«Διανύουμε την πρώτη χρονιά μετά την ολοκλήρωση των μνημονίων. Βρισκόμαστε στο κρίσιμο σημείο, όπου η Ελλάδα πρέπει να επιχειρήσει το μεγάλο άλμα μπροστά» τόνισε, μεταξύ των άλλων, ο πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων και του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών Κωνσταντίνος Μίχαλος σε εσπερίδα του Ροταριανού Ομίλου Αθηνών.
Όπως επσήμανε:
«Η χώρα μας, βρίσκεται μπροστά σε μια υπαρξιακή πρόκληση:
• είτε θα καταφέρει να περάσει στην επόμενη ημέρα – αυξάνοντας την προστιθέμενη αξία της παραγωγής της και δημιουργώντας συνθήκες διατηρήσιμης ανάπτυξης…
• είτε θα παραμείνει σε μια κατάσταση μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας:
o παγιδευμένη ανάμεσα στο υψηλό χρέος και την ασθενική ανάπτυξη,
o ευάλωτη οικονομικά και κοινωνικά, με τον κίνδυνο να βρεθεί ξανά σε αδιέξοδο
o αλλά και αποδυναμωμένη πολιτικά, με μειωμένη διαπραγματευτική ισχύ στα εθνικά θέματα, σε μια περιφέρεια που χαρακτηρίζεται από ρευστότητα και συχνές αναφλέξεις.
Είναι αλήθεια ότι τα τελευταία χρόνια, είδαμε σημαντικούς οικονομικούς δείκτες να βελτιώνονται: είχαμε αύξηση του ΑΕΠ της τάξης του 1,5% με 2%, μείωση της ανεργίας, υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα κλπ.
Είχαμε, επίσης, ένα σημαντικό θετικό ορόσημο τον περασμένο Μάρτιο, που ήταν η επιτυχής έκδοση 10ετούς ομολόγου, για πρώτη φορά από το 2010.
Όλα αυτά, ωστόσο, δεν πρέπει να μας καθησυχάζουν.
Επίσης οι εκτιμήσεις για την αύξηση του ΑΕΠ τα επόμενα 3 έτη, δεν πρόκειται να ξεπεράσουν στο καλύτερο σενάριο το 2%, όταν απαιτούνται δημοσιονομικά πλεονάσματα του 3.5% για να μπορέσει η χώρα να αποπληρώνει τόκους, αφαιρώντας πολύτιμους πόρους από την πραγματική οικονομία.
Οι εκτιμήσεις για την αύξηση του ΑΕΠ στα επόμενα τρία χρόνια δεν ξεπερνούν το 2%, ενώ η χώρα πρέπει να παράγει δημοσιονομικά πλεονάσματα της τάξης του 3,5%.
Η δημοσιονομική υπεραπόδοση που σημειώνεται τα τελευταία χρόνια, έχει βαρύ τίμημα για τις επιχειρήσεις και για την αγορά, για την αναπτυξιακή προσπάθεια της ελληνικής οικονομίας.
• Υπερφορολόγηση
• Καθυστερήσεις στην αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του κράτους στον ιδιωτικό τομέα
• Συνεχές ψαλίδισμα του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, το οποίο θα έπρεπε αυτή την περίοδο να αποτελεί το βασικό εργαλείο χρηματοδότησης μιας εθνικής αναπτυξιακής πολιτικής.
Αυτό που καταφέραμε, δηλαδή, είναι να γράφουμε υπερπλεόνασμα, αλλά με τρόπο που στερεί πολύτιμους πόρους από την πραγματική οικονομία.
Την ίδια ώρα, οι επιδόσεις, ως προς την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, παραμένουν απογοητευτικές.
Σε όλες τις διεθνείς κατατάξεις, η Ελλάδα παραμένει ουραγός, καταλαμβάνοντας χαμηλότερες θέσεις από όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το 2018 οι επενδύσεις κατέρρευσαν, με το σχετικό δείκτη να σημειώνει μείωση της τάξης του 12% σε σύγκριση με το 2017.
Η αναλογία των επενδύσεων ως προς το ΑΕΠ περιορίστηκε στο 11%. Πρόκειται για επίδοση που κατατάσσει την Ελλάδα στην τελευταία θέση της Ευρώπης ως προς τις επενδύσεις και μάλιστα με τεράστια διαφορά σε σχέση με το μέσο όρο.
