«Ο μόνος δρόμος για την επιστροφή σε τροχιά δυναμικής και διατηρήσιμης μεσοπρόθεσμα ανάπτυξης, είναι η μετάβαση σε ένα νέο παραγωγικό υπόδειγμα, το οποίο θα στηρίζεται στην εξωστρέφεια και στις επενδύσεις» τόνισε, μεταξύ άλλων, ο Κωσταντίνος Μίχαλος, μιλώντας στη στη Γενική Συνέλευση της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων.
Σύμφωνα με τον κ. Μίχαλο, «η οικοδόμηση ενός τέτοιου υποδείγματος προϋποθέτει:
– Ανταγωνιστική παραγωγή, η οποία θα προκύψει μέσα από σοβαρές επενδύσεις σε φυσικό και ανθρώπινο κεφάλαιο, στην καινοτομία, στην ποιότητα, στη διαφοροποίηση.
– Ένα ευνοϊκό φορολογικό και διοικητικό περιβάλλον, το οποίο θα εμπνέει εμπιστοσύνη στους επενδυτές και θα ενθαρρύνει την ανάληψη νέων επιχειρηματικών πρωτοβουλιών.
– Γι’ αυτό και ζητούμε νέα Δημοσιονομική Πολιτική, τώρα με ένα ριζοσπαστικό φορολογικό σύστημα μεταβλητού αφορολόγητου.
Καθιέρωση ενιαίου flat rate συντελεστή φορολογίας εισοδήματος επιχειρήσεων 20% με ταυτόχρονη συγκράτηση και αναδιάρθρωση των μη παραγωγικών δαπανών και βελτίωση της εισπραξιμότητας φόρων και εισφορών.
Θέσπιση ενός νέου συστήματος φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων με «μεταβλητό αφορολόγητο» βάσει εισοδημάτων – δαπανών, που μπορεί να συμβάλει τα μέγιστα για την πάταξη της φοροδιαφυγής.
Η πρόταση συνίσταται στο ότι τα φυσικά πρόσωπα φορολογούμενοι θα μπορούν να αυξάνουν το αφορολόγητο όριό τους μέχρι και του ποσού του συνόλου των δαπανών που έχουν πραγματοποιήσει το έτος κατά το οποίο φορολογούνται τα εισοδήματά τους με τη χρήση πλαστικού χρήματος».
Ολόκληρη η ομιλία του κ. Μίχαλου:
«Η φετινή Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης – που αποτελεί παραδοσιακά ορόσημο για την πορεία της ελληνικής οικονομίας – εγκαινιάζεται σε θετικό κλίμα.
Μετά από ένα μεγάλο διάστημα ύφεσης και οπισθοδρόμησης, η οικονομία δείχνει ότι μπορεί να επιστρέψει στην κανονικότητα και στην ανάπτυξη.
Όπως ανακοίνωσε πριν λίγες ημέρες η ΕΛΣΤΑΤ, το πρώτο εξάμηνο του 2017 σημειώθηκε κατά μέσο όρο ανάπτυξη της τάξης του 0,6%.
Η βιομηχανική παραγωγή ανακάμπτει και ο δείκτης της μεταποίησης ξεπέρασε, μετά από πολλά χρόνια, το όριο των 50 μονάδων, που οριοθετεί την ανάπτυξη από την ύφεση.
Ο τουρισμός σημειώνει εξαιρετικές επιδόσεις και οι εξαγωγές συνολικά ακολουθούν θετική τροχιά.
Η ολοκλήρωση – έστω και με καθυστέρηση – της δεύτερης αξιολόγησης, περιόρισε δραστικά την αβεβαιότητα.
Η χώρα πραγματοποίησε ήδη μια πρώτη έξοδο στις αγορές, έστω και με υψηλό επιτόκιο. Ήταν μια αρχή.
Οι τράπεζες σχεδιάζουν επίσης την έξοδό τους στις αγορές μέχρι το τέλος του 2017.
Οι καταθέσεις σημειώνουν άνοδο τους δύο τελευταίους μήνες.
Υπάρχει πλέον ένα παράθυρο αισιοδοξίας, για τη σταδιακή αποκατάσταση ομαλών συνθηκών χρηματοδότησης της αγοράς.
Τα θετικά μηνύματα είναι εμφανή. Ωστόσο η θετική πορεία της χώρας στο άμεσο μέλλον δεν έχει διασφαλιστεί.
Η πατρίδα μας φτώχυνε και μίκρυνε επικίνδυνα στα χρόνια της κρίσης. Τώρα, έχει τις δυνατότητες και τις ευκαιρίες, να βγει επιτέλους από τον εφιάλτη.
