρίες και Κύριοι,
Θα επαναλάβω, κλείνοντας, ότι η αξιοποίηση των δυνατοτήτων που αναδεικνύονται στο πλαίσιο της Βιομηχανίας 4.0 αποτελεί ζωτική αναγκαιότητα για τις ελληνικές επιχειρήσεις και για την ελληνική οικονομία.
Είναι το στοιχείο που θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό, το αν θα καταφέρουμε να συμβαδίσουμε με τις εξελίξεις, ή αν θα παραμείνουμε ουραγοί.
Καθώς δε οι ανταγωνιστικές πιέσεις θα γίνονται όλο και πιο έντονες, ο κίνδυνος της περιθωριοποίησης θα μεγαλώνει.
Είναι αλήθεια ότι κάθε μεγάλο τεχνολογικό άλμα δημιουργεί και κινδύνους, πέρα από ευκαιρίες.
Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, η προσαρμογή είναι μονόδρομος.
Με ενθάρρυνση των κατάλληλων επενδύσεων για τον εκσυγχρονισμό της παραγωγικής βάσης, με ενίσχυση της καινοτομίας και παράλληλη ανάπτυξη σύγχρονων δεξιοτήτων στο ανθρώπινο δυναμικό, η Ελλάδα μπορεί να προλάβει το τραίνο της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης.
Μπορεί να μετατρέψει την πρόκληση σε ευκαιρία, για ταχύτερη ανάπτυξη, ποιοτικές θέσεις εργασίας και καλύτερη καθημερινότητα για όλους.