Στην Ελλάδα, υπολογίζεται ότι το παράνομο εμπόριο συνολικά – συμπεριλαμβανομένων των καυσίμων και του καπνού – προκαλεί κάθε χρόνο απώλειες της τάξης των 20 δισεκατομμυρίων ευρώ, σε διαφυγόντα τζίρο από την αγορά. Επίσης, στερεί από το κράτος φορολογικά έσοδα άνω των 6 δισεκατομμυρίων ευρώ ετησίως.
Την επισήμανση αυτή έκανε ο πρόεδρος της ΚΕΕ και του ΕΒΕΑ Κωνσταντίνος Μίχαλος στην ομιλία του στη συνάντηση της κοινής επιχειρησιακής δράσης της Interpol και της Europol OPERATION OPSON για την καταπολέμηση της παράνομης διακίνησης απομιμητικών και υποβαθμισμένων τροφίμων και ποτών που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα με θέμα «Παρεμπόριο: Συνεργασία για την καταπολέμηση ενός σημαντικού οικονομικού και κοινωνικού προβλήματος».
Ολόκληρη η τοποθέτηση του Κ. Μίχαλου:
Το παράνομο εμπόριο – στο πλαίσιο του οποίου εντάσσεται και η διακίνηση απομιμητικών και παραποιημένων προϊόντων – αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες μάστιγες της εποχής, για το οργανωμένο εμπόριο, αλλά και για τη μεταποίηση σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Πρόκειται για ένα πολυδιάστατο πρόβλημα, που πλήττει σοβαρά τις νόμιμες επιχειρήσεις, την απασχόληση και την οικονομία, ενώ δημιουργεί σοβαρούς κινδύνους για την ασφάλεια των καταναλωτών.
Όπως προκύπτει, μάλιστα, από τα ευρήματα σχετικών ερευνών, το φαινόμενο λαμβάνει όλο και πιο ανησυχητικές διαστάσεις τα τελευταία χρόνια. Μάλιστα, η ανάπτυξη του διαδικτύου, έχει ανοίξει στα παράνομα κυκλώματα ένα νέο, ευρύ πεδίο δράσης, το οποίο καθιστά τον εντοπισμό τους ακόμη δυσκολότερο.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της επικαιροποιημένης, κοινής μελέτης του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) και του ΟΟΣΑ, τα παραποιημένα προϊόντα που διακινούνται ελεύθερα παγκοσμίως, αγγίζουν σε αξία τα 460 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Ενώ το μερίδιό τους στο παγκόσμιο εμπόριο φθάνει στο 3,3%, παρουσιάζοντας αύξηση σε σχέση με το 2,5% που είχε καταγραφεί στην προηγούμενη αντίστοιχη έρευνα του 2016.
Στην Ευρώπη, η εισαγωγή παραποιημένων προϊόντων φθάνει σε αξία 121 δισεκατομμύρια ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 6,8% των συνολικών εισαγωγών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από 5% το 2016.
Στην Ελλάδα, υπολογίζεται ότι το παράνομο εμπόριο συνολικά –συμπεριλαμβανομένων των καυσίμων και του καπνού– προκαλεί κάθε χρόνο απώλειες της τάξης των 20 δισεκατομμυρίων ευρώ, σε διαφυγόντα τζίρο από την αγορά. Επίσης, στερεί από το κράτος φορολογικά έσοδα άνω των 6 δισεκατομμυρίων ευρώ ετησίως.
Πρόκειται για ποσά ιλιγγιώδη, αν αναλογιστεί κανείς ότι τα τελευταία χρόνια οι νόμιμες ελληνικές επιχειρήσεις δίνουν μια μάχη επιβίωσης απέναντι στην οικονομική κρίση. Ενώ το ίδιο διάστημα, τόσο οι επιχειρήσεις όσο και οι πολίτες της χώρας, έχουν επιβαρυνθεί με δυσβάσταχτους φόρους, στο πλαίσιο της δημοσιονομικής προσαρμογής.
Οι επιπτώσεις δεν αφορούν βεβαίως μόνο το εμπόριο, αλλά συνολικά την ανάπτυξη και στην απασχόληση. Χαρακτηριστική εικόνα δίνουν τα στοιχεία που δημοσίευσε το EUIPO τον Ιούνιο του 2019, παρουσιάζοντας τον αντίκτυπο της παραποίησης και απομίμησης σε 11 κλάδους, που θεωρούνται ως οι πλέον ευάλωτοι στο παράνομο εμπόριο. Μεταξύ αυτών είναι τα καλλυντικά, τα ενδύματα, υποδήματα και αξεσουάρ, τα αθλητικά είδη, τα παιχνίδια, τα κοσμήματα, τα δερμάτινα είδη, η ηχογραφημένη μουσική, τα αλκοολούχα ποτά, τα φαρμακευτικά και οι συσκευές κινητής τηλεφωνίας.