Ας σοβαρευτούμε, ας αφήσουμε στην άκρη τις ανούσιες αντιπαραθέσεις, κι ας κάνουμε αυτό που πρέπει, για να επαναφέρουμε στον τόπο μας την ανάπτυξη, την κοινωνική συνοχή, αλλά και την εθνική μας αυτονομία και κυριαρχία.
Το πρώτο βήμα δεν μπορεί να είναι άλλο από τη δραστική μείωση φόρων και εισφορών. Η σημερινή κατάσταση δεν πάει άλλο.
Αν θέλουμε επενδύσεις, αν θέλουμε ταχύρυθμη και βιώσιμη ανάπτυξη, χρειαζόμαστε λιγότερους φόρους, χαμηλότερες εισφορές. Τώρα.
Αυτό είναι και το ηχηρό μήνυμα που θέλουμε να περάσουμε ως Επιμελητηριακή Κοινότητα, με αφορμή τη φετινή ΔΕΘ.
Αυτό το μήνυμα θα πρέπει να ενισχύσουμε και να μεταφέρουμε παντού. Με δυναμικές παρεμβάσεις στο δημόσιο διάλογο. Με διεκδικήσεις και προτάσεις. Αλλά και με τη μαζική συμμετοχή των επιχειρήσεων στις προσεχείς επιμελητηριακές εκλογές.
Αυτή είναι και θα συνεχίσει να είναι η δική μας μεγάλη μάχη. Σας καλώ να τη δώσουμε όλοι μαζί. Με επιμονή και πίστη στις δυνάμεις των ελληνικών επιχειρήσεων. Με πίστη στις δυνατότητες της Ελλάδας.
Αυτό που είμαστε πια σε θέση να πούμε, είναι ότι η Ελλάδα μπορεί. Μπορούμε να τα καταφέρουμε, αρκεί να μην τα παρατήσουμε στη μέση, όπως κάναμε στο τέλος του 2014 και χρειάστηκε να ξεκινήσουμε την προσπάθεια πάλι από την αρχή. Κι από χειρότερη ακόμη θέση.
Τα πράγματα είναι όντως καλύτερα τώρα, σε σχέση με πέρσι. Όμως ο δρόμος προς την ανάκαμψη και την ανάκτηση της οικονομικής ανεξαρτησίας της χώρας είναι ακόμη δύσκολος.
Για να απαγκιστρωθεί οριστικά από την εποχή των μνημονίων, η χώρα θα πρέπει να λάβει μέτρα 6,5 δις ευρώ την περίοδο 2018 – 2022. Πρέπει την ίδια περίοδο να πετυχαίνει πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ και 2% περίπου στη συνέχεια. Πρέπει, επίσης, μέχρι το τέλος του 2018 να υλοποιήσει 113 προαπαιτούμενα μέτρα.
Η μη επίτευξη αυτών των στόχων θα έχει αρνητικές συνέπειες για την οικονομία. Θα ενεργοποιήσει αυτόματα το δημοσιονομικό κόφτη, με αποτέλεσμα να πληγούν οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι συνταξιούχοι, αλλά και η υγεία και η παιδεία και η δημόσιες επενδύσεις και η προσπάθεια για την καταπολέμηση της ακραίας φτώχειας.
Ο χρόνος, λοιπόν, τρέχει. Πρέπει να μαζέψουμε τις δυνάμεις μας και να συγκεντρωθούμε στις μάχες που βρίσκονται ακόμη μπροστά μας.
Η πρώτη μάχη αφορά την καλή προετοιμασία και την έγκαιρη εφαρμογή των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει η χώρα.
Δεσμεύσεις που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων: την ολοκλήρωση της αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων και την έναρξη της κινητικότητας. Τον ατομικό επανυπολογισμό των συντάξεων. Την απελευθέρωση των κλειστών επαγγελμάτων. Αλλαγές στην αγορά εργασίας, στην κοινωνική πρόνοια, στην πρωτοβάθμια υγεία, στην εκπαίδευση, στις αγορές προϊόντων.
Όλα αυτά τα ζητήματα, πολλά από τα οποία σέρνονται εδώ και χρόνια, χωρίς να προχωρούν, απαιτούν δύσκολες αποφάσεις. Απαιτούν γι’ αυτό εθνικό διάλογο. Με εποικοδομητική αντιπαράθεση, αλλά και με κοινή βούληση και συναίνεση σε ένα τουλάχιστον βασικό σημείο: ότι πρέπει σε αυτά τα θέματα να προχωρήσουμε, να λήξουμε τις εκκρεμότητες και να πάμε επιτέλους παρακάτω.
Η δεύτερη – και ίσως ακόμη πιο σημαντική – μάχη που έχουμε μπροστά μας, αφορά τον παραγωγικό μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας.
