Την πεποίθηση ότι η Ελλάδα μπορεί να έχει μια πετυχημένη έξοδο στις αγορές μετά το τέλος του προγράμματος εξέφρασε χθες από την Ουάσιγκτον ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Τμήματος του ΔΝΤ Πολ Τόμσεν, ενώ έδειξε για πρώτη φορά με σαφήνεια τη βούληση του Ταμείου για την ενεργοποίηση του προγράμματος με την Ελλάδα.
Παράλληλα, μιλώντας στο CNBC, ο πρόεδρος του Eurogroup Μ. Σεντένο τόνισε πως «οι ελληνικές αρχές έχουν κάνει θαυμάσια δουλειά στην εφαρμογή των προαπαιτουμένων και στην επίτευξη των στόχων του προγράμματος. Αυτό μας κάνει να δηλώνουμε ότι η ελληνική οικονομία ξεπέρασε τις δυσκολίες» είπε επισημαίνοντας πως αυτό το γεγονός του επιτρέπει να συμπεράνει ότι «η επιτυχής έξοδος είναι απόλυτα εφικτή τον Αύγουστο».
Κατά την άποψη του προέδρου του Eurogroup, «όλοι έχουν συμφέρον να σταθεί η Ελλάδα στα πόδια της και να εξέλθει με επιτυχία από το πρόγραμμα, να αποκτήσει πρόσβαση στις αγορές και να επιτύχει το νέο οικονομικό μοντέλο που απέκτησε τα τελευταία χρόνια».
“Καμία αμφιβολία”
«Αν η Ελλάδα ολοκληρώσει το πρόγραμμα όπως έχει συμφωνηθεί και εάν υπάρχει ικανοποιητική συμφωνία για το χρέος, δεν έχω καμία αμφιβολία ότι η Ελλάδα θα μπορέσει να βγει στις αγορές και να έχει καλή έξοδο» δήλωσε ο Π. Τόμσεν κατά τη διάρκεια της καθιερωμένης συνέντευξης Τύπου που παραχώρησε στο πλαίσιο της εαρινής συνόδου του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Τμήματος του ΔΝΤ εμφανίστηκε σίγουρος για την επίτευξη των στόχων στο μέλλον, υπογραμμίζοντας παράλληλα την ανάγκη να παραμείνει η Ελλάδα σε μεταρρυθμιστική πορεία.
«Η υποδοχή της Ελλάδας από τις αγορές θα εξαρτηθεί από την επιτυχημένη ολοκλήρωση του προγράμματος, αλλά και από τη συνεχή υλοποίηση της μεταρρυθμίσεων όταν η Ελλάδα δεν θα είναι πλέον στο πρόγραμμα. Η πρόκληση για την κυβέρνηση είναι να διατηρήσει τις μεταρρυθμίσεις και κάνοντας αυτό είμαι βέβαιος ότι θα μπορέσει να επιστρέψει στις αγορές» υπογράμμισε ο ίδιος, προσθέτοντας, ωστόσο, ότι συγχρόνως βασική προτεραιότητα πρέπει να είναι η τόνωση της ανάπτυξης.
Καμία επίσπευση φορολογικής μεταρρύθμισης
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Ελλάδα μπορεί να επιτύχει αυτούς τους στόχους που συμφώνησε με τους Ευρωπαίους. Η ανησυχία μας είναι το πώς η Ελλάδα μπορεί να το κάνει με έναν τρόπο που θα συμβαδίζει με την ισχυρή ανάπτυξη μεσοπρόθεσμα» είπε και διευκρίνισε ότι σε αυτό το πλαίσιο θα εξεταστεί και το χρονοδιάγραμμα εφαρμογής της φορολογικής μεταρρύθμισης, επιβεβαιώνοντας ουσιαστικά ότι δεν τίθεται προς στιγμήν ζήτημα πρόωρης εφαρμογής των μέτρων για το 2020.
«Δεν θα δείτε μια αποστολή του ΔΝΤ να πηγαίνει στην Ελλάδα και να λέει ‘κάντε εκείνο ή κάντε το άλλο’ προκειμένου να επιτευχθεί υψηλότερος στόχος, για παράδειγμα η επίσπευση της φορολογικής μεταρρύθμισης» είπε ο ίδιος και πρόσθεσε:
«Η ανησυχία μας είναι ότι η τρέχουσα δημοσιονομική εξυγίανση, η οποία ήταν εξαιρετικά εντυπωσιακή, έχει επιτευχθεί με την υπερβολική επικέντρωση στη συμπίεση των κεφαλαιακών δαπανών, τη συμπίεση σημαντικών δημοσίων δαπανών σε επίπεδο που είναι ουσιαστικά μη βιώσιμο και έχει επιτευχθεί πάρα πολύ με την αύξηση των ήδη υψηλών φορολογικών συντελεστών σε μια περιορισμένη φορολογική βάση που δεν είναι φιλική. Η Ελλάδα πρέπει να αντιμετωπίσει αυτά τα δημοσιονομικά προβλήματα προκειμένου να έχει μια ισχυρή ανάπτυξη».
