Χωρίς μείωση των συντάξεων και του αφορολόγητου δεν θα είναι δυνατές οι φοροελαφρύνσεις και τα φιλοαναναπτυξιακά μέτρα 4 δισ. ευρώ αναφέρει ο Σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχάνων στο μηνιαίο δελτίο του.
Ο ΣΕΒ, την ίδια κιόλας μέρα που η κυβέρνηση έστειλε το προσχέδιο του προϋπολογισμού στην Κομισιόν στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου και με σαφή πρόθεση πλέον ακύρωσης της περικοπής στις συντάξεις, χαρακτηρίζει τα μέτρα αυτά απαραίτητα, καθώς οι επιχειρήσεις θεωρούν την υπερφολόγηση ως βασικό εμπόδιο, υποστηρίζοντας, εμμέσως πλην σαφώς, τη μείωση των συντάξεων και του αφορολόγητου.
Στο δελτίο τους οι βιομήχανοι εγκαλούν την κυβέρνηση διότι αντί να προωθήσει, όπως τονίζει, “συνολικό πακέτο των φορολογικών ελαφρύνσεων και των φιλοαναπτυξιακών μέτρων των 4 δισ.ευρώ της περιόδου 2020-2022”, η κυβέρνηση προτείνει πλέον, μεταξύ άλλων, μια μείωση του συντελεστή φορολογίας των εταιρικών κερδών κατά 1% το 2019 καθώς και μια μείωση κατά 10% της φορολογίας ακίνητης περιουσίας (ΕΝΦΙΑ) σε χαμηλής αξίας ακίνητα.
Ο ΣΕΒ αναφέρει στο δελτίο του:
Η χώρα έχει εισέλθει σε φάση ισχυρότερης και πιο ισορροπημένης ανάκαμψης, με την ιδιωτική κατανάλωση να στηρίζεται περισσότερο σε επέκταση της απασχόλησης και των μισθών, σε αρμονία με την αύξηση της παραγωγικότητας.
Οι επενδύσεις ανακάμπτουν με υψηλότερους ρυθμούς και η ισχυρή διεθνής ζήτηση ασκεί ευνοϊκές επιδράσεις στις εξαγωγές αγαθών (και τη μεταποίηση) και υπηρεσιών (και τον τουρισμό και τη ναυτιλία).
Από την άλλη μεριά, οι εισαγωγές αγαθών αυξάνονται, επίσης, με υψηλούς ρυθμούς, αντανακλώντας δυσκολίες στην αύξηση της προσφοράς διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών στην εγχώρια αγορά και περιορίζοντας την αναπτυξιακή ορμή της οικονομίας και τη συνακόλουθη μείωση της ανεργίας.
Γενικότερα, ένας ρυθμός ανάπτυξης ταχύτερος από το ανεπαρκές 2%-2,5%, και μια ταχύτερη επέκταση των επενδύσεων είναι δύσκολο να εδραιωθούν σε μόνιμη βάση, αν δεν ενισχυθούν και επιταχυνθούν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Επιπλέον, σε ένα ασταθές διεθνές περιβάλλον με αυξανόμενη μεταβλητότητα (εμπορικοί πόλεμοι, δημοσιονομική κρίση στην Ιταλία, Brexit, κ.ά.), λείπει μια ξεκάθαρη γραμμή πλεύσης που να συνοδεύει με πράξεις το αφήγημα μιας οικονομίας που ανακάμπτει με σταθερά βήματα, ώστε να ηρεμήσουν οι αγορές σε μία τέτοια συγκυρία.
Στο πλαίσιο αυτό, η κυβέρνηση παρουσίασε, πέραν του βασικού, ένα εναλλακτικό σχέδιο προϋπολογισμού για το 2019, στο οποίο δεν περιλαμβάνεται η περικοπή των συντάξεων, όπως είχε συμφωνηθεί.
Με τον τρόπο αυτό, εξαντλείται όλος ο διαθέσιμος δημοσιονομικός χώρος πέραν της επίτευξης του στόχου πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 3,5 π.μ. του ΑΕΠ, χωρίς να συντηρείται κάποιο απόθεμα πόρων για το μέλλον.
Αλλά ακόμη και αυτό το αποτέλεσμα απαιτεί επιπρόσθετους πόρους (που παραμένουν ασαφείς), για να χρηματοδοτηθούν προγράμματα κοινωνικών παροχών που παρουσιάστηκαν από τον πρωθυπουργό στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης.
Ο τελικός προϋπολογισμός, που θα παρουσιασθεί στο Κοινοβούλιο προς ψήφιση τον Νοέμβριο, θα αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τους δανειστές, με το αποτέλεσμα να παραμένει αβέβαιο, καθώς είναι δυνατόν να περιλαμβάνει μερική μείωση των συντάξεων ή άλλα μέτρα, για να χρηματοδοτηθούν οι εξαγγελίες στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης.