Ο ρυθμός ανάπτυξης που σημειώνεται φέτος, όσο κι αν αποτελεί πρόοδο σε σχέση με τις προηγούμενες χρονιές, είναι χαμηλός σε σχέση με το έδαφος που πρέπει να καλυφθεί.
Για να επανέλθει στην κανονικότητα μια οικονομία που έχει συρρικνωθεί σε ποσοστό άνω του 25% τα τελευταία χρόνια, χρειάζονται ταχείς ρυθμοί μεγέθυνσης για αρκετά χρόνια.
Κι αυτό το στόχο δεν μπορούμε να τον πετύχουμε ακολουθώντας το μοντέλο του παρελθόντος. Με μια οικονομία εσωστρεφή, δυσανάλογα στηριγμένη στην κατανάλωση και υπερβολικά εξαρτημένη από το κράτος.
Ο μόνος δρόμος για την επιστροφή σε τροχιά δυναμικής και διατηρήσιμης μεσοπρόθεσμα ανάπτυξης, είναι η μετάβαση σε ένα νέο παραγωγικό υπόδειγμα, το οποίο θα στηρίζεται στην εξωστρέφεια και στις επενδύσεις. Η οικοδόμηση ενός τέτοιου υποδείγματος προϋποθέτει:
– Ανταγωνιστική παραγωγή, η οποία θα προκύψει μέσα από σοβαρές επενδύσεις σε φυσικό και ανθρώπινο κεφάλαιο, στην καινοτομία, στην ποιότητα, στη διαφοροποίηση.
– Ένα ευνοϊκό φορολογικό και διοικητικό περιβάλλον, το οποίο θα εμπνέει εμπιστοσύνη στους επενδυτές και θα ενθαρρύνει την ανάληψη νέων επιχειρηματικών πρωτοβουλιών.
– Γι αυτό και ζητούμε νέα Δημοσιονομική Πολιτική, τώρα με ένα ριζοσπαστικό φορολογικό σύστημα μεταβλητού αφορολόγητου.
Καθιέρωση ενιαίου flat rate συντελεστή φορολογίας εισοδήματος επιχειρήσεων 20% με ταυτόχρονη συγκράτηση και αναδιάρθρωση των μη παραγωγικών δαπανών και βελτίωση της εισπραξιμότητας φόρων και εισφορών.
Θέσπιση ενός νέου συστήματος φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων με «μεταβλητό αφορολόγητο» βάσει εισοδημάτων – δαπανών, που μπορεί να συμβάλει τα μέγιστα για την πάταξη της φοροδιαφυγής.
Η πρόταση συνίσταται στο ότι τα φυσικά πρόσωπα φορολογούμενοι θα μπορούν να αυξάνουν το αφορολόγητο όριό τους μέχρι και του ποσού του συνόλου των δαπανών που έχουν πραγματοποιήσει το έτος κατά το οποίο φορολογούνται τα εισοδήματά τους με τη χρήση πλαστικού χρήματος.
Ένα τέτοιο μέτρο θα έδινε πολύ ισχυρό κίνητρο στους φορολογούμενους για τη χρήση χρεωστικών και πιστωτικών καρτών, με αποτέλεσμα να εμφανιστούν σημαντικά αδήλωτα εισοδήματα από μία μερίδα επιχειρηματιών και ελεύθερων επαγγελματιών, οι οποίοι δρουν σε βάρος της ανταγωνιστικότητας και της υγιούς επιχειρηματικότητας.
Και βεβαίως, προτείνεται η καθιέρωση δύο μόνο συντελεστών φορολογίας εισοδήματος, 22% και 33% για το υπόλοιπο φορολογητέο εισόδημα των φυσικών προσώπων.
Εκτιμούμε ότι δημοσιονομικά ένα τέτοιο σύστημα θα είχε σημαντικά οφέλη και για τα δημόσια ταμεία, καθώς εάν συνδυαζόταν με την άμεση αποστολή του ΦΠΑ σε κάθε αγορά απευθείας στα δημόσια ταμεία, θα έλυνε το πρόβλημα της υστέρησης εσόδων από αποφυγή απόδοσης του ΦΠΑ που αποτελεί μείζον πρόβλημα.
Επιπροσθέτως, θα έδινε μία σημαντική τόνωση στην κατανάλωση και στην αγορά, καθώς όσο περισσότερο δαπανά ο κάθε φορολογούμενος, τόσο λιγότερο φόρο θα πληρώνει.
Άλλωστε, έχει αποδειχθεί ότι είναι λανθασμένη η πολιτική λιτότητας σε περιόδους κρίσης και αυτό που απαιτείται παράλληλα με την ανάπτυξη μέσω επενδύσεων είναι και η αύξηση της εσωτερικής κατανάλωσης.
