Η νέα επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) Κριστίν Λαγκάρντ απέκλεισε την συμμετοχή των ελληνικών ομολόγων στην ποσοτική χαλάρωση, παρά το γεγονός ότι αναγνώρισε την πρόοδο που έχει σημειώσει η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια τόσο στη δημοσιονομική της θέση, όσο και στο μέτωπο της ανάπτυξης.
Μετά τη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ, στην οποία προήδρευσε για πρώτη φορά, η Κριστίν Λαγκάρντ εμφανίστηκε διατεθειμένη να προχωρήσει σε μεγάλες αλλαγές, προαναγγέλλοντας την εκπόνηση ενός νέου στρατηγικού σχεδίου.
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση, ανέφερε ότι γνωρίζει τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα επισταμένως από την προηγούμενη της θητεία στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Εξέφρασε την ικανοποίηση της για την ανάκαμψη που εμφανίζει η ελληνική οικονομία, συμπληρώνοντας ότι είναι αρκετά εντυπωσιακά τα αποτελέσματα που έχουν επιτευχθεί, τόσο στο πρωτογενές πλεόνασμα όσο και στους ρυθμούς ανάπτυξης.
Ωστόσο, για την συμμετοχή των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, επανέλαβε την πάγια θέση της ΕΚΤ, σημειώνοντας ότι υπάρχουν κανόνες οι οποίοι συνδέονται με την επιλεξιμότητα των τίτλων και οι οποίοι θα πρέπει να τηρηθούν.
«Όταν τα ελληνικά ομόλογα καταστούν επιλέξιμα, τότε θα συμπεριληφθούν στο πρόγραμμα αγοράς τίτλων της ΕΚΤ» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Η νέα επικεφαλής της ΕΚΤ επιχείρησε, από την πρώτη κιόλας παρουσίαση των αποφάσεων του διοικητικού συμβουλίου της Τραπέζης, να δώσει το δικό της στίγμα, τόσο στο πεδίο της νομισματικής πολιτικής, όσο και του τρόπου λειτουργίας της ΕΚΤ.
Έτσι, επιδιώκοντας να ξεκαθαρίσει αν πρόσκειται στους οπαδούς της λεγόμενης αυστηρής νομισματικής ορθότητας (γεράκια) ή στο αντίπαλο στρατόπεδο των “περιστεριών” ανέφερε ότι δεν «είναι ούτε γεράκι αλλά ούτε και περιστέρι».
Όσον αφορά στην ίδια τη λειτουργία της ΕΚΤ, η Κρ. Λαγκάρντ ανέφερε ότι μετά από 16 χρόνια έφθασε ο καιρός για ένα νέο στρατηγικό σχέδιο.
Η στρατηγική αναθεώρηση, όπως είπε η ίδια, θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί πριν από το τέλος του επομένου χρόνιου.
Ξεκαθάρισε ότι η αποστολή της ΕΚΤ, η οποία είναι η διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών, δεν τίθεται υπό αναθεώρηση. Αφήνοντας έτσι ανοικτό το ενδεχόμενο να προκύψουν σημαντικές αλλαγές, οι οποίες θα αφορούν τόσο τα μέσα που θα χρησιμοποιεί η ΕΚΤ για να φέρει εις πέρας την αποστολή της, όσο και η σύνδεση της με την κοινωνία.
Αναφορικά με τις τρέχουσες οικονομικές εξελίξεις, η νέα επικεφαλής της ΕΚΤ εμφανίστηκε συγκρατημένα αισιόδοξη για την ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας, παρόλο που αναθεώρησε ελαφρώς προς τα κάτω την πρόβλεψη για την αύξηση του ΑΕΠ το 2020 στο 1,1% (για φέτος προβλέπεται αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,2%, ενώ το 2021 και το 2022 ο ρυθμός εκτιμάται, σύμφωνα με τις προβλέψεις του Δεκεμβρίου, να αυξηθεί στο 1,4%).
Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, «διαφαίνεται μία σταθεροποίηση στην πτωτική τάση». Η ίδια υπερασπίστηκε την πολιτική των αρνητικών επιτοκίων, αναφέροντας ότι «φαίνεται πως λειτουργούν και ότι η ΕΚΤ γνωρίζει πολύ καλά τις παρανέργειες».
Η ίδια μάλιστα, αποσόβησε τον κίνδυνο «ιαπωνοποίησης της ευρωπαϊκής οικονομίας, καθώς, όπως είπε, υπάρχουν σημεία σταθεροποίησης της.