Σε ό,τι αφορά τη συζήτηση για το χρέος ο Π. Τόμσεν διευκρίνισε πως οι όποιες αποφάσεις πρέπει να είναι συγκεκριμένες και πρέπει να ληφθούν προτού το Εκτελεστικό Συμβούλιο του Ταμείου εισηγηθεί την ενεργοποίηση του προγράμματος επί της αρχής που έχει για την Ελλάδα. Όπως εξήγησε, αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να εφαρμοστούν όλα τα μέτρα εκ των προτέρων, αλλά ότι ο μηχανισμός για την εφαρμογή τους θα πρέπει να είναι «συγκεκριμένος» και «αυτόματος», χωρίς να εξαρτάται από προϋποθέσεις πολιτικού χαρακτήρα του Eurogroup.
Εξάλλου ο Π. Τόμσεν έστειλε σαφές μήνυμα ότι η ενεργοποίηση του προγράμματος του Ταμείου με την Ελλάδα δεν μπορεί να παραταθεί για πολύ ακόμα, καθώς πρέπει να υπάρχει το απαραίτητο περιθώριο για τουλάχιστον «μία αξιολόγηση». Τέλος, άφησε να εννοηθεί ότι το Ταμείο έχει αντιληφθεί τη «χρησιμότητα» της πλήρους συμμετοχής του στο ελληνικό πρόγραμμα, λέγοντας ότι πρόκειται για «ένα σημαντικό μήνυμα σχετικά με την κατάσταση των οικονομικών πολιτικών, συμπεριλαμβανομένου του χρέους».
Σολτς: Κοντά η συμφωνία
Την ίδια στιγμή ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Όλαφ Σολτς μιλώντας σε δημοσιογράφους στην Ουάσιγκτον εκτίμησε πως η συμφωνία για το ελληνικό πρόγραμμα είναι «κοντά», αλλά θα απαιτηθούν «πολλές εβδομάδες» για τη λήψη των τελικών αποφάσεων.
Σύμφωνα με αρμόδιες πηγές η στάση της Γερμανίας είναι κρίσιμη για το ελληνικό ζήτημα, ωστόσο δεν υπάρχουν ανησυχίες για περαιτέρω καθυστερήσεις, καθώς εκτιμάται ότι οι προθεσμίες είναι γνωστές και σεβαστές από όλους. Όπως έλεγαν οι ίδιες πηγές, υπάρχει βούληση από όλες τις πλευρές για την έγκαιρη ολοκλήρωση των συνομιλιών ώστε να μη διακυβευθεί η επιτυχημένη έξοδος της Ελλάδας από το πρόγραμμα.
Άλλωστε την επόμενη Παρασκευή, στο Eurogroup της Σόφιας, στόχος είναι να καταλήξουν οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης σε μια κοινή δήλωση που θα περιγράφει με περισσότερες λεπτομέρειες το «μονοπάτι» προς την ολοκλήρωση του προγράμματος σε συνδυασμό και με μια περαιτέρω ποσοτικοποίηση των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους στη βάση των στοιχείων για το 2017 που θα δημοσιευθούν την ερχόμενη Δευτέρα.
Διαψεύδεται η σεναριολογία περί παράτασης
Σε αυτό το πλαίσιο διαψεύδονται από όλους τους εμπλεκόμενους τα δημοσιεύματα περί παράτασης του ελληνικού προγράμματος, καθώς, όπως λένε, κάτι τέτοιο δεν θα εξυπηρετούσε κανέναν, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας. Τα ζητήματα αυτά τέθηκαν στις κατ’ ιδίαν συναντήσεις που είχε χθες ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος με τον επίτροπο Μοσκοβισί, τον Μ. Σεντένο, τον Γάλλο υπουργό Οικονομικών Μπρινό Λεμέρ, τον πρόεδρο της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι, ενώ σήμερα αναμένεται να δει την επικεφαλής του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ.
Επιπλέον χθες ήταν προγραμματισμένο (μετά την ώρα εκτύπωσης της «Α») να συζητηθεί το ελληνικό ζήτημα στο πλαίσιο του Washington Group, δηλαδή μεταξύ των υπουργών Οικονομικών των μεγαλύτερων οικονομιών της Ευρωζώνης (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία) και των αρμοδίων ιθυνόντων των ευρωπαϊκών θεσμών (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ΕΚΤ, Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας) και του ΔΝΤ.