Τα προηγούμενα χρόνια έγιναν αρκετά θετικά βήματα, με τη μορφή μεταρρυθμίσεων στο ασφαλιστικό, στην αγορά εργασίας, αλλά και σε σημαντικές αγορές προϊόντων και υπηρεσιών.
Παραμένουν ωστόσο τα τέσσερα μεγάλα «αγκάθια» που εμποδίζουν την πορεία μετασχηματισμού και ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας:
Πρώτο και μέγα αγκάθι, είναι ένα αντιαναπτυξιακό μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής, που εστιάζει αποκλειστικά σχεδόν στην υπερβολική φορολογική και ασφαλιστική επιβάρυνση της επιχειρηματικότητας και της εργασίας.
Δεύτερο αγκάθι, η ασφυκτική έλλειψη ρευστότητας.
Τρίτο αγκάθι, η γραφειοκρατία και η χαμηλή αποτελεσματικότητα της Δημόσιας Διοίκησης, σε συνδυασμό με ένα πολύπλοκο και ασαφές νομοθετικό πλαίσιο, αλλά και με τους απελπιστικά αργούς ρυθμούς απονομής της Δικαιοσύνης.
Τέταρτο αγκάθι, ένα σύστημα εκπαίδευσης το οποίο δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις, αλλά και στις ευκαιρίες της Οικονομίας της Γνώσης.
Αν δεν προχωρήσουν τώρα, δραστικές παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση όλων αυτών των εμποδίων, η πορεία μετασχηματισμού της ελληνικής οικονομίας θα είναι εξαιρετικά αργή. Η όποια θετική μεταβολή του ΑΕΠ θα έχει αναπόφευκτα συγκυριακό χαρακτήρα και θα είναι κατώτερη των προσδοκιών και των αναγκών της χώρας και της ελληνικής κοινωνίας.
Οι θέσεις και οι διεκδικήσεις της Επιμελητηριακής Κοινότητας, τις οποίες έχουμε ήδη καταθέσει στην Κυβέρνηση και στα πολιτικά κόμματα είναι σαφείς:
– Ζητούμε να προχωρήσουν και να ολοκληρωθούν οι διαρθρωτικές αλλαγές, όπως η προσαρμογή της εργατικής νομοθεσίας στα ευρωπαϊκά δεδομένα, η επιτάχυνση της διαδικασίας απονομής δικαιοσύνης, η ενίσχυση του ανταγωνισμού στην αγορά ενέργειας και η υλοποίηση μέτρων – στο πλαίσιο πάντα της ευρωπαϊκής νομοθεσίας – για τη μείωση του κόστους της ενέργειας και ειδικά των βιομηχανικών τιμολογίων.
– Ζητούμε να δοθεί περισσότερη έμφαση στην προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων. Με ταχεία υλοποίηση έργων όπως η αξιοποίηση του Ελληνικού και του παραλιακού μετώπου της Αττικής, η επέκταση της Αττικής Οδού, του ΜΕΤΡΟ και του Προαστιακού, η κατασκευή ιδιωτικών μαρίνων και η αναβάθμιση των λιμένων, με ταυτόχρονο στρατηγικό σχεδιασμό για συνεργασία με τις εταιρίες κρουαζιέρας.
– Ζητούμε πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση της ακραίας φτώχειας, όπως είναι η επέκταση του τακτικού επιδόματος ανεργίας, η αναβάθμιση του ενιαίου επιδόματος στήριξης τέκνων και η εφαρμογή του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος σε όλη την Ελλάδα.
Αυτό που θα πρέπει να γίνει κατανοητό από τους πολιτικούς ταγούς της χώρας είναι ότι τα Επιμελητήρια ως θεσμοθετημένοι σύμβουλοι της Πολιτείας επί οικονομικών θεμάτων, μπορούν να αποτελέσουν μέρος της λύσης των προβλημάτων της χώρας.
Και πρέπει να αξιοποιηθούν οι δυνάμεις τους στην οικονομία και την κοινωνία.
Πρέπει να στηριχθεί ο θεσμός για να μπορέσουν τα επιμελητήρια να στηρίξουν τις επιχειρήσεις σε αυτόν τον δύσκολο δρόμο, δρόμο τον οποίον πρέπει να ακολουθήσει και η ίδια η οικονομία μας, για να μπορέσουμε επιτέλους να βγούμε από αυτόν τον εφιάλτη της κρίσης.
Ο επιμελητηριακός θεσμός μπορεί να συμβάλει τα μέγιστα προς αυτή την κατεύθυνση και ήδη το έχει κάνει».