Καταλήγουμε, έτσι, να εμφανίζει η Ελλάδα ένα μεγάλο παραγωγικό κενό.
Που σημαίνει ότι το πραγματικό ΑΕΠ της κινείται σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα, έναντι του δυνητικού.
Του ΑΕΠ, δηλαδή, που μπορεί να παράγει η οικονομία, αν οι παραγωγικοί συντελεστές – όπως το ανθρώπινο δυναμικό, οι υποδομές, η επιχειρηματικότητα – αξιοποιηθούν στο βέλτιστο βαθμό.
Μιλάμε για ένα κενό της τάξης των 100 δισεκατομμυρίων ευρώ, που δημιουργήθηκε κατά την περίοδο της κρίσης. Και που μέχρι τώρα δεν βλέπουμε να εφαρμόζεται κανένα συγκροτημένο σχέδιο για την αναπλήρωσή του. Ένα σχέδιο που θα βοηθήσει στην προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων, αλλά και στη στήριξη της εγχώριας επιχειρηματικότητας, ώστε η χώρα να μπορέσει να παράγει πλούτο και να δημιουργήσει μόνιμες θέσεις εργασίας.
Η κατάρτιση και η υλοποίηση ενός τέτοιου σχεδίου, συνιστά σήμερα τη μεγαλύτερη πρόκληση για την επόμενη ημέρα της ελληνικής οικονομίας. Για το σήμερα και το αύριο της πατρίδας μας.
Σε αυτή την κατεύθυνση στρέφονται οι διεκδικήσεις και οι προτάσεις της Επιμελητηριακής Κοινότητας, όλα αυτά τα χρόνια.
Επιδιώξαμε να διατηρήσουμε ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας με όλες τις κυβερνήσεις, προτείνοντας συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις: για την ενθάρρυνση νέων επενδύσεων, για την ενίσχυση των επιχειρήσεων, για την τόνωση της απασχόλησης.
Κάποιες από τις προτάσεις μας εισακούστηκαν, οι περισσότερες όμως όχι. Τώρα, που η Ελλάδα έχει ανακτήσει, τόσο την κυριότητα της οικονομικής της πολιτικής, όσο και την ευθύνη της προσπάθειας για την επόμενη ημέρα, είναι η ώρα να γίνουν αυτά που πρέπει.
Περιμέναμε και περιμένουμε ακόμη, να γίνουν περισσότερα για την ανάπτυξη. Περιμένουμε περισσότερα για τις επενδύσεις και την εξωστρέφεια.
Περιμένουμε περισσότερα για τη στήριξη της ελληνικής επιχείρησης, ώστε να μπορέσει να αναλάβει το ρόλο που της αναλογεί και της αξίζει, σε αυτή την προσπάθεια.
Στις εθνικές εκλογές του Ιουλίου θα αναδειχθεί η πρώτη, ουσιαστικά, κυβέρνηση μετά το τέλος της μνημονιακής περιόδου.
Η νέα αυτή κυβέρνηση θα έχει την ευκαιρία να διασφαλίσει συνθήκες πολιτικής σταθερότητας, ανάπτυξης και ευημερίας μετά την κρίση.
Θα έχει την ευκαιρία να δείξει ότι υποστηρίζει τις παραγωγικές δυνάμεις του τόπου, δημιουργώντας ένα βιώσιμο, ευνοϊκό επενδυτικό και επιχειρηματικό περιβάλλον.
Οι προτεραιότητες, για εμάς, είναι σαφείς και συγκεκριμένες:
Πρώτη είναι η αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος, η οποία αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και των επιχειρήσεων.
Τα Επιμελητήρια έχουν ήδη προτείνει συγκεκριμένες αλλαγές, με σκοπό τη διαμόρφωση ενός δίκαιου, αποτελεσματικού και φιλικότερου προς την ανάπτυξη φορολογικού συστήματος. Οι προτάσεις αυτές, οι οποίες θα κατατεθούν εκ νέου σε όποια κυβέρνηση προκύψει μετά τις εκλογές, περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων την υιοθέτηση ενιαίου συντελεστή φορολόγησης για τα φυσικά πρόσωπα της τάξης του 20%-25%, σταδιακή μείωση του συντελεστή έως το 15% για τα νομικά πρόσωπα, μείωση του κανονικού συντελεστή Φ.Π.Α. από 24% σε 20% και η σταδιακή περαιτέρω μείωσή του έως 15%, καθώς και η καθιέρωση ενιαίου συντελεστή Φ.Π.Α. με συγκεκριμένες εξαιρέσεις.