Σε αυτούς τους κλάδους, οι ετήσιες απώλειες πανευρωπαϊκά αγγίζουν τα 60 δισεκατομμύρια ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 7,4% του συνόλου των πωλήσεων. Ενώ η ζημιά που προκαλείται στους νόμιμους κατασκευαστές σχετίζεται με την απώλεια άνω των 460.000 θέσεων εργασίας.
Μόνο στην Ελλάδα, οι απώλειες στους ίδιους 11 κλάδους φθάνουν τα 1,3 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως, ποσό που ανέρχεται στο 12,3% του συνόλου των πωλήσεων.
Τα Επιμελητήρια της χώρας έχουν αναδείξει επανειλημμένα το θέμα, ζητώντας την αποτελεσματική παρέμβαση της Πολιτείας για την καταπολέμηση της πειρατείας και του παράνομου εμπορίου.
Ειδικά το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών αναλαμβάνει συστηματικές πρωτοβουλίες, τα τελευταία δέκα χρόνια.
• Έχουμε εκπονήσει έρευνες και μελέτες, οι οποίες αποτυπώνουν όχι μόνο το μέγεθος του προβλήματος, αλλά και τους μηχανισμούς μέσω των οποίων διεξάγεται το παρεμπόριο στην Ελλάδα.
• Ενημερώνουμε τακτικά τους αρμόδιους κυβερνητικούς και αυτοδιοικητικούς φορείς, προτείνοντας συγκεκριμένα μέτρα και δράσεις.
• Υλοποιήσαμε ειδική εκστρατεία ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης των καταναλωτών, αναδεικνύοντας τις αρνητικές επιπτώσεις και τους κινδύνους που προκύπτουν από την έξαρση του παρεμπορίου.
• Συμμετέχουμε ενεργά σε προσπάθειες εντοπισμού κυκλωμάτων, σε συνεργασία με τις αρμόδιες διωκτικές αρχές, αλλά και με εταιρίες και ιδιωτικούς ερευνητές.
Αξιοποιώντας την εμπειρία και τα στοιχεία που έχουν συγκεντρωθεί μέχρι τώρα, τα Επιμελητήρια έχουν διαμορφώσει και υποβάλει σε διαδοχικές κυβερνήσεις της χώρας, ένα πλέγμα συγκεκριμένων μέτρων για την αντιμετώπιση του παρεμπορίου στην Ελλάδα.
Στη βάση αυτών των προτάσεων, βρίσκεται μια βασική παραδοχή: ότι η κυριότερη αιτία αναποτελεσματικότητας στην πάταξη του παρεμπορίου είναι η έλλειψη κεντρικού συντονισμού.
Η διασπορά των αρμοδιοτήτων και οι επικαλύψεις μεταξύ υπουργείων και δεκάδων υπηρεσιών και φορέων του δημοσίου τομέα δημιουργούν ανυπέρβλητα εμπόδια στο ελεγκτικό και κατασταλτικό έργο της Πολιτείας.
Για την αντιμετώπιση των δυσλειτουργιών αυτών, έχουμε προτείνει:
• Τη διοικητική ενοποίηση όλων των διευθύνσεων εμπορίου και των ελεγκτικών μηχανισμών, για τη δημιουργία μιας κεντρικής δομής σε επίπεδο Περιφέρειας. Η δομή αυτή θα είναι αρμόδια τόσο για την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς, όσο και για την πάταξη του παρεμπορίου.
• Τη δημιουργία Ειδικού Σώματος Δίωξης Παραεμπορίου, με στόχο τον εντοπισμό των κεντρικών αποθηκών παράνομων προϊόντων και την αποδιοργάνωση των κυκλωμάτων τροφοδοσίας. Εναλλακτικά, ζητούμε να υπάρξει αποτελεσματικότερος συντονισμός μεταξύ των διαφόρων αρμοδίων ελεγκτικών οργάνων, καθώς και πλήρης αποσαφήνιση της αποστολής του κάθε ενός.
