Βλέπουμε μία συνέχιση της ανοδικής τάσης της απασχόλησης και αυτό μας χαροποιεί ιδιαιτέρως» δήλωσε η αναπληρώτρια υπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, αρμόδια για την καταπολέμηση της ανεργίας, Ράνια Αντωνοπούλου, στον ραδιοφωνικό σταθμό του Αθηναϊκού Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων «Πρακτορείο 104,9 fm».
«Από το πληροφοριακό σύστημα «Εργάνη» φαίνεται ότι από τον Ιανουάριο μέχρι τον Ιούνιο του 2017 το καθαρό ισοζύγιο των ροών μισθωτής απασχόλησης ήταν 255.903 καινούριες θέσεις εργασίας. Τη χρονιά του success story, το 2014, ήταν 176.000 θέσεις, το 2012 ήταν 19.000» είπε η Ρ. Αντωνοπούλου, σημειώνοντας: «Αφενός δεν πανηγυρίζουμε, αφετέρου ξέρουμε ότι μάλλον κάνουμε καλά τη δουλειά μας. Η οικονομία μας έχει αποκτήσει ήδη μία δυναμική, παρ’ όλα τα μέτρα που χρειάστηκε να πάρουμε. Υπάρχει ένα μείγμα πολιτικής, που πλήττει πολλούς πολίτες και είναι κατανοητό και γι’ αυτό θέλουμε να το αντιστρέψουμε όσο μπορούμε πιο γρήγορα».
Αναφερόμενη στα προγράμματα κοινωφελούς εργασίας η αν. υπουργός εξήγησε ότι μοριοδοτούν τον σκληρό πυρήνα των ανέργων, που «ακόμη κι αν αύριο το πρωί είχαμε έναν ρυθμό ανάπτυξης 3% ή και 5% θα είχαν πολύ μεγάλη δυσκολία να προσληφθούν». «Αυτοί είναι άτομα με χαμηλά και μεσαία προσόντα, έχουν να εργαστούν πάνω από 3-4 χρόνια, είναι σε ηλικία άνω των 45-50 ετών» διευκρίνισε η Ρ. Αντωνοπούλου, προσθέτοντας ότι «η κοινωφελής εργασία απευθύνεται βασικά σε αυτόν τον κόσμο».
«Μέχρι τώρα έχουμε μεταφέρει γύρω στα 350-400 εκατ. στους δήμους, για να κάνουν προσλήψεις σε αυτό το επίπεδο» είπε, αλλά σημείωσε πως δε θα πρέπει να δημιουργείται προσδοκία πως οι θέσεις αυτές θα γίνουν μόνιμες προσλήψεις. «Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι αυτή η δράση είναι για να διακόψει τον κύκλο της μακροχρόνιας ανεργίας, που δημιουργεί πάρα πολλά προβλήματα – και ψυχολογικά – στον κόσμο, αλλά παράλληλα δεν πρέπει να δημιουργούμε την προσδοκία ότι κάποια στιγμή θα μονιμοποιηθούν στο Δημόσιο, δεν είναι δημόσιες προσλήψεις» τόνισε.
Η αν. υπουργός γνωστοποίησε ότι σε συνεννόηση με την ΕΛΣΤΑΤ σχεδιάζεται ένας δεύτερος δείκτης για την ανεργία, αντίστοιχος με εκείνους που μετρούνται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και τις ΗΠΑ, ώστε στους ανέργους να προσμετρώνται και αυτοί οι οποίοι έχουν απογοητευτεί και δεν ψάχνουν για δουλειά και όσοι βρίσκονται σε καθεστώς μερικής απασχόλησης, ενώ επιθυμούν να βρίσκονται σε επίπεδο πλήρους απασχόλησης. «Η ΕΛΣΤΑΤ μας λέει ότι τον Απρίλιο του 2014 η ανεργία ήταν στο 27,2%, η ΕΛΣΤΑΤ μας λέει ότι το Απρίλιο που διανύσαμε τώρα η ανεργία ήταν 21,7%. Ούτε το 27,2%, ούτε το 21,7% προσμετράει αυτούς (σ.σ. τους απογοητευμένους κ.λπ.)» εξήγησε.
Η Ρ. Αντωνοπούλου εκτίμησε: «Βρισκόμαστε σε μία φάση, που υπάρχει ανάσχεση της μερικής απασχόλησης, αλλά δεν έχουμε αλλάξει τη δυναμική ακόμη». «Αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε, όχι σαν υπουργείο Εργασίας, αλλά από την πλευρά της σταθεροποίησης της οικονομίας, είναι να υπάρχει προσδοκία μέσα στις επιχειρήσεις ότι καλύτερα θα πάμε, χειρότερα δε θα πάμε» υπογράμμισε, προσθέτοντας πως «όσο αυτό αυξάνεται σαν εμπειρία και σαν αίσθηση στην οικονομία, οι επιχειρήσεις θα προσλαμβάνον περισσότερους με πλήρη απασχόληση και λιγότερους με μερική». «Θετικό για την οικονομία είναι η αύξηση της απασχόλησης, γιατί έρχεται ο μισθός στην οικογένεια, στο νοικοκυριό, στα ασφαλιστικά ταμεία μπαίνουν οι εισφορές εργοδοτών- ασφαλισμένων και αρχίζει ο κόσμος να έχει τη δυνατότητα να εξυπηρετεί τα χρέη του. Αυτό σημαίνει ανάπτυξη, θετικό πρόσημο στην αγορά εργασίας» επισήμανε.
Σε ό,τι αφορά τα προγράμματα κατάρτισης ανέργων η ίδια ανέφερε: «Στο παρελθόν ήταν ένα περίεργο καθεστώς, γιατί μπορούσες να βρεις έναν άνεργο που είχε περάσει από 3-4 καταρτίσεις και δουλειά δεν έβρισκε». «Πλέον κάνουμε πολύ στοχευμένα προγράμματα κατάρτισης και πρακτικής άσκησης. Δημιουργήσαμε ένα σύστημα διάγνωσης των αναγκών της αγοράς εργασίας, μας λένε οι επιχειρήσεις τι ειδικότητες λείπουν, τι δεξιότητες λείπουν, πάνω σε αυτό πατάμε, βγάζουμε προγράμματα στοχευμένα κατάρτισης και αυτό που βλέπουμε από το σύστημα «Εργάνη» είναι ότι έχουμε ένταξη περίπου στο 35% αυτών που ολοκληρώνουν την πρακτική τους άσκηση και την κατάρτιση. Ο μέσος όρος στην Ευρώπη είναι 20%» είπε.
Αναφερόμενη στον μηχανισμό διάγνωσης των αναγκών της αγοράς εργασίας η αν. υπουργός σημείωσε πως τα αποτελέσματα που βγάζει είναι πάρα πολύ χρήσιμα, «όχι μόνο για το υπουργείο Εργασίας, αλλά και για το υπουργείο Παιδείας και άλλα υπουργεία – για να είναι ενημερωμένοι, να ξέρουν τι δυναμική θα έχει η αγορά εργασίας – και για όλους τους πολίτες».