Επιπλέον, σημειώνει ο ΣΕΒ, το σχέδιο εναλλακτικού προϋπολογισμού για το 2019 (σ.σ. αυτό που προβλέπει τη διάσωση των συντάξεων και τη μη εφαρμογή μέρους των αντίμετρων που τα συνόδευαν) δεν περιλαμβάνει τη μείωση κατά 3 π.μ. στους συντελεστές φορολογίας εταιρικών κερδών (από 29% σε 26%), ή τις μειώσεις στον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων και την αναμόρφωση (ελάφρυνση) του ειδικού φόρου αλληλεγγύης, που είχαν ήδη γίνει νόμος, με την προϋπόθεση ότι θα υπάρξει δημοσιονομικός χώρος πέραν της επίτευξης του στόχου πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5 π.μ. του ΑΕΠ. Αντ’ αυτών, η κυβέρνηση προτείνει πλέον, μεταξύ άλλων, μια μείωση του συντελεστή φορολογίας των εταιρικών κερδών κατά 1 π.μ. το 2019 καθώς και μια μείωση κατά 10% της φορολογίας ακίνητης περιουσίας (ΕΝΦΙΑ) σε χαμηλής αξίας ακίνητα.
Αυτού του είδους οι αλλαγές υποσκάπτουν τη σταθερότητα του φορολογικού συστήματος και την εμπιστοσύνη των αγορών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Και αυτά συμβαίνουν καθώς ο ΣΕΒ παρουσίασε πρόσφατα την ετήσια έρευνα «Ο Σφυγμός του Επιχειρείν», στην οποία η επιχειρηματική κοινότητα ταυτοποιεί την υπερφορολόγηση και την έλλειψη δέσμευσης σε μια πολιτική διευκόλυνσης των ιδιωτικών επενδύσεων και της ανάπτυξης, ως τα κύρια εμπόδια στο επιχειρείν στην Ελλάδα. Και, βεβαίως, εάν και η συμφωνηθείσα μείωση του αφορολόγητου από το 2020, που αναμένεται να συνεισφέρει 2 δισ. ευρώ ετησίως σε μόνιμη βάση, δεν εφαρμοσθεί, το συνολικό πακέτο των φορολογικών ελαφρύνσεων και των φιλοαναπτυξιακών μέτρων των 4 δισ.ευρώ της περιόδου 2020-2022 είναι μάλλον απίθανο να υιοθετηθεί, καταδικάζοντας τη χώρα σε ένα μέλλον εσαεί υπερφορολόγησης και αποεπένδυσης, πέραν των ζητημάτων σταθερότητας που έχουν ήδη αναφερθεί.
Η εικόνα αυτή αποτυπώνεται λίγο-πολύ και στην πρόσφατη έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου(World Economic Outlook), το οποίο εμφανίζεται πιο αισιόδοξο για το 2019, σε σύγκριση με τις προηγούμενες εκτιμήσεις του τον Απρίλιο του 2018, αλλά ταυτόχρονα αναθεωρεί προς τα κάτω τις μεσοπρόθεσμες προβλέψεις του. Συγκεκριμένα, το ΔΝΤ προβλέπει ανάπτυξη +2,4% για το 2019 (αντί +1,8% σύμφωνα με τις προηγούμενες εκτιμήσεις του) και +1,2% σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο έως το 2023 (αντί +1,9% σύμφωνα με τις προηγούμενες εκτιμήσεις του).
Παράλληλα, το ΔΝΤ προβλέπει μείωση της ανεργίας στο 18,1% και άνοδο του δείκτη τιμών καταναλωτή κατά +1,2% το 2019, ενώ αναφορικά με το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών εκτιμά ότι το έλλειμμα θα περιοριστεί στο -0,4% του ΑΕΠ το 2019 και θα μηδενιστεί το 2023.
Αναφορικά με την παγκόσμια οικονομία, το ΔΝΤ υποβάθμισε τις προβλέψεις του στο +3,7% για το 2018 και το 2019 (έναντι +3,9% και για τα δύο έτη, σύμφωνα με την έκθεση του Απριλίου του 2018), λόγω της επιβράδυνσης του παγκόσμιου εμπορίου, της βιομηχανικής παραγωγής και των επενδύσεων.
Συνολικά, η ελληνική οικονομία, που βρίσκεται ήδη κάτω από την πίεση των αναδυόμενων αρνητικών εξελίξεων στο παγκόσμιο πεδίο, έχει αρχίσει σταδιακά να επηρεάζεται και από τις τεκταινόμενες εγχώριες πολιτικές εξελίξεις, καθώς η χώρα εισέρχεται σε μία παρατεταμένη προεκλογική περίοδο. Αυτό θέτει σε κίνδυνο τη μακροοικονομική σταθερότητα, που κατακτήθηκε με τεράστιο κόστος για την ελληνική κοινωνία.