Εξίσου σημαντική έμφαση θα πρέπει να δοθεί στη βελτίωση του χρηματοδοτικού περιβάλλοντος για τις επιχειρήσεις.
Οι τράπεζες είναι το κλειδί για την ανάκαμψη της οικονομίας. Χωρίς υγιείς τράπεζες, χωρίς νέες πιστώσεις, χωρίς ανταγωνιστικά επιτόκια, δεν μπορούμε να ελπίζουμε σε βιώσιμη ανάπτυξη.
Παρά τα μέτρα που έχουν εφαρμοστεί, εξακολουθεί να υπάρχει πρόβλημα έλλειψης φθηνής χρηματοδότησης στην οικονομία, με κύρια έκφανση την περιορισμένη προσφορά προς τα νοικοκυριά και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Ωστόσο και οι μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις δανείζονται σήμερα στις διεθνείς χρηματαγορές με υψηλότερα επιτόκια σε σχέση με τους Ευρωπαίους ανταγωνιστές τους.
Προϋπόθεση για να μειωθεί, συγκριτικά με τον ανταγωνισμό, το κόστος δανεισμού των ελληνικών επιχειρήσεων είναι, βεβαίως, η βελτίωση των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας, με αντίστοιχη μείωση των spreads των Ελληνικών ομολόγων.
Όσον αφορά δε τις τράπεζες, είναι κατανοητό ότι εάν δεν απομακρυνθούν οι αβεβαιότητες από τους ισολογισμούς τους, όπως τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα και αν δεν υπάρξουν ξεκάθαρες προοπτικές κερδοφορίας τους, θα είναι δύσκολο να μπουν νέοι επενδυτές και να τις ενισχύσουν κεφαλαιακά για μια ακόμη φορά.
Ένα άλλο, φλέγον ζήτημα, είναι η αναμόρφωση του ασφαλιστικού συστήματος, προκειμένου να καταστεί βιώσιμο, αξιόπιστο, δίκαιο και ταυτόχρονα φιλικό προς την ανάπτυξη και την απασχόληση. Αίτημα του επιχειρηματικού κόσμου είναι ο εξορθολογισμός των ασφαλιστικών εισφορών, που σήμερα επιβαρύνουν δυσανάλογα το μη μισθολογικό κόστος της εργασίας, καθώς και η θέσπιση πλήρους φοροαπαλλαγής για την ιδιωτική ασφάλιση.
Παράλληλα, η Επιμελητηριακή Κοινότητα έχει καταθέσει συγκεκριμένες προτάσεις, που αφορούν τη σταδιακή μετάβαση σε ένα σύστημα τριών πυλώνων, στα πρότυπα άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Συγκεκριμένα, προτείνει τη λειτουργία κρατικού – αναδιανεμητικού πυλώνα, υποχρεωτικού κεφαλαιοποιητικού πυλώνα σε επαγγελματικά ταμεία, με συντάξεις καθορισμένων εισφορών, καθώς και πυλώνα ατομικών αποταμιεύσεων, με ισχυρά φορολογικά κίνητρα για τους ασφαλισμένους και τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις.
Σημαντικό πρόβλημα διαρθρωτικής φύσης, που πρέπει να αντιμετωπιστεί, είναι ο κατακερματισμός της παραγωγικής βάσης της ελληνικής οικονομίας. Το γεγονός, δηλαδή, ότι οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις της χώρας, που αντιπροσωπεύουν το 97% σχεδόν του συνόλου, συνεχίζουν να υστερούν σημαντικά, σε όρους παραγωγικότητας, έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Αδυνατούν να αποκτήσουν ικανή κρίσιμη μάζα και τις δεξιότητες που χρειάζονται, για να επιδιώξουν την εξωστρεφή τους ανάπτυξη. Δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα οι ελληνικές εξαγωγές στηρίζονται σε λίγες μεγάλες επιχειρήσεις: 273 επιχειρήσεις πραγματοποιούν το 50% των εξαγωγών, ενώ οι πέντε μεγαλύτερες εξ αυτών καλύπτουν το 25,9% των εξαγωγών.
