Τα χαμηλά επιτόκια, ο σκληρός ανταγωνισμός και η ψηφιοποίηση δοκιμάζουν σκληρά τις αντοχές των τραπεζών.
Πολλοί αναλυτές θέτουν ευλόγως το ερώτημα εάν χρειάζονται ριζικές αναπροσαρμογές των επιχειρηματικών μοντέλων.
Τα μηνύματα που εκπέμπει τους τελευταίους μήνες ο γερμανικός τραπεζικός κλάδος είναι κάθε άλλο παρά ενθαρρυντικά.
Προσφάτως και στο πλαίσιο μέτρων για την περιστολή του κόστους η δεύτερη σε μέγεθος τράπεζα της Γερμανίας Commerzbank ανακοίνωσε την κατάργηση 4.300 θέσεων εργασίας αλλά και το κλείσιμο 200 υποκαταστημάτων της.
Την ίδια ώρα, όπως γράφει η Deutsche Welle, 18.000 θέσεις κινδυνεύουν στην Deutsche Bank και άλλες 400 στη θυγατρική των ταμιευτηρίων Sparkasse, Dekabank.
Στον κλάδο επικρατεί μεγάλη αναστάτωση αλλά και οργή.
Οι περισσότεροι στρέφουν τα πυρά τους στον απερχόμενο πρόεδρο της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι και την πολιτική των μηδενικών αλλά και αρνητικών επιτοκίων που καλούνται να πληρώσουν οι τράπεζες όταν «παρκάρουν» στην κεντρική τράπεζα τη ρευστότητά τους.
Ο πρόεδρος του Ομοσπονδιακού Συνδέσμου Γερμανικών Τραπεζών Χανς-Βάλτερ Πέτερς κάνει λόγο για ένα «είδος τιμωρητικού φόρου» που στοιχίζει δισεκατομμύρια στον κλάδο.
Δραματικές εκκλήσεις
«Μακροπρόθεσμα τα χαμηλά αυτά επιτόκια καταστρέφουν το οικονομικό σύστημα», επισήμανε στις αρχές Σεπτεμβρίου σε ασυνήθιστα αυστηρό τόνο και ο επικεφαλής της Deutsche Bank Σέβινγκ και δη πριν η ΕΚΤ ανακοινώσει τα νέα της μέτρα.
Ακόμη πιο δραματική η έκκληση ενός τραπεζίτη στη Φρανκφούρτη που προειδοποιεί ότι σε πέντε χρόνια θα πρέπει να έχει εξομαλυνθεί η κατάσταση με τα επιτόκια, «ειδάλλως θα καταρρεύσουμε».
Το πρόβλημα της γερμανικής αγοράς έγκειται, μεταξύ άλλων, στο ότι ένας σχετικά μεγάλος αριθμός τραπεζών επικεντρώνεται σε χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες λιανικής και μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Στα τέλη του 2018 η γερμανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα μετρούσε 1.783 τραπεζικούς ομίλους.
Αν και χρόνο με το χρόνο λιγοστεύουν, ο ανταγωνισμός είναι σκληρός και πιέζει τις τιμές προς τα κάτω. Αυτό ωφελεί τους καταναλωτές, αλλά περιορίζει φυσικά δραστικά τα κέρδη των τραπεζών.
Οι γερμανικές τράπεζες συντηρούν την ίδια ώρα ένα γιγαντιαίο δίκτυο υποκαταστημάτων. Το 2018 υπήρχαν στη Γερμανία 27.887 υποκαταστήματα τραπεζών.
Βέβαια το 2007 ο αριθμός τους ξεπερνούσε τις 40.000.
Σχετικά υψηλός παραμένει και ο αριθμός των εργαζομένων, αν και αυτός έχει υποχωρήσει επίσης δραστικά.
Ενώ στα μέσα της «χρυσής» δεκαετίας του 1990 ο κλάδος κατέγραφε 780.000 εργαζόμενους, στα τέλη του 2018 ο σύνδεσμος εργαζομένων ιδιωτικών τραπεζών μετρούσε μόλις 571.700.
«Νοοτροπία θύματος» στις τράπεζες;
Ένα ακόμη μεγάλο πρόβλημα για τις γερμανικές τράπεζες είναι η ψηφιοποίηση.
Ο κλάδος θα πρέπει να αποφασίσει σχετικά άμεσα, πόσο ακόμη θέλει να συντηρεί ένα τόσο μεγάλο δίκτυο υποκαταστημάτων, όταν όλο και περισσότεροι πελάτες της διεκπεραιώνουν τις τραπεζικές τους συναλλαγές ηλεκτρονικά μέσω υπολογιστή και κινητού τηλεφώνου.
Αναλυτές εκτιμούν ότι η κατάσταση δεν είναι αδιέξοδη, αλλά πως απαιτούνται ριζικές αναπροσαρμογές των επιχειρηματικών μοντέλων.
Στο ίδιο μήκος κύματος πρόσφατα και ο πρόεδρος της γερμανικής ρυθμιστικής αρχής του χρηματοπιστωτικού κλάδου Bafin Φέλιξ Χούφελντ ο οποίος επέρριψε στον κλάδο «νοοτροπία θύματος».
«Ασχοληθείτε με τα φλέγοντα ζητήματα. Πιάστε τα από τη ρίζα», είπε ο ίδιος, παραπέμποντας σε πολυάριθμα παραδείγματα τραπεζών και ταμιευτηρίων που συνεχίζουν να είναι κερδοφόρα παρά τα χαμηλά επιτόκια.