Ζητούμε, επίσης:
• Πιστή εφαρμογή της υφιστάμενης νομοθεσίας για το παρεμπόριο, αλλά και ουσιαστική αναβάθμιση και εκσυγχρονισμό της: με κωδικοποίηση, επικαιροποίηση και αυστηροποίηση των νόμων και διατάξεων που αφορούν τα εμπλεκόμενα με το παρεμπόριο αδικήματα.
• Εντατικοποίηση της αστυνόμευσης στις περιοχές όπου ανθεί η παράνομη εμπορική δραστηριότητα.
• Εξασφάλιση όλων των αναγκαίων μέσων και εργαλείων για την αποτελεσματικότερη άσκηση της αποστολής των αρμόδιων διωκτικών αρχών.
• Επισήμανση των καταστημάτων που λειτουργούν χωρίς νόμιμες άδειες, ώστε να ελεγχθεί αποτελεσματικότερα η διάθεση της παραγωγής τους και η πιθανή εμπλοκή τους σε παραεμπορικές και παράνομες δραστηριότητες.
• Επισήμανση και συστηματικό έλεγχο των εμπορικών και μεταποιητικών καταστημάτων, των οποίων οι φορείς είναι αλλοδαποί, αλλά και των κάθε λογής πάγκων και υπαίθριων παζαριών.
• Υλοποίηση συγκεκριμένων δράσεων, για την ομαλή ένταξη στην επιχειρηματική δραστηριότητα ειδικών ομάδων του πληθυσμού, όπως για παράδειγμα οι Ρομά.
• Αυστηρή εποπτεία και δικλείδες ενάντια στη διαφθορά και τη συναλλαγή, ανάμεσα σε κυκλώματα και επίορκους κρατικούς λειτουργούς.
• Διαμόρφωση μιας δυναμικής εθνικής εκστρατείας επικοινωνίας, με στόχο την ευαισθητοποίηση του κοινού.
Θεωρούμε ότι η Πολιτεία πρέπει να παρέμβει άμεσα και αποτελεσματικά, προκειμένου να προστατέψει τη νόμιμη επιχειρηματική δραστηριότητα και το δημόσιο συμφέρον από την εξάπλωση του παράνομου εμπορίου.
Η ενεργοποίηση των ελεγκτικών μηχανισμών του κράτους ενάντια στην παρανομία, αλλά και στη διαφθορά, πρέπει να είναι ισχυρή και διαρκής. Ώστε να λειτουργεί όχι μόνο κατασταλτικά, αλλά και αποτρεπτικά.
Εξίσου απαραίτητη είναι η δικτύωση και η συνεργασία των αρμόδιων αρχών, σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.
Η επιχείρηση OPSON είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα επιτυχημένης συνένωσης δυνάμεων, για την εξάρθρωση της νοθείας και του οργανωμένου εγκλήματος σε έναν εξαιρετικά κρίσιμο για τη δημόσια υγεία τομέα, όπως αυτός των τροφίμων και ποτών.
Θα θέλαμε, λοιπόν, να δούμε αυτή τη συνεργασία να επεκτείνεται, με σκοπό την από κοινού καταπολέμηση της παραβατικότητας και σε άλλους τομείς.
Τα Επιμελητήρια θα συνεχίσουν την προσπάθειά τους ενάντια στο πρόβλημα, ζητώντας την ενεργό συμμετοχή της Πολιτείας, της κοινωνίας, αλλά και των επιχειρήσεων.
Γιατί παραμένει σήμερα ανησυχητικά υψηλό το ποσοστό των πολιτών, οι οποίοι συνειδητά αγοράζουν απομιμητικά προϊόντα ή προϊόντα παράνομης διακίνησης.
Είναι επίσης πολλές οι περιπτώσεις νόμιμων επιχειρηματιών, οι οποίοι γνωρίζουν για την ύπαρξη παράνομων αποθηκών και παρ’ όλα αυτά διστάζουν να απευθυνθούν στις Αρχές.
Αυτή η στάση πρέπει να αλλάξει. Το παράνομο εμπόριο είναι ένα ζήτημα που αγγίζει και αφορά όλους μας.
Όλοι μαζί, λοιπόν, οφείλουμε όχι μόνο να διεκδικήσουμε μέτρα, αλλά και να διευκολύνουμε το έργο των ελεγκτικών Αρχών.
Η ευαισθητοποίηση και η κινητοποίηση από όλους απέναντι σε μια πρακτική που απειλεί όλο και περισσότερο την αγορά, την οικονομία και την ασφάλεια του καταναλωτή, δεν αποτελεί πλέον αίτημα. Είναι απόλυτη και άμεση ανάγκη.