Χρειάζονται, επομένως, ουσιαστικές παρεμβάσεις με στόχο τη μεγέθυνση και την ενδυνάμωση των πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων της χώρας.
Η επίτευξη μεγαλύτερων μεγεθών για τις ελληνικές επιχειρήσεις, θα ενισχύσει την παραγωγικότητά τους μέσα από οικονομίες κλίμακας. Θα τους επιτρέψει να επενδύσουν στην έρευνα και την τεχνολογία και να προσελκύσουν εξειδικευμένο προσωπικό.
Παράλληλα, ζητούμε παρεμβάσεις και μεταρρυθμίσεις σε μια σειρά από τομείς:
• Χρειαζόμαστε μεταρρυθμίσεις για μια αποτελεσματικότερη δημόσια διοίκηση, για αναβάθμιση της ποιότητας της νομοθετικής διαδικασίας, αλλά και της λειτουργίας των θεσμών.
• Χρειαζόμαστε επιτάχυνση των αποκρατικοποιήσεων, προσαρμογή της εργατικής νομοθεσίας στα ευρωπαϊκά δεδομένα, επιτάχυνση της διαδικασίας απονομής της δικαιοσύνης, αναμόρφωση του Πτωχευτικού Κώδικα, ολοκλήρωση του εθνικού και χωροταξικού σχεδιασμού και κωδικοποίηση των χρήσεων γης.
• Χρειαζόμαστε μια νέα εθνική πολιτική για τη μεταποίηση: με ανάδειξη και ενίσχυση δυναμικών κλάδων, με πολιτικές για τη μείωση του ενεργειακού κόστους, με νέα στρατηγική για τη χρηματοδότηση επενδύσεων.
• Χρειαζόμαστε αποτελεσματικότερη σύνδεση των Πανεπιστημίων με τον κόσμο της παραγωγής. Τη δυνατότητα να υπάρξουν συνεργασίες με τον ιδιωτικό τομέα, για τη χρηματοδότηση της έρευνας και την αξιοποίηση της γνώσης για την ανάπτυξη της καινοτομίας.
• Χρειάζεται άμεση παρέμβαση ώστε να επιλυθεί το πρόβλημα των μεγάλων καθυστερήσεων στην απονομή της δικαιοσύνης που πέραν όλων των άλλων προβλημάτων, δημιουργεί τεράστια προσκόμματα στην προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων.
• Τέλος, χρειαζόμαστε αλλαγή πολιτικής κουλτούρας για την επίτευξη μεγάλου εύρους συναινέσεων μεταξύ των πολιτικών κομμάτων με την προώθηση κοινά αποδεκτών μέτρων που θα δώσουν ώθηση στην ανάπτυξη και θα ενισχύσουν την κοινωνική συνοχή.
Μετά από μια δύσκολη δεκαετία, έχουμε την ευκαιρία να «φύγουμε» ξανά μπροστά. Για να καλύψουμε το χαμένο έδαφος και – κυρίως – να διασφαλίσουμε ότι η χώρα μας δεν θα μπει ξανά σε παρόμοιες περιπέτειες στο μέλλον.
Μπορούμε να τα καταφέρουμε, με σχέδιο, με σοβαρότητα και υπευθυνότητα. Με πίστη στις δυνατότητες των ελληνικών επιχειρήσεων και των ανθρώπων τους.
Οι επιχειρήσεις είναι αυτές που μπορούν και πρέπει να οδηγήσουν το δρόμο στη νέα εποχή της ελληνικής οικονομίας, μετά την κρίση.
Κι εμείς, η Επιμελητηριακή Κοινότητα της χώρας, θα συνεχίσουμε να μεταφέρουμε καθαρά και δυνατά τη φωνή τους στα κέντρα λήψης αποφάσεων.
Θα συνεχίσουμε να επιδιώκουμε τη συναίνεση και τη συνεργασία με όλους.
Θα συνεχίσουμε να διεκδικούμε και να στηρίζουμε κάθε μεταρρύθμιση, η οποία βοηθά τις ελληνικές επιχειρήσεις να απελευθερώσουν τις δυνατότητές τους, προς όφελος της ανάπτυξης».